Με μεγάλο ενδιαφέρον διάβασα πρόσφατα άρθρο του εξαίρετου Ρεθύμνιου δημοσιογράφου και εκπαιδευτικού κ. Χάρη Στρατιδάκη, που φέρει τον τίτλο: «Μήπως στην Κρήτη η ανθρώπινη ζωή παραέγινε φθηνή;». Σ’ αυτό, ο αγαπητός συμπατριώτης μας, αναφέρει λίγα μόνον από τα πολλά επαίσχυντα εγκλήματα που τα τελευταία, κυρίως, χρόνια έχουν τελεστεί στην ιδιαίτερη πατρίδα μας για να συνεχίσει: «Ασφαλώς δεν είναι αυτή η δική μας Κρήτη, της αντιμετώπισης των γυναικών ως ζώων, των απαγωγών, των χασισοφυτειών και της απαξίωσης της ζωής και της τιμής των μεταναστών. Όμως υπάρχει και αυτή η Κρήτη, όλων των παραπάνω αλλά και της συνολικής καταπάτησης του νόμου, της καπετανιάς, του επά ‘μαι γω, του αντριλικιού, της κούπας, της θρασυδειλίας και των γνωστών σ’ όλους μας πολιτικών προσώπων που τους καλύπτουν». Συμπερασματικά γράφει παρακάτω: «…Φαίνεται ότι κάτι δεν πήγε καλά στο νησί μας με κάποιες από τις θεωρούμενες ως αξίες του…», για να καταλήξει: «Για όλα αυτά και για πολλά άλλα δεν μπορεί να έτυχε. Μάλλον η κοινωνία μας απέτυχε».
Απέτυχε, πράγματι, η κοινωνία μας κι αυτό έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτό από όλους μας (ιδίως από εμάς τους απόδημους), εδώ και πολλές δεκαετίες, όταν χρόνο με το χρόνο πολλά άλλαζαν στην Κρήτη και μαζί μ’ αυτά και χαρακτήρες ανθρώπων, ιδέες, ενδιαφέροντα, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Κι όπως γράφω σε πολύστιχη βιογραφική ρίμα μου:
Μαζί με τόσα πράματα κι οι αθρώποι αλλάξα μπίτις
κι εδά παντίχνεις λιγοστούς εις τα χωριά τση Κρήτης,
κατά πολύ λιγότερους στσι πολιτείες μέσα,
αθρώπους με φιλότιμο, με λεβεδιά, με μπέσα……
Μέσα σ’ αυτά που άλλαζαν άλλαζε και η συμπεριφορά μας έναντι των ξένων. Με άλλο μάτι τους βλέπαμε κάποτε και με άλλο σήμερα, στις περισσότερες των περιπτώσεων. Κάποτε ο ξένος ήταν πρόσωπο σεβαστό από όλους μας και τύχαινε θερμής υποδοχής, φιλοξενίας, αλλά και υποστήριξης σε περίπτωση διαφωνίας, ακόμη και αντιπαλότητας με τον ντόπιο. «-Άστονε, μωρέ, ξένος είναι», λέγαμε. Σήμερα τα πράματα έχουν αλλάξει. Σήμερα καθένας σχεδόν από τους νέους κυριαρχείται από ένα συναίσθημα υπεροψίας, αλαζονείας και περιφρόνησης έναντι των ξένων, εκτός αν έχει συμφέρον να φέρεται φιλικά, οπότε η συμπεριφορά του είναι απλά υποκριτική. Παρόμοια είναι, πολλές φορές, η συμπεριφορά του και προς εμάς τους απόδημους αφού για πολλούς απ’ αυτούς κι εμείς οι απόδημοι, περίπου, «ξένοι» είμαστε. Δεν ζούμε μόνιμα στην Κρήτη και ως εκ τούτου δεν συναντιόμαστε συχνά στους δρόμους, δεν συναναστρεφόμαστε μαζί τους οικονομικά και δεν σμίγουμε στις πολυπληθέστατες κάθε είδους κοινωνικές, πολιτιστικές, πολιτικές και λοιπές συναθροίσεις που πραγματοποιούν. Μερικοί μάλιστα σου το εξομολογούνται με ειλικρίνεια: «-Εσένα σπάνια σε βλέπουμε, εκείνον όμως σχεδόν καθημερινά.». Είτε: «-Εμείς τον δικό μας άνθρωπο θα υποστηρίξουμε». Ομολογία, δηλαδή, για το πώς αναγνωρίζεται σε πολλές περιπτώσεις το δίκιο, ακόμη κι από τον απλό κόσμο.
Βέβαια, τις σταδιακές αυτές μεταβολές στη συμπεριφορά των μόνιμων κατοίκων της Κρήτης έναντι των ξένων και «ξένων», λογικό είναι να μην τις αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι. Να θυμηθούμε μόνο την περίπτωση των Ζωνιανών όπου οι νεαροί του χωριού, καθώς είχαν να δουν αστυνομία στο χωριό τους 25 χρόνια, όταν αντίκρισαν τους άντρες των ΕΚΑΜ υποσυνείδητα τους αντιμετώπισαν περίπου σαν να επρόκειτο για θηράματα, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ίσως είναι λογικό να μην τις αντιλαμβάνονταν, τουλάχιστον στο μέγεθος και την ταχύτητα που αυτές συντελούνταν και όλοι όσοι καλύπτονταν κάτω από το πέπλο της διασημότητας (λ.χ. πολιτικοί, πολιτιστικοί, εκκλησιαστικοί, επιχειρηματικοί και λοιποί μεγαλοπαράγοντες του τόπου), αλλά κι αν τις αντιλαμβάνονταν συνήθως τις δικαιολογούσαν με τα γνωστά: «Συμβαίνουν παντού» και «συνέβαιναν και παλιά». Και για μεν το πρώτο ο κ. Στρατιδάκης θαρραλέα το αντικρούει με τα πολλά «πουθενά αλλού δεν…», για δε το δεύτερο, με το οποίο κυρίως υπονοούν τις βεντέτες, έχω να επισημάνω πως καμιά βεντέτα δεν είχε τόσα θύματα, όσα έχουν σήμερα οι άσκοποι τσαμπουκάδες και πυροβολισμοί, οι καπετανιές, το αλκοόλ, οι βιασμοί, τα μαχαιρώματα, και τα τόσα άλλα ατοπήματα που κάθε μέρα συμβαίνουν στην Κρήτη. Πέραν από το γεγονός πως οι βεντέτες είχαν πάντοτε κάποια αιτία, η οποία όσο κι αν σήμερα φαίνεται ασήμαντη, για τον Κρητικό του τότε ήταν σημαντική. Ο Κρητικός του τότε σκότωνε, κυρίως, για την τιμή, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του και ποτέ σχεδόν για λόγους οικονομικούς, αφού είχε πολύ καλά συμβιβαστεί και ζούσε άνετα με τη φτώχεια του. Σήμερα όλα σχεδόν γίνονται για το χρήμα και την προσωπική προβολή και είναι πάμπολλες οι αρνητικές πρωτιές που έχουμε καταφέρει να έχουμε, όχι μόνον πανελληνίως μα και πανευρωπαικά. Ψεύτικες επιδοτήσεις, παράνομες εισπράξεις αγροτικού Φ.Π.Α, ψεύτικες αναπηρικές συντάξεις κ.λ.π. κι επί πλέον μεγάλης έκτασης χασισοκαλλιέργειες, ζωοκλοπές ολάκερων κοπαδιών, καταπατήσεις ξένων περιουσιών, πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου από τα παιδιά (αφού γι αυτά ευκολότερα βγαίνει το χρήμα με άλλους τρόπους), με παράπλευρες συνέπειες την παχυσαρκία από πολύ μικρή ηλικία, την αλματώδη αύξηση του σακχαρώδη διαβήτη και άλλα αρνητικά για την υγεία τους.
Διστακτικά, ομολογουμένως, πολλές φορές έχω αναφερθεί σε φαινόμενα ολικής, σχεδόν, εκτροπής μας από τα παραδομένα, είτε με πεζά κείμενά μου στον τύπο (λ.χ. « Όχι στην οπλοκατοχή», «Όχι και έθιμο οι μπαλωθιές», «Μήπως είμαστε μπουνταλάδες;», «Η διασκέδαση του θερμοκηπίου», «Τοξικομανία. Από τον εφιάλτη στο όνειρο» κ.λ.π), είτε με πάμπολλες σατιρικές ρίμες μου. Χαίρομαι που ένας συμπατριώτης μας, μόνιμος κάτοικος Κρήτης, τολμά να επισημάνει την αλήθεια κι ελπίζω να τον μιμηθούν κι άλλοι. Πρώτοι- πρώτοι εκείνοι που για πολλά χρόνια και με όποιο τρόπο υπηρετούν τον κρητικό πολιτισμό και παράδοση και να αναλογιστούν:
Η λεβεδιά του Κρητικού πώς έχει καταντήσει.
Ατομισμός, καπετανιά, απάτη και χασίσι.
Οκτώβρης του 2019
Γιώργης Λέκκας*
Δάφνη Αττικής
*Επίτ. Πρόεδρος Συλλόγου Κρητών Στιχουργών «ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΥΚΑΛΑΣ»