Ανεμίζεις σα μνήμη συννεφιάς
έφυγες χωρίς να ρωτήσεις
και μόνο λίγα ίχνη αφήνεις
τα δακτυλικά σου αποτυπώματα
στ’ απομεσήμερο.
Θα βραδιάσει χωρίς εσένα
και αύριο όλοι θα προσπαθούμε
να εξηγήσουμε το όνειρο.
Πάνω στην αλήθεια μας
όμως θα ανεμίζεις αξέχαστη
σαν μωβ ανεμώνα του κρύου
που ελπίζει στην αιωνιότητα.
Νίκος Μοσχοβάκος 10/2/25
Αγαπημένη μου συντρόφισσα της ζωής και της νιότης μου
Τρέχουν τα δάκρυα βροχή
μ’ αφήστε τα να τρέχουν
κιανένα δεν πειράζουνε
μόνο τη γης πως βρέχουν.
Έτσι σε βρεμένη γη, από τα δάκρυα συγγενών και φίλων, πορεύεσαι το τελευταίο ταξίδι σου. Κι είναι μεγάλο το πλήθος πούρθε να σ’ αποχαιρετήσει. Γιατί πολύ σ’ αγάπησαν, για τις καλοσύνες σου και το χαρμόσυνο πέρασμά σου από αυτή τη ζωή.
Πορευτήκαμε μαζί κοντά 60 χρόνια, χέρι-χέρι, από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις πορείες της Μεταπολίτευσης. Στα ολονύχτια γλέντια μας στις ταβέρνες και στα ρεμπετάδικα, απ’ το ΑΠΤΑΛΙΚΟ στην ΣΤΟΑ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ. Περάσαμε χαρές και λύπες στην κοινή μας ζωή. Ώσπου ήρθαν τα παιδιά μας και δόθηκες ολόψυχα να τα φροντίσεις να μεγαλώσουν χωρίς να τους λείψει τίποτα. Καημό τοχα που δεν ζήτησαν από εμένα ποτέ τίποτα. Όλα εσύ τα φρόντιζες. Όταν μπήκαν στο Πανεπιστήμιο κατέβαινες κάθε δέκα μέρες στο Ρέθυμνο να τους καθαρίσεις, να τους πλύνεις, να τους μαγειρέψεις.
Σ’ αρέσανε τα ταξίδια. Και κάναμε πολλά μαζί στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Ήθελες πάντα να προσφέρεις, να δίνεις σ’ όσους είχαν ανάγκη. Από τη «Σχεδία» για τους αστέγους, μέχρι τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα», τους υπαίθριους μουσικούς του δρόμου και τους επαίτες. Πάντα άνοιγες το πορτοφόλι και πρόσφερες. Ήθελες να δίνεις, με τον καλό λόγο για όλους.
Κι όμως, όλα αυτά ζήλεψε ο Χάρος. Κι άρχισε να σε χτυπά αλύπητα. Κι εσύ άντεχες. Παλικαρήσια πάλευες και κέρδιζες. Με το χαμόγελο στα χείλη πηγαίναμε στις θεραπείες. Κι ένιωθες νικήτρια. Μέχρι που ήρθε η χαριστική βολή. Αυτό δεν το άντεξες, το χτύπημα στη μνήμη σε γονάτισε. «Αυτό δεν το θυμάμαι», έλεγες με παράπονο, κι ένα δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό σου.
Δεν άκουσε ο Χάρος τα παρακάλια της Χαρόντισας, όπως το λέει το ριζίτικο, που έχει διασωθεί με τη βροντερή φωνή του Ελευθέριου Βενιζέλου:
Εψές αργά επέρνουνα του Χάροντα την πόρτα,
κι άκουσα τη Χαρόντισα που μάλωνε το Χάρο.
Απούναι πέντε, παίρνε δυο
κι απούναι τρεις, τον ένα
κι απούναι δυό και μοναχοί
μη τσι ξεζευγαρώνεις.
Έτσι φεύγεις αγαπημένη, ταλαιπωρημένη και λυπημένη που δεν θα ξανακούσεις τις φωνούλες απ’ τις εγγόνες σου, την Αναστασούλα και τη Ρηνούλα να σου φωνάζουν «γιαγιά Νταίζη». Η μικρή Κωνσταντίνα θα σε φωνάξει αργότερα και θα την ακούσεις εκεί ψηλά που θάσαι αναπαυμένη.
Καλό κατευόδιο αγαπημένη.
Νάσαι σίγουρη ότι γρήγορα θα σε ακολουθήσω.
Καλή αντάμωση.
Νότης Βαμιεδάκης, 11/2/2025