ΥΠΕΡ ΜΙΚΗ
Φύσηξε στην Ακρόπολη πένθιμο αεράκι
διό του Σεπτέμβρη μίσεψες Μίκη Θεοδωράκη.
Εις την αιωνιότητα εις των θεών τα κάστρα
φεγγοβολάς στον ουρανό μαζί με τ’ άλλα τ’ άστρα.
Έφυγε ο παγκόσμιος Έλληνας του αιώνα
και μένει η Ακρόπολη χωρίς τον Παρθενώνα.
Ότι γεννιέται στην ζωή κάποια στιγμή πεθαίνει
αιώνια η όψη του στη μνήμη μας θα μείνει.
Αγέρωχος περήφανος μεγάλος πατριώτης
για τη δημοκρατία μας ταγμένος στρατιώτης.
Οι λύκοι του εμφυλίου βασιλικά τσακάλια
στην όψη του γονάτισαν της Χούντας τα ρεμάλια.
Ξύλο βασανιστήρια δίκες και εξορίες
τα κυπαρίσσια δεν λυγούν με τις κακοκαιρίες.
Κάφροι τον βασανίζανε αντί ν’ απολογείται
την Χώρα μου παρακαλώ να μην τη λησμονείται.
Το μεγαλείο της ψυχής του Έλληνα αντάρτη
κι αυτό ναι άξιον εστί μεγάλου δημοκράτη.
Παρθένι Αλικαρνασό για διακοπές τον πάνε,
χθες βράδυ τον Αντρέα στην ταράτσα τον κτυπάνε.
Κορυδαλλό και προυσό σκληρά τον βασανίζουν
τι θέλουνε να κάνουνε κι οι ίδιοι δεν γνωρίζουν.
Ζάτουνα και Μακρόνησο Παρθένι και στην Λέρο
πόσες φορές τον στείλανε ούτε κι εγώ δεν ξέρω.
Κτήνη τον βασανίζανε τον πότισαν χολή
για να γυρίσ’ ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή.
Θέλει νεκρούς χιλιάδες να ναι στους τροχούς
θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Οι χρόνοι κι αν κυλίσουνε αιώνας κι αν περάσει
τα λόγια τα τραγούδια του κανείς δεν θα ξεχάσει.
Άφαντα τα τραγούδια του ούτε μια μαντινάδα
ο κόσμος όλος τ’ άκουγε εκτός απ’ την Ελλάδα.
Χρόνια εφτά περάσανε μα στο πολυτεχνείο
έσπασε το απόστημα και έφυγε το πιο.
Παιδόπουλα αμούστακα μάχονται σαν λιοντάρια
πότε θα δούμε λευτεριά κακόμοιρη Ελλάδα.
Την Κύπρο παραδώσανε σε Τούρκικα φουσάτα
η Χούντα η ξενόφερτη παίρνει κακά μαντάτα.
Ο Κίσιγγερ κι η κλίκα του τον Τούρκο προσκυνάνε
στυμμένη λεμονόκουπα την Χούντα την πετάνε.
Η λευτεριά ξημέρωσε κι ανάσαναν οι μάνες
σώπα όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Χαρές και ξεφαντώματα αγάπες και λουλούδια
κι ακούει πάλι ο Έλληνας του Μίκη τα τραγούδια.
Μετά τα τόσα βάσανα δεν του λειψ’ η ελπίδα
και γράφει λιανοτράγουδα για την γλυκιά πατρίδα.
Ακούραστος αγέρωχος κάθε αποσπερίτη,
μελοποιείς τα άσματα Ρίτσου και του Ελύτη.
Εις τα κελιά των φυλακών την εποχή στη Χούντα
τα άσματα μελοποιεί του Πάμπλο του Νερούντα.
Για άσσους τον βασάνιζαν κακία δεν κρατούσε,
κι ήξερε με τον τρόπο του πάντα και συγχωρούσε.
Εκδίκηση δεν ζήτησε για τους βασανιστές του
σε όσους τον πικράνανε έδινε τις ευχές του.
Πολιτικός και βουλευτής με ψήφους εκλεγμένους
μα παν’ απ’ όλα Έλληνας και καταξιωμένος.
Τώρα εις τον παράδεισο μ’ αγγέλους κι αγγελούδια
αιώνια θα τραγουδά της Λευτεριάς τραγούδια.
Στα χώματα του Γαλατά στους τάφους τον γονιών του
αιώνια θ’ αναπαύεται πού’ τανε τ’ όνειρο του.
Εις την αιωνιότητα καλό ταξίδι να ‘χεις
πάντα μπροστάρης ήσουνα εις την γραμμή της μάχης.
Στο Ακρωτήρι νοερά κοίτα τον Βενιζέλο
το παρελθόν σας έχωμε πυξίδα για το μέλλον.
Κράτα και τα μπαγκέτα σου θα χρειαστεί στον άδη
θα ‘χεις ορχήστρα τις φωνές να διώχνεις το σκοτάδι.
Στις ρεματιές του Ομαλού στις όχθες του Κερίτη
θα τριγυρίζει μια ψυχή που δόξασε την Κρήτη.
Το χώμα ναν’ ανάλαφρο και μοσκομυρισμένο
που θα δεχθεί το σώμα σου το καταξιωμένο.
Ένα καντήλι καθ’ αργά στον τάφο σου θ’ ανάβει
για να φωτίζει τις ψυχές στου άδη το σκοτάδι.
Για μας δεν πέθανες ποτέ αιώνια θα μείνεις
πάντα τις συναυλίες σου για το λαό να δίνεις.
Κληρονομιά μας άφησες το έργο της ζωής σου
όπου υπάρχουν Έλληνες θ’ ακούν την μουσική σου.
Ένα ματσάκι δίκταμο κι ένα κλαδί θυμάρι
από τα Όρη τα Λευκά τσ’ Ελλάδας το καμάρι.
Του Ομαλού σταυραετοί χρόνια θα τριγυρίζουν
πάνω από τον τάφο σου να σαι καλημερίζουν.
Τα ζηγαρδέλια του βουνού μα και τα χελιδόνια
και κείνα τα τραγούδια σου θα τραγουδούν αιώνια.
Ετούτα τα στοιχάκια μου ολόψυχα αφήνω
αντί στεφάνι δάφνινο στην μνήμη σου τα δίνω.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ
ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ