O Γέρος
Σ’ ένα παγκάκι μια βραδιά συνάντησα ένα γέρο
τα μάτια μου δακρύσανε δίχως να τονε ξέρω.
Σε μία σακούλα νάιλον είχε τα πράγματά του
και το παγκάκι ήταν κρεβατοκάμαρα του.
Σπίτι και οικογένεια παιδιά και εγγόνια έχει
μα και η μοίρα τα φερε κανένας δεν κατέχει.
Δεν είχε ούτε σύνταξη εις τα γεράματα του
και σήμερα αναπολεί τα κατορθώματα του.
Ιατρική περίθαλψη πως είναι δεν γνωρίζει
στο πάρκο μες την χειμωνιά μονάχος του γυρίζει.
Μια συμβουλή στον άνθρωπο γράφω να τη διαβάσει
να κάνει το κουμάντο του αλλά πριν να γεράσει.
Τον γέροντα τον άνθρωπο δεν τονε συμπαθούνε
τον θάνατο του εύχονται να τον ξεφορτοθούνε.
Σε μία γωνα τον βάζουνε τον φουκαρά τον γέρο
και θα τονε κοιτάζουνε αν έχουνε συμφέρον.
Ο μεγαλύτερος εχθρός γίνεται το παιδί του
κι ο φίλος ο καλύτερος είναι η σύνταξή του.
Γι αυτό παπούλι να κρατάς κάποια υπάρχοντά σου
γιατί στο τέλος θα βρεθείς στο δρόμο απ’ τα παιδιά σου.
Άμα βρεθεί ο γέροντας μακριά απ’ τα παιδιά του
του είναι απαραίτητο να ‘χει συντροφιά του.
Αν χάσει και το ταίρι του γίνετ’ εν κουρέλι
ένας τον διώχνει από εδώ κι άλλος δεν το θέλει.
Αλλά και στα Ιδρύματα και τα γηροκομεία
άμα δεν έχεις σύνταξη δεν δίνουν σημασία.
Μην περιμένεις και πολλά κι από την Εκκλησία
ένα πιατάκι με φαΐ μέσα στην δυστυχία.
Φιλεύσπλαχνες γειτόνισσες παλιόρουχα του δίνουν
άλλες τονε χλευάζουνε και άλλες τονε φτύνουν.
Μέσα στο καταχείμωνο μόνον ξεριζωμένος
σ’ ένα παγκάκι βρέθηκε ο γέρος ξυλιασμένος.
Αυτά που γράφω διάβαζε και να μην τα ξεχάσεις
να τα ‘χεις πάντα κατά νου όλα προτού γεράσεις.
ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ