Αυτοί που φεύγουν, ο καθένας ξεχωριστά,  με τον τρόπο του, κάτι έχει αφήσει στη μνήμη μας.  Όσοι έχουμε μεγαλώσει μαζί τους, κάτι τους χρωστάμε  από όσα μας συνδέουν με αυτόν τον τόπο  
Στον Αντρέα εγώ χρωστώ το μεγαλύτερο μέρος  της σχέσης μου με την αίσθηση του χιούμορ.
Στις σκληρές συνθήκες ζωής των δεκαετιών 40-50-60, ο αυτοσαρκασμός η διακωμώδηση  της δυστυχίας,   η ειρωνεία,  ο περιπαικτικός λόγος,  αποτελούσαν ζωογόνο αντίδραση και αναγκαία  συνθήκη επιβίωσης.
Το έμφυτο ταλέντο του Αντρέα  στην αφήγηση, τη μίμηση, τις πνευματώδεις ατάκες, τις σατυρικές ρίμες, του επέτρεπαν να προσφέρει τα παραπάνω σε υψηλή ποιότητα,  με λεπτό υπαινικτικό χιούμορ. Ο έμμετρος σχολιασμός  γεγονότων όπως π.χ.η «απώλεια γαϊδάρου» από …υπερσιτισμό!   και οι αντιδράσεις προσώπων που συνδέονταν με αυτά, η αφήγηση ευτράπελων περιστατικών   με τις αντίστοιχες μιμήσεις, αποτελούσαν το περιεχόμενο αυτοσχέδιων παραστάσεων,  τακτικής ψυχαγωγίας των Κουρουθιανών . Ψυχαγωγίας ως προϊόν άμεσης αυτενέργειας  από τα υλικά του τόπου όπως έφτιαχναν το ψωμί τους, όπως έκτιζαν το σπίτι τους.  
Από μικρός είχε την τάση να δημιουργεί κωμικές καταστάσεις και να τις διηγείται με την κατάλληλη ανασύνθεση σαν επαγγελματίας κωμικογράφος.
Ωραια ιστορία  σαν κινηματογραφική σκηνή,  είναι εκείνη που είχε βάλει τον βαρήκοο πατέρα του τον γερο Γληγόρη  και την θειά του  Ελένη να κυνηγάνε ο ένας τον άλλο από τις Κουρούτες ως τη Νίθαυρη.  Τι συνέβη.  Η Ελένη που ήτανε παντρεμένη στο Ρέθυμνο με τον οπτικό Μαθιουδάκη ( έπαιζε και λύρα που την χάρισε στον Νουκομιχάλη  παλιά με καμπαναριό αλλά δεν σώζεται) είχε έρθει στο χωριό και κανονίσανε με τον Γληγόρη να επισκεφτούνε τη άλλη αδερφή  την παντρεμένη στη Νίθαυρη με τον Αλεβιζογιάννη. Το πρωί βγαίνει ο Γληγόρης στην αυλή και περιμένει την Ελένη να αναχωρήσουνε  «αλά μπρατσέτα» αλλά ο Αντρέας του λέει πως η Ελένη έφυγε,- κακή συνεννόηση. Τρέχει ο Γληγόρης να φτάσει την Ελένη. Σε λίγο βγαίνει  η Ελένη από του Χαρίδημου την αυλή, που είν ο Γληγόρης Αντρέα;       
Θαρεί πως έφυγες και τρέχει να σε φτάσει-κακή συνεννόηση.  Τρέχουν στο κάμπο  μπροστά ο Γληγόρης με τη κατσούνα και φωνάζει Ελένη.  πίσω η Ελένη με το παρασόλι και φωνάζει στον κουφό Γληγόρη    και στο δώμα ο Αντρέας να κάνει χάζι.
 
Παρτενέρ του στην πρώτη περίοδο  ήταν ο – μακαρίτης  από χρόνια – ξάδερφος του Διογένης. Οι σπαρταριστές αφηγήσεις είναι πολλές,  όπως εκείνη  που παρίσταναν τα μέντιουμ και αναστάτωσαν το χωριό. Οι μυημένοι διασκέδαζαν με τις αφελείς αντιδράσεις του κοινού. Οι παραστάσεις σταμάτησαν όταν κάποιοι το πήραν στα σοβαρά και απείλησαν με μηνύσεις.
Ή εκείνες από τα καταναγκαστικά έργα στο Τυμπάκι  πώς ο Μύρος μάζωνε τσι ψείρες σε ένα μασούρι και τσι φύσανε στον σβέρκο του Γερμανού επιστάτη, η πως στείλανε ένα χωριανό τους  να γυρέψει ψωμί από τον Γερμανό  σιτιστή, που τάχα μου το μοίραζε – ίντα θα του πώ, – θα του πείς, καμαράτ φικ φικ!!. Ω τον κακομοίρη, πάνω στο ζόρι κατάλαβε πως κάτι δεν είπε σωστά  κι άρχισε να  ψελίζει, – κακακαμαρατ ψωψωμί το λέμενε εμεις.
Ό Διογένης μετακόμισε στο Ρέθυμνο   για καλύτερες συνθήκες ζωής κοντά στον αδερφό του Μιχάλη που διατηρούσε κατάστημα «οπτικών και ωρολογίων». Η παρέα στο χωριό, σε φρικτές ανέχειας, προσέβλεπε στον   Διογένη  σαν σε θειο από Αμερική. Μια επιστολή  για βοήθεια περιείχε έμμετρες ικεσίες και γαλιφιές., Θυμούμαι μερικά στιχάκια.   
Πες μου καλέ μου άνθρωπε πες μου σοφέ Διογένη
Όταν φτωχύνει ο άνθρωπος τι  μέλλεται να γένει
Όταν δεν έχει μια δραχμή να πλερωθεί ο καπνός του
Πρέπει να ενδιαφέρεται κανένας εδικός του
……..
πούναι το νάμιν του ( η φήμη)  γνωστό σ΄ουλα τα ξενοχώρια
πούναι ψηλός και αδύνατος και που πουλεί ρολόγια  ( ο Διογένης)
…….
απ έξω ο φάκελος έγραφε –« Προς της Φρειδερίκης το ταίρι,  μα,,, να αμολάρει και το χέρι»
Ο Διογένης ανταποκρίθηκε στέλνοντας ένα πακέτο τσιγάρα  διακοσμημένο με μια γαϊδουροκεφαλή για να πάρει την «ευχαριστήρια» απάντηση
Το δώρο σου  το λάβαμε ήταν απλό και σκέτο
Με τη φωτογραφία σου απάνω στο πακέτο
Σε αυτή την περίοδο παρτενέρ του ήταν ο Γερονυμομανόλης – ζωή νάχει – Μαζί έκαναν τις «πλάκες» όπως εκείνη στον Λιτιναντώνη. Από βραδίς  εκσφενδόνιζε τη ψόφια κότα του στη λιβάδα ακούγοντας μια απόκοσμη φωνή –μηηηηη-  Το πρωί την ξανάβρισκε στον στάβλο ερμηνεύοντας το γεγονός ως κακό σημάδι.  
 
Όταν κατά το τέλος της δεκαετίας του 60 ηλεκτροδοτήθηκε η περιοχή,  το ρεύμα  έφτασε πρώτα στον Φουρφουρά. Χωρατατζήδες οι Φουρφουριανοί, σε καλές σχέσεις με τους Κουρουθιανούς,  έστειλαν στις Κουρούτες ως περιπαικτικό δώρο ένα λύχνο, για να λάβουν την απάντηση.
Το λύχνο τον επήραμε κ ΄ήταν   ξεφτιλισμένος
Κοντό (κοντολογίς) έτσά΄ ν και το χωριό απού΄τον κρεμασμένος;

Αυτά και άλλα πολλά θα έχω στη μνήμη μου από σένα Αντρέα, και έτσι θα σε θυμούμαι.
Α.Ν.

Αριθμός Προβολών: 5