Του Μιχάλη Γ. Βοσκάκη
Τα καφενεία του κρητικού χωριού, όπως άλλωστε και κάθε ελληνικού χωριού -εκτός των πολύ μικρών οικισμών όπου δεν υπάρχουν καφενεία- βρίσκονται συνήθως γύρω ή κοντά στην κεντρική πλατεία του και εκτός από τόπο ξεκούρασης και χαλάρωσης των κατοίκων του από τις καθημερινές εργασίες αποτελούσαν ανέκαθεν και τόπο πολιτισμικής αλληλεπίδρασης που παλιότερα κυρίως, εκτός από ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων για όσα συνέβαιναν στο χωριό, περιελάμβανε και διάβασμα εφημερίδας τοπικού ενδιαφέροντος που προμηθευόταν καθημερινά το καφενείο, αλλά και στιγμές κεφιού και διασκέδασης, με χωρατά, μαντινάδες, και ενίοτε χορούς, που τις περισσότερες φορές προέκυπταν απρογραμμάτιστα και έκαναν αξέχαστη την παραμονή των θαμώνων τους στο χώρο.
Οι παρακάτω στίχοι, γραμμένοι στο κρητικό ιδίωμα, είναι εικόνες των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων από τα καφενεία των Κουρουτών Αμαρίου της δεκαετίας του 1970. Στις περιόδους σχολικών διακοπών, τις απογευματινές ώρες, μαζευόμασταν και παιδιά στα καφενεία για να παίξουμε σκάκι και ντάμα ή για να δούμε τηλεόραση, που ιδίως στις αρχές εκείνης της δεκαετίας υπήρχε μόνο σε αυτά, και μάλιστα με δυνατότητα συντονισμού σε ένα μόνο κανάλι, από κεντρική κεραία στημένη στο Χάρακα Ηρακλείου. Πολύ νωρίς, σε ηλικία 8-9 χρονών (το 1972-1973), κυρίως λόγω τη συγγένειας της αείμνηστης γιαγιάς μου με τον Αναστάση Κατσούγκρη που ήταν αδερφός της, βρέθηκα στο αντιπροσωπευτικό παλιό κρητικό καφενείο του αρκετές φορές, σε βραδινές ώρες, παρακολουθώντας μαζί της και με άλλους συγχωριανούς την σειρά του Ε.Ι.Ρ.Τ. «Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο»:
Στου Πέτρου, στου Χαρίδημου, στου μπάρμπα τ’ Αναστάση,
στα καφενεία τω γ-Κουρουτώ η σκέψη κάνει στάση·
στου Νουκομιχάλη πλια ύστερα και στου Μανελογιάννη,
στη μ-πλατέα και στσι πόρους τση ο λοϊσμός με βγάνει.
Από ‘κειά, στο κέντρο τση ζωής τω μ-παιδικώ μου χρόνω,
έχω καλή κληρονομιά, μα τσ’ αναμνήσεις μόνο·
απού ‘παιζα και γύριζα από μικιό κοπέλι,
κι α(ν) μ-πάει να ξεχάσει το μυαλό, η ψυχή μαθώς δε θέλει·
μα παίζει μια και άξαφνα στένει το χοροστάσι,
που οι θύμισες χορεύγουνε κι ο νούς δε θα τσι χάσει.
Θωρώ με τα μάθια τση ψυχής το γέρο-Αναστάση,
διασκελίζει το κατώφιλιο και πάει να περάσει.
Τη γυναίκα ντου Παρασκευή οπίσ’ απού το τεζάκι,
μια μ-πόρτα ήτα’ ντο σπίτι τζη· δίπλα ‘χε ντο κονάκι.
Θωρώ και την ξυλόσομπα, τσι τάβλες απού τρίζουν,
οντε στιβάνια χορευτώ στα πάσα τσι ζορίζουν.
Δίπλα στη μ-πόρτα, οξώπαντα, τον Κατσουγκρογιώργη,
μαζί με το Μαρκόκωστα και το Λιτινογιώργη.
Ο τοίχος από πάνω ντωνε ήτονε η οθόνη,
που σινεμά ‘δα πρώτη φορά, τση τέχνης το σεντόνι.
Εκειά ‘δα το πρώτο ρεσιτάλ εις την ηθοποιία,
τον Ορέστη Μακρή στο «μεθύστακα»· ασπρόμαυρη ταινία.
Απού τ’ Αναστάση απέναντι, στου Πέτρου Στεφανάκη
το καφενείο, ντάμα έπαιξα μα και ωραίο σκάκι.
Θυμούμαι και το γ-καμπανό εις το παντοπωλείο,
που ο ιδιοκτήτης είχενε πλάι στο καφενείο.
Κοπέλια οντε ντα κάλαντρα ελέγαμεν’ ομάδι,
εκειά με παράδες ύστερα ανταλλάσσαμε ντο λάδι.
Πάλι στον τοίχο απάνω θωρώ την Ελλάδα εις το χάρτη,
από πόλη σε πόλη βρίνομαι, το νου κάνω αντάρτη.
Το Βαγγέλη με τη λύρα ντου στο κέφι χωριανούς να βγάνει,
«και του χρόνου να είμεθα καλά· και θα είμεθα», τη μ-πρόποση να κάνει.
Να διαβάζει θωρώ τον Κοκολιό τα νέα του Ρεθέμνου,
φιλομαθείς είν’ οι Κρητικοί, όρια στη γνώση δε στένου.
Κι απόκειας στου Χαρίδημου και στου γέρο-Μουρτζανάκη,
στον απάνω πόρο τση πλατέας του χωριού, ανάδια στο βρυσάκι.
Γιαννακόκωστας, Γερώνυμος, καφέ πίνουν απόξω,
και άλλοι πρέφα παίζουνε, χτυπά τση χαράς το τόξο.
Στου Νουκομιχάλη τη μουρνιά, γύρω απού το πετράδι,
απομεινάρι φάμπρικας, σουβλάκι τρώω βράδυ.
Ο Λαδομανώλης κάθεται, τα χωρατά ντου λέει,
κι ο κόσμος που τονε γροικά απού τα γέλια «κλαίει».
Κ’ ύστερα στο μ-πόρο τση Λυγιάς, εις του Μανελογιάννη,
παρέα ‘ρχινά, το αίμα μου βράζει σα ντο καζάνι.
Εκειά ‘νοίγω κασετόφωνο απού ‘χει μπαταρία,
ο Κριτσωτάκης τραγουδεί τη «μαύρη προδοσία».
Θωρώ και τηλεόραση πάλι στα καφενεία,
ένα γ-κανάλι ασπρόμαυρο, χρώμα βάν’ η φαντασία·
«άνθρωπο δίχως πρόσωπο», «Λάσση» που σπουδαία κάνει,
πυραύλους στο διάστημα, «Στρογκώφ» και Διακογιάννη.
Βυσσινάδα, γαζόζα και μπυράλ, λουκούμι και βανίλια,
η Στελιανή περνά με τσ’ αϊλιές όξω απ’ τα καφενεία.
Κουκούλια του πολιτισμού, μ’ άξους αθρώπους γεμάτα,
τω γ-Κουρουτώ τα καφενεία ήτονε· εγώ ετσά εζησά τα.
Ο χρόνος που δυο ‘χει σεβαστεί το θεσμό δε θα νικήσει,
οι θαμώνες κι α(ν) λιγοστέψανε το καφενείο δε θα σβήσει.
–
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
(η) αϊλιά = η αγελάδα
ανάδια = απέναντι
απόκειας = μετά, ύστερα
γροικώ = ακούω
διασκελίζω = δρασκελίζω
εκειά = εκεί
θωρώ = βλέπω
(ο) καμπανός = το καντάρι (είδος ζυγαριάς)
(το) κατώφιλιο = το κατώφλι
(ο) λοϊσμός = ο λογισμός, η σκέψη
μαθώς (μαθές) = ασφαλώς, βέβαια
(ο) μικιός, -ή, -ό = ο μικρός
(το) μπυράλ = κρητικό γλυκό αναψυκτικό τύπου cola
ντωνε = τους
ομάδι = μαζί
όντε = όταν
οξώπαντα = η έξωτερική πλευρά (του καφενείου στην προκειμένη περίπτωση)
οπίσω = πίσω
(το) πάσο = το ζάλο, χορευτικό κόλπο
(το) πετράδι = ογκώδης στρογγυλή πέτρα, συνήθως ελαιοτριβείου (ή αλωνιστική), με τρύπα στη μέση για το πέρασμα άξονα
(η) πλατέα = η πλατεία
πλια = πιο, πιο πολύ
(ο) πόρος = το πέρασμα
‘ρχινώ (αρχινώ) = αρχίζω
στένω = στήνω
(το) τεζάκι = ο πάγκος καφενείου τζη = της