Γράφει ο Σαββάκης Ιωάννης
Ένα καλοκαίρι πριν πολλά χρόνια , μικρό παιδί ήμουν , ξεκίνησα μαζί με τον πατέρα μου , πεζοί , από την Πατσό με προορισμό το Γερακάρι . Ο λόγος ήταν να επισπευτούμε την θεία μου, και αδελφή του πατέρα μου ,Αικατερίνη .
Το μονοπάτι ανηφορικό και κουραστικό . Περάσαμε την τοποθεσία Πλάτες και μετά από καμία ώρα την κορυφογραμμή του Σορού , με την ονομασία « Τοίχους ».
Μετά από τους « Τοίχους » το μονοπάτι έγινε
κατηφορικό και κατά συνέπεια ευκολότερο.
Φτάσαμε στο σπίτι της θείας μου το μεσημεράκι, που ήταν στην αρχή του χωριού ( από την επάνω μεριά ).
Η χαρά της θείας όταν μας είδε ήταν απερίγραπτη όπως και του συζύγου της, μας κέρασε με το που μπήκαμε στο φτωχικό τους , τους μεγάλους ρακί και εμένα με καλούδια .
Δεν άργησε καθόλου για να στρώσει το τραπέζι για το μεσημεριανό φαγητό .
Μετά το φαγητό τα « αδελφάκια » κάθισαν μαζί για να τα πουν. Εγώ έμεινα κοντά στον θείο τον Γιάννη.
– Άντε να μεγαλώσεις να πας και φαντάρος ( μου είπε ) .
– Μικρός είμαι ακόμα (του απάντησα), εσύ πότε πήγες φαντάρος, που υπηρέτησες ;
– Άσε με εμένα αυτά που πέρασα να μην τα περάσει κάνεις .
– Γιατί το λες αυτό ;
– Πέρασα πολλά αλλά το πιo σημαντικό είναι ότι λίγοι πε πιστεύουν .
– Και ο λόγος ;
– Κάτσε να σου πω τότε . Πήγα φαντάρος τότε με τον εμφύλιο πόλεμο . Κακές εποχές αδελφός εναντίων αδελφού . Σε μια ενέδρα που μας έστησαν έπιασαν πολλούς από εμάς τους φαντάρους αιχμαλώτους . Όχι όμως για πολύ, πίσω μας ερχόταν ενισχύσεις του στρατού και εμάς έπρεπε να μας ξεφορτωθούν .
– Και τι σας έκαναν ;
– Μας έστησαν όλους μαζί σε μια σειρά και από απέναντι με ένα πολυβόλο μας « γάζωσαν » . Μας εκτέλεσαν . Έπεσα στο έδαφος μαζί με τους άλλους, όχι από σφαίρα, δεν με έτυχαν, από τον φόβο μου … Δεν έφτανε μόνο αυτό, ο επικεφαλής του αποσπάσματος πέρασε από έναν ένα από εμάς και μας έδωσε την « χαριστική βολή ».
– Καλά και εσύ πως γλύτωσες ;
– Ε δεν σου είπα δεν το πιστεύει κάνεις, την γλύτωσα και από κει ..
– Καλά πως ;
– Με πυροβόλησε κι εμένα, αλλά η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου, για να με πιστέψεις φέρε την χέρα σου, και βάλε την στην κεφαλή μου για να δεις ( Πράγματι το κρανίο ήταν χωρισμένο στα δυο ανάμεσα υπήρχε ένα « ρυάκι » όπου ήταν κολλημένο με δέρμα ) .
– Και πάλι ήμουν τυχερός γιατί ήταν χειμώνας και κει είχε χιόνι . Πέρασαν από κει οι ενισχύσεις του στρατού και πήραν από όλους μας τις « κονκάρδες » . Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα που ήμουν λιπόθυμος .
– Όταν κάποια στιγμή συνήλθα, με αρκετούς πονοκέφαλους και το αίμα να τρέχει άφθονο, προσπάθησα να δω τι θα έκανα . Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν, σε τακτά χρονικά διαστήματα, να βάζω χιόνι στο κεφάλι για να σταματήσει ο πόνος και η αιμορραγία .
– Κάποια στιγμή με βρήκαν και με πήγαν στο νοσοκομείο . Συν της άλλης είχα πάθει και πλήρη αμνησία … Ο στρατός στο μεταξύ είχε ειδοποιήσει τους γονείς μου ότι είχα πεθάνει, και αυτοί με την σειρά τους έκαναν τα δέοντα – κηδεία – τάφο – μνημόσυνα … Φαντάσου την έκπληξη των δικών μου και των χωριανών μου, όταν μετά από αρκετό καιρό με είδαν να εμφανίζομαι στο Γερακάρι ….
Όλοι στο χωριό τον ξέρουν σαν Παπαγιαννάκη .
Έζησε αρκετά χρόνια μετά από τότε και απέκτησε με την θεία μου δυο κόρες και αρκετά εγγόνια ..
Θέλω να πιστεύω ότι Τιμήθηκε από τον Ελληνικό στρατό .
Κάποτε μου έλεγε ο πατέρας μου ότι όταν παντρευόταν η αδελφή του Αικατερίνη, αυτός και ο Παπαγιαννάκης ανέβασαν από το Σπύλι με ένα γαϊδουράκι την πιατοθήκη για να την πάνε στο Γερακάρι .
Δεν μου αρέσουν τα μεγάλα και τα ωραία λόγια, θα μπορούσα να πω πάρα πολλά, τα αφήνω αυτά να τα πουν οι χωριανοί του και όσοι των γνώρισαν ..
Πρώτο μου μέλημα κάθε φορά που κατέβαινα Κρήτη ήταν να επισκεφτώ εσένα και την θεία μου .
Αγαπημένε μου θείε δεν θα σε ξεχάσω ποτέ .
Την απώλεια σου την έμαθα με μια ημέρα καθυστέρηση, αλλά δεν πειράζει, ήμουν αρκετά μακριά ….
Ελαφρύ νάνε το χώμα που σε σκεπάζει ..
18 Ιουλίου 2011 έγινε η κηδεία του
Ο ανιψιός σου Γιάννης 19 Ιουλίου 2011.