Ξένος και Ξενιτειά στον Ερωτόκριτο του Β. Κορνάρου
Το 2019 είναι έτος αφιερωμένο στον Ερωτόκριτο του Β. Κορνάρου. Ο ξένος και η ξενιτειά στον Ερωτόκριτο αλλά και σε μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας και ποίησης είναι ό,τι το λυπηρότερο και απευκταίο[1].Τα λογοτεχνικά κείμενα για τον ξένο, αν και προέρχονται από διαφορετικές περιόδους της ελληνικής λογοτεχνίας (δημοτικό τραγούδι, μεσοπολεμική, μεταπολεμική και σύγχρονη λογοτεχνία) και ποικίλλουν ως προς τα εκφραστικά μέσα και τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, έχουν ως κοινό στοιχείο τους τα έντονα συναισθήματα που εκφράζουν. Τα συναισθήματα αυτά οφείλονται στην οδυνηρή απώλεια, που οι ήρωες των κειμένων βιώνουν. Μας διδάσκουν τη μεγάλη αλήθεια, ότι η έννοια της πατρίδας δεν είναι κάτι το γενικό και αφηρημένο. Αντίθετα, πρόκειται για κάτι το συγκεκριμένο και απτό: για τα βιώματα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, τα συγγενικά πρόσωπα, τους φίλους, τη μητρική γλώσσα, το οικείο φυσικό τοπίο, τους καρπούς της γης.
Οι συνθήκες επικοινωνίας τότε ήταν τέτοιες που δεν μπορούσαν πλέον να έχουν σχέσεις και επαφές, γι’ αυτό ο πόνος του ξενιτεμού γίνεται αβάστακτος. Θρήνοι και οδυρμοί έχουν συνδεθεί με την ξενιτειά στη δημοτική, αλλά και την έντεχνη ποίηση. Το περπάτημα στην ξενιτειά σημαίνει κλάμα και οδυρμό[2], τη χειρότερη κατάρα για τον άνθρωπο. O ξένος είναι ό,τι πιο επώδυνο και υποτιμητικό, σε πολλές κοινωνίες, έστω και αν είχε χαρίσματα[3]. Η χώρα, όπου πηγαίνουν και τους δέχεται, συχνά «σπίτι δεν θα ναι, μα εξορία… προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα»[4].
Ιδιαίτερα οι γονείς υποφέρουν στον ξενιτεμό του παιδιού τους. Το άγνωστο της ξενιτειάς, οι κίνδυνοι, η δυσκολίες που υπήρχαν στις επικοινωνίες, τους προβλημάτιζαν και τους φόβιζαν[5]. Η οδύνη του γονιού είναι μεγαλύτερη, γιατί στο υποσυνείδητό του το παιδί του είναι «θαράπαψι κι ολπίδα… στα γηρατειά θάρρος κι ακουμπιστήρι, βλεπάτορας στσι ανημποριές, στό πράμα νοικοκύρης»[6]. Ο αποχαιρετισμός αποτελούσε πάντα μια συγκινητική και τραγική συγχρόνως σκηνή, όπως την περιγράφει και ο Β. Κορνάρος: «Εγονατίσασι κι οι δυό (γονείς), χίλιες ευκές του λέσι. Χάμαι φιλούσανε τη γη, τον ουρανό θωρούσα, με λιγωμάρες και δαρμούς τον αποχαιρετούσαν»[7]. Το πολύ και μεγάλο κλάμα συνοδεύει τον αποχωρισμό. «Κι οπού χει τέκνο σπλαχνικό, και θε να του μακρύνη, καλά ας λογιάση τον καημό, οπού χουσι κ’ εκείνοι»[8].
Ο γάμος στην ξενιτειά ακόμα και σήμερα στις κατά τα άλλα προηγμένες κοινωνίες μας, παρ’ όλο που οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές από ό,τι στις παλιότερες κοινωνίες, δεν θεωρείται ό,τι το καλύτερο. Η ξενιτειά δεν παύει να είναι φορτισμένη με πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων και τραυματικών εμπειριών, που φαίνεται έχουν περάσει στο πνευματικό DNA των ατόμων μεταδιδόμενες από γενιά σε γενιά. Οι γονείς δεν δέχονται εύκολα το γάμο των παιδιών τους στην ξενιτειά, αλλά και τα παιδιά δυσκολεύονται όμοια από αυτήν την απομάκρυνση, ιδιαίτερα, όταν υπάρχει έντονος συναισθηματικός σύνδεσμος παιδιών – γονέων[9]. Αντιδρούν, διαμαρτύρονται, επαναστατούν, όταν από τους γονείς εμφανίζεται πίεση, για τους δικούς τους λόγους, σε έναν τέτοιο γάμο. Το θεωρούν απονιά, πικραίνονται, το βιώνουν ως απόρριψη[10]. Δεν αντέχουν να είναι μακριά στην ανάγκη και στη δυσκολία των γονιών[11]. Προτιμούν το φυσικό θάνατο από το θάνατο διαρκείας, που είναι η ζωή στην ξενιτειά[12]. «Εγώ δεν θέλω πει το ναι, να ζήσω χίλιους χρόνους, να παντρευτώ στην ξενιτειά, και να ’χω πάντα πόνους»[13]. Προτιμούν το γάμο με συντοπίτες τους για να είναι κοντά στους γονείς των και αρνούνται[14] τον γάμο στα ξένα, έστω και αν είναι κοινωνικά πλεονεκτικότερος[15].
Η χειρότερη τιμωρία ήταν η βασανιστική εξορία, μακριά από την πατρίδα, τους συγγενείς, τα αγαπημένα πρόσωπα[16]. Ήταν η τραγική στιγμή, η ύστερη νύχτα, που ο άνθρωπος θα έπρεπε «να βγη όξω από τη χώρα να πα να βρη την ξενιτειά»[17]. Ο πόνος αυτός γίνεται αβάσταχτος σε τέτοιο βαθμό που παραμορφώνει και τα σωματικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, τον κάνει «αποθαμένο και νεκρό κι ασούσσουμο… και συννεφιά και καταχνιά μεγάλη τον πλακώνει, πάσα χαρά από λόγου ντου ξορίζει και ζυγώνει.Τ’ αμμάτια δεν μπορούν να δουν, κ’ η γλώσσα να μιλήση, κρυγιός, χλομός, βρίσκεται, σαν νάχει ξεψυχήσει»[18].
Η ξενιτειά επιλέγεται άλλοτε και ως αυτοτιμωρία από άλλους, όταν δεν αναγνωρίζεται η προσφορά τους[19], όταν νιώθουν αδικημένοι, όταν έχουν απορριφθεί στην κοινωνία τους, όταν δεν μπορούν πλέον να ζήσουν σε αυτήν, δεν είναι αποδεκτοί. Έτσι, σε περιπτώσεις εγκλημάτων και σήμερα σε πολλές κοινωνίες ο δρόμος της ξενιτειάς του ίδιου, αλλά και στενών συγγενών του, είναι μονόδρομος σαν τιμωρία, επιβαλλόμενος και από το εθιμικό δίκαιο των κοινωνιών αυτών.
Ο θάνατος στα ξένα είναι ό,τι το λυπηρότερο, που πρέπει να αποφεύγεται για να έχει ανάπαυση η ψυχή. Είναι διπλός θάνατος[20]. Έτσι, με παράπονο ο Ερωτόκριτος θρηνεί: «Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, κερά μου, στα ξένα πως με θάψασι, κ’ εκεί τα κόκκαλά μου»[21]. O θάνατος στα ξένα εξορκίζεται και στα δημοτικά τραγούδια, που εκφράζουν τα πιο βαθειά λαϊκά συναισθήματα:
«Παρακαλώ σε, μοίρα μου, να μη με ξενιτέψεις,
Πάλι και ξενιτέψεις με, στα ξένα μην πεθάνω,
Γιατί είδα με τα μάτια μου τα ξένα πως τα θάφτουν,
δίχως λιβάνι και κερί, δίχως παπά και ψάλτη
κι αλάργα από την εκκλησιά»[22].
Κλαίνε διπλά εκείνον που αφήνει τη ζωή του μακριά από την πατρογονική γη, ο πόνος είναι ακόμη μεγαλύτερος, το χώμα της ξενιτειάς βαρύ και αβάσταχτο. Δεν είναι τυχαίο ότι και σήμερα πολλοί, που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους έζησαν μακριά από την πατρογονική γη, να ζητούν και να ενταφιάζονται στα πατρογονικά τους μέρη. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να αισθάνεται ότι έχει ρίζες, ότι δεν είναι ξεκάρφωτος και κοσμοπολίτης, κάτι που βοηθά στην ισορροπία της ψυχολογίας του και τον τονώνει. Η ψυχολογία και σήμερα συστήνει οι γονείς να τονίζουν στα παιδιά τις ρίζες προέλευσης των, όπως επισημαίνεται και στον Ερωτόκριτο.
ΕΥΤΥΧΙΟΣ Σ. ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
[1] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β., εκδ. Ξανθουδίδη, Αθήνα 1967, σ. 232: «Εγώ δεν το θελα να πάης εις τα ξένα, ουδέ μακρά να ξοριστής ποτέ δίχως μ’ εμένα».
[2] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β. σ. 232: «Άφης με μοναχό μου να πορπατώ στην ξενιτειά να κλαίω το ριζικό μου».
[3] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος τ. Β΄, σ. 360: «Ξένο τον ελογιάζανε και ξένο τον ελέγα, κ’ ετούτος ειν ο Ρώκριτος της αντρειάς η φλέγα».
[4] Βλ. Μ. Μπρέχτ, Ποιήματα, μτφ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο, στο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, των Ευριπίδη Γαραντούδη, Σοφίας Χατζηδημητρίου, Θεοδώρας Μέντη, εκδ. Μεταίχμιο, σ. 139.
[5] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, σ. 233: «Σηκώνεται κ’ η μάνα του κι ο κύρις μετά κείνη, κλάημα μεγάλο και πολύ εις όλους τως εγίνη. Θωρούσι πως εμίσσευγε, και να μακρύνη θέλει, κ’ εκλαίγασι κ’ εδέρνουντα, το είντα να του μέλλη. Δεν έχουν πόδια να σταθούν, γλώσσα να του μιλήσουν, και να του πουν το καλώς πας και ν’ αποχαιρετίσουν».
[6] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, σ. 247.
[7] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, σ. 234.
[8] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄. ό.π., σ. 233.
[9] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄. σ. 247: «Γονέοι που μ’ σπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας επήρα, κι απ’ το αίμα σας κι από την αναπνιά σας,… πράμα ανημέρωτο, και πώς να το θελήσω, έτοιους γονέους ακριβούς οπίσω μου ν’ αφήσω; μα θέλω να ‘μαι μετά σας χειμώνα καλοκαίρι, ποτέ να μην ξενιτευτώ να πάω σ’ άλλα μέρη».
[10] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, σ. 247: «Άπονη βουλή εδώκετε σ’ μένα, να με ξορίσετ’ από πα, να κάθωμαι στα ξένα. Περίσσα το πικραίνομαι, πως το βαστά η καρδιά σας, και θε να με μακρύνετε από τη συντροφιά σας. Η γλώσσα μου πώς να το πη το ναι, να με παντρέψης, και να με βγάλης από πα, και να με ξενιτέψης; κι ας είμαι πάντα μετά σας, κύρ’ μ’ ώστε να ζήτε, μην το βαλθήτε ζωντανοί να μ’ αποχωριστήτε».
[11] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, ό.π., σ. 358: «Και δεν εμπόρου να γροικώ, πως είσαι σε τόση μάχη,… κ’ εγώ νάμαι στην ξενιτειά, κ’ εγώ να ‘μαι στα ξένα».
[12] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, ό.π., σ. 248: «κάμετέ μου ξορισμό στο μαυρισμένον άδη, να μη θωρώ, να μη γροικώ, πόνος να μη με κρίνη, κι ο Χάρος από λόγου σας μόνο να με μακρύνη, μα ζωντανή ά μ’ αφήσετε και να σας σε μακραίνω, χίλιες και πλιότερες φορές την ώραν αποθαίνω, κι ο θάνατος ο ζωντανός μεγάλο πόνο δίδει, μα ο άλλος πόνο δε γροικά στου άδη το σκοτίδι».
[13] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, ό.π., σ. 251.
[14] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, ό.π., σ. 354.
[15] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, ό.π., σ. 355: «Καλλιά χα μές στη φυλακή να βρίσκομαι κοντά σας, παρά μεγάλη Ρήγισσα μακρ’ οχ τη συντροφιά σας, πάντ’ ήλπιζα και να βρεθή κιανείς σε τούτα τα μέρη, με την ευκή σας κι όχ’ αλλιώς να τονε κάμω ταίρι,…και πάντα να μαι μετά σας, όχι να σας αφήσω».
[16] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, ό.π., σ. 222: «Αναθυμού και μένα που με ξορίσανε για σε, πολύ μακριά στα ξένα».
[17] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος τ. Β΄, ό.π., σ. 227.
[18] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος τ. Β΄, ό.π., σ. 232.
[19] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, ό.π., σ. 359: «Θέλω να ξοριστώ μακρά, όπου θωρούν τα ’μμάτια, κι ας τάξω δεν εδούλεψα σε τούτα τα παλάτια».
[20] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος τ. Β΄, ό.π., σ. 346: «Ρωτόκριτε, ξεψύχησες κ’ επόθανες στα ξένα».
[21] Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ. Β΄, ό.π., σ. 221.
[22] Βλ.G. Saunier, Ερμής, δημοτικό τραγούδι της ξενιτειάς, στο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, του Ευριπίδη Γαραντούδη, Σοφίας Χατζηδημητρίου, Θεοδώρας Μέντη, εκδ. Μεταίχμιο, σ. 128.