Αναδημοσίευση από : madeincreta.gr

Μένει από ανθρώπους και μια άλλη κοινωνία και αργοσβήνει στη μοναξιά της!

Από το… μπαλκόνι της κοιλάδας του Αμαρίου και στην «ψυχή» της αρχαίας Συβρίτου, στο χωριό Καλογέρου οι ρούγες… ανάπνευσαν  και αυτό το καλοκαίρι με το αυγουστιάτικο προσκύνημα των ξενιτεμένων! Τα σπίτια, μετά τη… σιωπή του χειμώνα, άνοιξαν και πάλι και μπήκε ο αέρας του Ψηλορείτη. Μα αυτές τις μέρες που φεύγουν και οι τελευταίοι «χωριανοί τση Αθήνας», το χωριουδάκι δείχνει να ξαναμπαίνει στους γνώριμους ρυθμούς της μοναξιάς τους. Αλλά και κάποιοι δεν θα βάλουν ξανά το κλειδί στην πόρτα για να ανοίξουν το αρχοντικό τους γιατί «αποχαιρέτησαν» οριστικά . Έμειναν, μπορεί και ογδόντα… φύλακες που θα γίνουν περισσότεροι κάποιες μέρες της βδομάδας γιατί οι παλιοί που ξενιτεύτηκαν στις πόλεις της Κρήτης, θα «φανούν» ως επισκέπτες να πάρουν… ζωή σαν τους καλούν οι ρίζες τους…

Θα φανεί, ας πούμε, ο Αντώνης Κοτζαμπασάκης από το Ηράκλειο, αλλά και ο ξυλουργός Παύλος Ποτάκης από το Ρέθυμνο για να… ανασάνουν στα πατρογονικά τους, να βγουν στα χωράφια με τις καλλιέργειες τους  και ο νους τους να… «πετάξει» στις μνήμες των πολυδουλεμένων τους χρόνων της παιδικής και εφηβικής τους ζωής. Μέσα στην ερημιά του δρόμου αλλά και στα σοκάκια τα καφενεία όλα, ήταν και πέντε στους καιρούς της άνθισης, σφάλιξαν οριστικά και αναγκαστικά τους επισκέπτες θα τους πάρουν στα σπίτια τους οι άνθρωποι που έμειναν…

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΤΗΝ… ΦΤΩΧΙΑ ΤΟΥΣ

Από τις διακόσιες πόρτες που ήταν ανοιχτές μέχρι το 1965 που άρχισε η μετανάστευση, σήμερα πια ανοίγουν κάποιες δεκάδες και τότε «η κάθε πόρτα είχε από έξι έως δέκα άτομα, παιδιά και γονείς». Στην «Κάτω Ρούγα» με τις πολλές φωνές που… τραγουδούσαν τη φτώχια τους και τον αγώνα της επιβίωσης, από τους πενήντα του πληθυσμού της παρέμειναν όλοι κι όλοι δέκα από τις οικογένειες Τριποδιανού, Τσιουδάκη, Θωμαδάκη, Δραμιτινού και Κοτζαμπασάκη. Η καρδιά σου σε σφίγγει και νιώθεις ο κατήφορος της εγκατάλειψης να μην έχει σταματημό! Το μικρό σοκάκι τον πιο πολύ καιρό μένει στην ορφάνια!
«Εδώ είναι η ζωή μου» ακούς από τον ξυλουργό Παύλο Ποτάκη, που έρχεται «τουλάχιστον μία φορά τις δέκα ή δεκαπέντε μέρες από το Ρέθυμνο», που είναι εγκατεστημένος με την οικογένειά του. «Έρχομαι και ξανανιώνω» ανοίγει την καρδιά του καθώς στη γαλήνη του πρωινού αγναντεύει τη  σιγαλιά της αμαριώτικης κοιλάδας. «Έρχομαι με τη γυναίκα μου, κάνω μια βόλτα στην περιουσία μου και στη γη που μας έθρεψε. Αυτά τα χώματα μας ζουν ακόμη εμάς που η μοίρα μας πήγε στις πόλεις και μπορούμε και ερχόμαστε να καλλιεργήσουμε…  Μα και στο Ρέθυμνο, το λέω αλήθεια, ο νους μου γυρίζει κάθε μέρα στο Καλογέρου και μια μέρα θα έρθω εδώ για να περάσω τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου… Αισθάνομαι να με προσκαλεί για να με πάρει στα σπλάχνα του…»

 Κι όμως! Κάθε φορά, φτάνοντας ο συνταξιούχος τεχνίτης του έπιπλου στην «Κάτω Ρούγα», παίρνει παράταση όσο κι αν «το χωριό ζει στη μοναξιά του» και ο ίδιος ας  βυθίζεται στη θλίψη αναπολώντας τις μέρες τις ζωντάνιας που ήταν «βουτηγμένες» στην ανέχεια. «Μα τότε οι άνθρωποι, ας ήταν φτωχοί, γεννοβολούσαν και ζούσαν γιατί δούλευαν και τα χωράφια απέδιδαν», γυρίζει στις σκληρές εποχές του. «Τώρα και τα πουλιά χάθηκαν και κανείς δεν σπέρνει…», προσθέτει.

ΟΥΤΕ ΜΑΘΗΤΗΣ ΟΥΤΕ ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Παιδί της κατοχής ο κ. Ποτάκης, γεννήθηκε στο δεύτερο χρόνο της γερμανικής επικράτησης και είναι το ένα από τα έξι αδέλφια της οικογένειας. Στη θύμησή του από την περίοδο της ναζιστικής υποδούλωσης, μένει η μέρα που ως βρέφος στην αγκαλιά της μητέρας του Ελένης, οδηγήθηκε η ίδια για την «υποχρεωτική εργασία» στα κτήματα της Σχολής Ασωμάτων που διαχειρίζονταν οι κατακτητές. «Φτάνοντας στη Σχολή», του διηγούνταν μεγαλώνοντας η μάνα του, «ένας Γερμανός αξιωματικός, φαίνεται, τη λυπήθηκε με εμένα μωρό στην αγκαλιά της και μας γύρισαν στο χωριό».

Στο… μπαλκόνι, λοιπόν, της αρχαίας Συβρίτου έχει τις πολλές αναμνήσεις του ο Παύλος Ποτάκης. Σήμερα στο χωριό παιδική φωνή και κλάμα μωρού δεν ακούγεται! Το δημοτικό σχολείο απορροφήθηκε από το αντίστοιχο που μάζεψε και τα υπόλοιπα της περιοχής και πλέον οι λίγοι που απόμειναν, θυμούνται σαν… όνειρο πως «τότε με δάσκαλο τον Αριστείδη τον Λαϊνάκη από τη Βισταγή οι έξι τάξεις είχαν 62 μαθητές…» Τώρα ούτε μαθητής ούτε δάσκαλος!!!

Αριθμός Προβολών: 1