Απόβραδο παρασκευή ξημέρωμα Σαββάτο ο Σπυριδάκης έσβησε σαν όνειρο φευγάτο
Ήσυχα και αθόρυβα όπως και στη ζωή σου μας άφησες και μείναμε με ανάμνηση σου
άφησε πίσω βάσανα ,φάρμακα, εξετάσεις εις την αιωνιότητα πήγες να ησυχάσεις ,
Εις την ζωή σου έζησες πάντα με περηφάνια σε χρόνια πουταν δύσκολα, στη φτώχεια και ορφάνια
Νήπιο δεν εχόρτασες της μάνας σου το γάλα κι άκουσες για νανούρισμα τη νεκρική καμπάνα
Τέλειωσες το γυμνάσιο με την επιμονή σου και έζησες αξιοπρεπώς σε όλη τη ζωή σου.
Η τύχη δε σ’αξίωσε νάχεις παιδιά δικά σου, μα όλου του κόσμου τα παιδιά τα λόγιαζες παιδιά σου
Άνθρωπο δεν επίκρανες δεν έβγαλες κανένα, και όσοι κι αν σε πλήγωσαν, τα έχεις ξεχασμένα.
Εις την αιωνιότητα που πας, θάεχεις παρέα φίλους, αδέρφια και γονείς για μια ζωή ωραία.
τον αδελφό σου τον Κωστή, μα και τον ανιψιό σου το Μιχαλάκη προέρχονταν συχνά στο όνειρο σου.
την αδελφή σου πας να βρεις , τη θεία την Ελένη που, έφυγε τόσο πρόωρα και ταλαιπωρημένη.
Τη μοναξιά που έζησες λόγω της Πανδημίας εστέρησε σε όλους μας κάθε επιθυμία.
Τ’ανιψία σου, οι συγγενείς πάντα θα σε θυμούνται οι καθαροί οι άνθρωποι, ποτέ δεν λησμονούνται.
Το χώμα ναναι ανάλαφρο, όπως και η ψυχή σου και στον παράδεισο να βρεις, τα θέλω της ζωής σου.
Εμείς το καντηλάκι σου, θ’ανάβουμε με λάδι να σου φωτίζει καθ’αργα του Αδη το σκοτάδι.
Ενα στολίδι στο χωριό ήτανε η αυλή σου λουλούδια μοσχομύριζαν, όπως και η ψυχή σου.
Τα λόγια είναι περιττά να σε κατευοδώσουν, στ’ανίψια σου και συγγενείς παρηγοριά να δώσουν.
Η μνήμη σου παντοτινά, ας είναι αιωνία στους φίλους και τους χωριανούς, σ’όλη την
Κοινωνία.
Με τα στιχάκια μου αυτά θα σ’αποχαιρετήσω αντί στεφάνι, ταπεινά στη μνήμη σου θ’αφήσω.
Καλή ανάπαυση, Χατζηδάκης Γιάννης