Ποίημα για τα σκοτωμένα στην Τραπέζα παλληκάρια και τον γοργοπόδαρο
αγγελιοφόρο του Ψηλορείτη – 1943

Του Μιχάλη Γ. Βοσκάκη
«Απ’ των ηρώων το νησί, απ’ το νησί της Κρήτης,
που παλληκάργια και Θεούς γεννά ο Ψηλορείτης
κι όπου τ’ αστέργια τού φιλούν το πορφυρό του στέμμα
κι είναι η κάθε του πλαγιά πνιγμένη μεσ’ στο αίμα»
[Γεώργιος Ε. Γεωρβασάκης (Ρέθυμνο 1898-Χανιά 1971), «Μια ζωή»,
Εκδόσεις Γεωρβασάκης, Χανιά 2009, σελ.164] Συχνά έχουμε την τάση να αναζητούμε ίχνη της οικογένειάς μας πίσω στο χρόνο, και
από έμφυτη περιέργεια, αλλά και επειδή ο δρόμος που ακολουθούμε αναδιφώντας στις ρίζες
μας συντελεί στη συμπλήρωση όχι μόνο της ατομικής αλλά και της συλλογικής μνήμης. Όταν,
λοιπόν, πριν από αρκετά χρόνια, επιχείρησα να αναζητήσω τα χνάρια της δικής μου
οικογένειας διαπίστωσα ότι ήδη από το 1671 υπήρχε κάτοικος με το επώνυμο Βοσκάκης
(Miheli Boskaki) στο χωριό Βαθιακό Αμαρίου (βλ. Ευαγγ. Μπαλτά – M. Oğuz, «Το
Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου», συνέκδοση Ε.Ι.Ε. & Ι.Λ.Ε.Ρ, Ρέθυμνο 2007, σελ.
392), η ύπαρξη του οποίου εύλογα μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποτελεί τον
πρόγονο των Βοσκάκηδων της –σε κοντινή απόσταση (3,5 χλμ)- Νίθαυρης, όπου γεννήθηκε
και ο παππούς μου Ιερώνυμος (Γερώνυμος) Βοσκάκης, που αργότερα εγκαταστάθηκε στις
Κουρούτες. Την ίδια περίοδο (1671), και σύμφωνα με την ίδια κτηματολογική πηγή (σελ. 249),
ένας ακόμη Βοσκάκης (Manol Voskaki) εμφανίζεται να κατοικεί στα Λαγκά Μυλοποτάμου.
Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, Βοσκάκηδες πολέμησαν στην περιοχή του Ρεθύμνου,
υπό τους Σφακιανούς οπλαρχηγούς Δεληγιαννάκηδες, όπως προκύπτει από έγγραφα που
φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Απόγονοί τους αγωνίστηκαν σε επόμενες
πολεμικές αναμετρήσεις μέχρι και το Έπος του ’40, καθώς και κατά τη γερμανική κατοχή, ως
μέλη της Εθνικής Αντίστασης.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, την Τρίτη 13 Απριλίου 1943, μια μέρα
μετά τη νικηφόρα είσοδο των Ιερολοχιτών του Συνταγματάρχη Τσιγάντε στην πόλη Σους της
Βορείου Αφρικής, οι Γερμανοί εκτέλεσαν στη Αγιά Χανίων το Δημόκριτο Μιχ. Βοσκάκη
(1917-1943), το νεαρό λυράρη και γοργοπόδαρο αγγελιοφόρο της Aντίστασης από τη
Νίθαυρη, καταδικασμένο δις εις θάνατον, τον οποίο είχαν συλλάβει στη Σάτα το 1942 -μετά
από προδοσία- και είχαν κλείσει στις αγροτικές φυλακές της Αγιάς. 143 μέρες αργότερα, την
Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1943, την ίδια μέρα που οι συμμαχικές δυνάμεις έκαναν απόβαση
στην Ιταλία, οι Γερμανοί σκότωσαν στη θέση Τραπέζα -λίγο πιο πάνω από το πρινόδασος
Παρδί του Ψηλορείτη- δυο νέους από τις Κουρούτες που δεν υπάκουσαν στις εντολές τους. Ο
ένας ήταν ο Μιχάλης Ιερ. Βοσκάκης (1926-1943), αδερφός του πατέρα μου, βοσκός, με
έφεση και στην ξυλογλυπτική, που βρισκόταν εκεί προσέχοντας τις κατσίκες του. Ο άλλος
ήταν ο Μιχάλης Ιωσ. Καπελώνης (1920-1943) και είχε ανεβεί ως εκεί με κίνδυνο της
ζωής του για να του πάει φαγητό. Από την παιδική μου ηλικία άκουγα τον πατέρα μου να
διηγείται την ιστορία της απώλειάς τους. Με την άνανδρη δολοφονία τους χτυπήθηκε σκληρά
και η οικογένεια του παππού μου από τη ναζιστική θηριωδία. Μα και ποια ελληνική
οικογένεια δεν έχει προγόνους που με το αίμα τους πότισαν το δέντρο της λευτεριάς;
Με τους στίχους που ακολουθούν αποδίδεται φόρος τιμής στους τρεις
προαναφερόμενους, και μέσω αυτών σε όλα τα θύματα της περιόδου της γερμανικής κατοχής
στην Κρήτη:
Στου Ψηλορείτη τ’ ανάπλαγα που γιτσικά γυρίζουν,
και τω μ-προβάτω ταχτικά τα λέρια κουδουνίζουν,
βοσκοί τα κουμαντέρνουνε, σβέλτα τα οδηγούνε,
στση μάντρας η-τον κόκκαλο τ’ αρμέγουνε, και ζούνε
εις τα μιτάτα τ’ αοριού, στω μ-πρίνω τη σκιανιάδα,
κ’ εκειά βοσκοί ανάβανε τση λευτεριάς τη δάδα.
Στη γ-καταχνιά τση κατοχής που οι ναζιστές ρημάζα,
πέρ’ από κάθε λοϊσμό εγκλήματα ορδινιάζα,
του Ψηλορείτη οι βοσκοί, κι όχι εκεινά μόνο,
χρυσές σελίδες γράψανε μ’ αίμα, περίσσο πόνο.
Αλήθιο πολλοί ακλουθήσανε τση λεβεντιάς τ’ αχνάρια,
μα ’γω επαέ θυμίζω σας τρία νέα παλληκάρια·
τρεις από διπλανά χωριά, Νίθαυρη και Κουρούτες,
γι’ αυτούς θα σασε δηγηθώ εις τσι γραμμές ετούτες.
Κι οι τρεις νεκροί επέσανε η-το Σαραντατρία,
εις την καρδιά τση κατοχής, ήρωες στα θηρία.
Μα οι πλια πολλοί που γυρού-γυρού στην Ίδη αγωνιστήκα,
ή άναντρα σκοτωθήκανε, σε μνήμες εσωθήκα·
κι οι μνήμες εμπήκανε στο χαρτί, γενήκαν και τραγούδια,
που η Ιστορία κουβαλεί στου χρόνου τα μασούρια.
Ο ένας, ο Δημόκριτος, ο Κριτός η-του Μιχάλη,
-Νιθαυριανός- κατέχασί ντονε καλά καλό λυράρη.
Στην εθνική αντίσταση τον είχαν ταχυδρόμο,
ούλη την Κρήτη εγύριζε, γοργά ‘κοβενε δρόμο.
Ξενομπάτης τονε πρόδωσε, σαν το έχνος τονε μπουζάσα,
και στση Αγιάς η-τη φλακή ντελόγο τονε μπάσα.
Στσι δεκατρείς του Απριλιού κάννες ομπρός του εμέτρα,
ναζί τον εχτελέσανε απού τα έξε μέτρα.
«Τον αντρειωμένο μη τον κλαις», σαν ήταν και λυράρης,
τραγούδι σκέψου και χορό το μ-πόνο ν’ αλαργάρεις.
Ετουτονά και ο Κριτός παρόμοια έγγραψέ ντο,
με μαντινάδες στη μάνα ντου πρι μ-ποθάνει έπεψέ ντο.
Βιτσίλα χαμηλοπετά, μπόλικους κύκλους κάνει,
στη μπίκα τάξε πως κρατεί το δάφνινο στεφάνι.
Η Δόξα στην Κρήτη εδά μηνά: «Αθάνατος! Γενναίος!»,
στη μ-πατρίδα ο νιος ηρωικά το έκαμε ντο χρέος.
Δυο σύνομοι, οι Μιχάληδες Γερώνυμου και Σήφη,
-Κουρουθιανοί- όθε ντο Παρδί «επλερώσανε τη νύφη».
Τρεις ήτονε του Τρυγητή που επέταξ’ η ψυχή ντως,
πάνω απ’ του Ψηλορείτη τσι κορφές, κι άφηκε ντο κορμί ντως.
Στο φρούδι εκειά του χαρακιού που λέγεται Τραπέζα,
κοντσέρτο εξεκίνησεν’ και πολυβόλα επαίζα·
γιατί δεν υπακούσανε μα πλια ψηλά ανεβήκαν,
στσι ορισμούς τω Γερμανώ· σε λάθος ζώνη εμπήκαν.
Κατέχα ντο πως «Καλλιό ‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή…»,
πως καλλιά ξεγελάς στ’ αόρι σκλαβιά και φυλακή.
Μιαολιά ώρα ο σκύλος αλυχτά, μα οι γ-αίγες δε βελάζουν,
κι ούλα τ’ αγρίμια τ’ αοριού εις τσι σπηλιές λαγάζουν·
σα μαύρο πέπλο βαθιά σιγή έπεσενε στη φύση,
σωπά κι ο κόσμος του βουνού, τσι νέους να τιμήσει.
Μπροσωρινό ‘ναι, η ζωή στο τέλος θα νικήσει,
σ’ αναμεσάδ’ απ’ το αίμα κόκκινη ατίταμος θ’ ανθίσει.
Και του αέρα η πνοή στο θρόισμα τω φύλλω,
χαμπέρι πέμπ’ ηρωισμού σε κάθ’ οχτρό και φίλο.
Μα δεν εγίνη ο σκοτωμός θυσία «επί ματαίω»,
τσ’ Αμπαδιώτες εχαλύβδωσε σάμε τον τελευταίο.
Ανε δοξάρι λυρατζή στο μνήμα συνοδεύγει,
χίλια δοξάρια θ’ ακουστούν· η λευτεριά κοντεύγει.
Κι ανε βοσκώ καταχτητής τη ζωή ‘χει καταλύσει,
λέρια στ’ αόρι θ‘ ακούγουνται, όσο κι αν εμποδίσει·
σάμε τα λέρια σήμαντρο να κάμουνε, σα θάμα,
που θα χτυπά πλια βροντερά τση λευτεριάς καμπάνα.
Παλληκαριώ η-το χαμό αθρώποι κι α(ν) μ-πενθούνε,
του χρόνου τη δικαίωση οι διάξες ντως γροικούνε.
Σφαίρες που άναντρα κόψανε γενναίω αντρώ τη ζήση,
ήρωες καταστέσανε που η Κρήτη θα υμνήσει·
δεν ήτανε μόνο λεβεντες νιοί μα και γυναίκες ομάδι,
κοπέλια και μωρά παιδιά, μέρα ‘τονε γη βράδυ·
και γέρους μπαλοτάρανε, όπως στην Κάτω Βρύση,
το Γιώργη Σαρρή που ελάλιενε τα οζά ντου να ποτίσει.
Του Ψηλορείτη αετοί στου ντουφεκιού τη δίνη,
ψηλά θα παραμείνετε στση μνήμης το καμίνι·
για να μασε θυμίζετε πως η ελευτερία,
μ’ αγώνες κ’ αίμα ευδοκιμεί στου χρόνου τη μ-πορεία.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ
(η) αίγα = η κατσίκα
αλαργάρω = απομακρύνομαι
αλήθιο = αληθινά
αλυχτά = γαβγίζει
(ο) Αμπαδιώτης, -ώτισσα = ο κάτοικος της περιοχής που είναι γνωστή με την ονομασία Αμπαδιά
τουλάχιστον από το 18ο
αιώνα (την αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Olivier που περιηγήθηκε στην Κρήτη
το 1774), και σύμφωνα με τον ιστορικό Κων/νο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891) αποτελείται από δώδεκα
χωριά. Όλα, εκτός από ένα (το Κλήμα, στη Δ.Ε. Τυμπακίου του Δήμου Φαιστού), βρίσκονται σήμερα
εντός της Δ.Ε. Κουρητών του Δήμου Αμαρίου. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι Κουρούτες και η Νίθαυρη.
Τα υπόλοιπα είναι: Αγία Παρασκευή – Άγιος Ιωάννης -Αποδούλου – Άρδακτος – Βαθιακό – Λοχριά –
Πλάτανος – Ρίζικας – Σάτα.
(η) αναμεσάδα = το ενδιάμεσο μέρος, διάκενο
(τα) ανάπλαγα = οι βουνοπλαγιές
(ο) ατίταμος = ο δίχταμος, έρωντας (είδος βοτάνου της Κρήτης)
(η) βιτσίλα = ο χρυσαετός της Κρήτης
(τα) γιτσικά = τα κατσίκια
γροικώ = ακούω
(η) διάξη = η πράξη, συμπεριφορά, το κατόρθωμα,
εδά = τώρα
εκεινά = εκείνοι
επαέ = εδώ
ετουτονά = αυτό
(το) έχνος = το ζώο, ζωντανό
(το) θάμα = το θαύμα
καλλιά = καλύτερα
καταστένω = δημιουργώ, κάνω κάτι
κατέχασί ντονε = τον ήξεραν, τον γνώριζαν
(ο) κόκκαλος τση μάντρας = η ξερολιθιά δεξιά και αριστερά της ποιμενικής μάντρας που καταλήγει σε
στενό άνοιγμα
κουμαντέρνω = διευθύνω, κατευθύνω
λαγάζω = ηρεμώ, καταλαγιάζω
λαλώ = οδηγώ, πάω
(το) λέρι = το κουδούνι ζώου
(ο) λοϊσμός = ο λογισμός, η σκέψη
μαθές = ασφαλώς, βέβαια
μασε = μας
(το) μασούρι = το κομμάτι από καλάμι όπου τυλίγεται το νήμα για την ύφανση, κουβαρίστρα (και άλλα
αντικείμενα με παρόμοιο σχήμα)
μηνώ = στέλνω μήνυμα
μιαολιά = λιγάκι
(το) μιτάτο = το κατάλυμα των βοσκών όπου γίνεται η τυροκόμηση
μπαλοτάρω = πυροβολώ
(η) μπίκα = η μύτη (πτηνού, μολυβιού)
μπουζάζω = δένω, κυρίως ζώο, ενώνοντας όλα τα πόδια του μαζί. Στην περίπτωση ανθρώπου εννοούμε
δέσιμο χειροπόδαρα
ντελόγο = αμέσως
(ο) ξενομπάτης = ο επισκέπτης από άλλο τόπο, αλλοδαπός
(το) οζό = το ζώο
όθε = προς
ομάδι = μαζί
ορδινιάζω = ετοιμάζω
(το) παλληκάρι = η λέξη αναγράφεται σύμφωνα με την υπόδειξη στο λεξικό του Εμμ. Κριαρά και όχι στην
απλοποιημένη της μορφή (παλικάρι)
πέμπω = στέλνω
πλια = πιο, πιο πολύ
(ο) σύνομος, -η, -ο = ο συνονόματος
τάξε πως = σαν, ωσάν
(ο) Τρυγητής = ο Σεπτέμβριος
(η) φλακή = η φυλακή
(το) φρούδι = το μικρό επίπεδο μέρος σε γκρεμό, πάτημα
(το) χαμπέρι = το μήνυμα, η είδηση
(το) χαράκι = ο μεγάλος βράχος

 

 

Αριθμός Προβολών: 204