Σαββάκη Στυλιανή το γένος Ιερωνυμάκη 81 ετών (6/11/1939 – 12/12/2020)
Άλλη μια μάνα, από τις μανάδες του κόσμου
σήμερα αναχωρεί για το τελευταίο ταξίδι,
Σήμερα το ταξίδι αυτό, είναι για σένα μάνα.
Και όποιος φεύγει, ειδικά για πάντα, τον αποχαιρετούν
Και πως;
Με ποια λόγια να σ ‘αποχαιρετήσω μάνα!!
Τίνος λαού αλφάβητο
ποιες λέξεις να ταιριάξω
για να χωρέσουν όλα αυτά
που ‘χω για σε να γράψω;
Και όμως είναι αλήθεια. Δεν υπάρχουν λόγια να περικλείσουν την αγάπη
τη στοργή και την προσφορά μιας μάνας. Απέραντα όλα.
Και στο απέραντο τελειώνουν, εξαντλούνται όλες οι λέξεις
και μένουν μόνο οι σκέψεις, τα συναισθήματα.
Γι’ αυτό αγαπημένη μας μάνα, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα μια λέξη
θα πούμε για σένα μέσα από την ψυχή μας:
Σ’ ευχαριστούμε.
Ευχαριστούμε που μας έφερες στη ζωή και διέθεσες όλη τη ζωή σου για μας, έως τέλους.
Που μας ανέθρεψες με τον πατέρα μας εμφυσώντας μέσα μας και με το παράδειγμα σας,
ότι ηθικότερον. Κύριος στόχος σας ήταν η μόνιμη, σταθερή, σωστή διαμόρφωσή μας και η
διαρκής βελτίωση και εκπαίδευση μας.
Σ’ ευχαριστούμε για τις συμβουλές σου, που πάντα με οξυδέρκεια και προορατικό
τρόπο μας έδινες, λέγοντας μας στο τέλος:
«Ότι και να σας σε λέω εγώ βγαίνει, αλλ’ εσείς δεν μ’ ακούτε».
Σ’ όλους και πάντα έλεγες τη γνώμη σου -ιδίως στα δύσκολα- με συναινετικό, ήρεμο,
ενωτικό τρόπο. Μας έδινες λύσεις -και όχι μόνο σ’ εμάς- χωρίς να συμβιβάζεσαι, να παρασύρεσαι ή να μεροληπτείς.
Στάθηκες παραδειγματικά στο ρόλο σου και την αποστολή σου ως πρεσβυτέρα ως και σήμερα κερδίζοντας την εκτίμηση και το σεβασμό όλων των χωριανών.
Μόνο που δεν πρόλαβες το τάμα σου να φιλοξενήσεις. Τους τεχνίτες που σε λίγο θα σκεπάσουν το ναό της Παναγίας, δίδοντας μας πάλι μαθήματα φιλοξενίας αλλά και πίστης στο θεό. Σ’ ευχαριστούμε που έδωσες τα πάντα για την αξιοπρέπεια όλης της οικογένειας
και τη δική σου, δίδοντας μας παραδείγματα στάσεων ζωής και αρχών, καθημερινά, όπως ήσουν αναθρεμμένη και συνέχισες να προσθέτεις και όχι να αφαιρείς χαρίσματα και παραδείγματα.
Σ’ ευχαριστούμε για όλα τα υλικά, τα άυλα, τα πνευματικά δώρα που με τον πατέρα μας δημιουργήσατε και δώσατε, στερούμενοι τα πάντα εσείς, για να μη νιώσουμε εμείς την αδυναμία κάλυψης των αναγκών μας, αλλά κυρίως της αγάπης, της στοργής, της προστασίας, της υποστήριξης, της φροντίδας της πατρικής και της μητρικής αγκαλιάς κι’ ασφάλειας. Το αποδείκνυες καθημερινά, κάθε στιγμή «ως ἡ ὄρνις ἡ συνάγουσα
τὰ νοσσία ὑπό τὰς πτέρυγας της».
Ήθελες να μαθαίνεις, να γνωρίζεις κι ο θεός σου έτυχε ως σύζυγο τον πατέρα μας,
που με τις περισσότερες γνώσεις του και ως ιερέας σ΄ εφοδίασε και σ’ ενέπνευσε
με πολλά και σημαντικά, ώστε και μετά τον θάνατο του να είσαι μια σοφή δασκάλα
της ζωής για ‘μας, ένα σχολείο σκέψεων και στάσεων, ένας ικανός πηδαλιούχος στο
σκάφος της οικογένειας μας έως και το κρεβάτι της τελευταίας σου και καθοριστικής ασθένειας.
Με αυτά τα λίγα και άλλα πολλά έχουμε στα χέρια μας το χρυσό βιβλίο ζωής
που σήμερα μας παραδίνεις. Έχει μέσα στις σελίδες τού όσα μας είπες αλλά και όσα μιλήσαμε αλλά δεν τα είπαμε. Θα το έχουμε φωτεινό παράδειγμα, φως ελπίδας, οδηγό και λιμένα ασφαλείας στις φουρτούνες αλλά και τις λιακάδες.
Θα ήθελα -και ποιος δεν το θέλει- να σε έχουμε ακόμα κοντά μας.
Να πιούμε ακόμα ένα καφέ μαζί σου, ως ελάχιστη ανταπόδοση
ευγνωμοσύνης σ’ εσένα.
Να ζήσεις, να δεις, να χαρείς κι άλλες χαρές απ’ όλους μας.
Αντίθετα φεύγεις με ταχύτητα και με πόνο θρηνούμε όλοι μας
το αναπόφευκτο. Την αναχώρηση σου.
Θα στερηθούμε πολλά. Θα σε στερηθούμε, θα σε αναζητήσουμε από παντού
και κυρίως από την αυλή του σπιτιού μας, που πάντα στολισμένη με τα ξόμπλια
της αγάπης σου και τις μυρωδιές από τα ρόδα του κήπου σου μας έλεγες με τα
μάθια σου «Καλώς τα! Εδώ είμαι εγώ για σας» αφήνοντας να μας υποδεχθεί όλος ο σπάνιος συναισθηματικός σου πλούτος.
Γι’ αυτό μάνα δεν υπάρχει όριο στα χρόνια μιας μάνας.
Και χίλια να ζήσει, μάνα κράζει το παιδάκι, μάνα ο γιος και μάνα ο γέρος.
Θα λέμε ο καθένας χωριστά με πολύ μεγάλη ψυχική δοκιμασία από αύριο
τους στίχους του Μιχάλη Καυκαλά, συμμαθητή του πατέρα μας:
‘’Ας είχεν έζιες μάνα μου, Μάνα μου, κι είντα καλό στον κόσμο
να σ’ ανεμίζω ζωντανή κι έγνοια γλυκιά να σ’ έχω.
Να μπαινοβγώ στο σπίτι μας, να ιδώ νοικοκεράτα
και να φραθώ τσι μυρωδιές κανέλας και βαρσάμου,
μόσκους από τα φούλια σου και τα γαρέφαλά σου
και να γευτώ τσοι κόπους σου, χίλια καλολοείδια.
Να θέσω στα σεντόνια σου απούναι σαν τα χιόνια
ολάσπρα κι εφτακάθαρα, διπλομπουγαδιασμένα,
στο μαξελάρι, Μάνα μου, το ψιλοκεντημένο,
στο στρώμα με τα πούπουλα τ’ αναφουφουδωμένο,
να νιώσω σαν τον άρχοντα, τον ύπνο να χορτάσω.
Να γνώσω να σ’ ασκιάζομαι να μπαίνεις και να βγαίνεις,
κι ωσάν τον κάτη να πατείς στσι μύτες των ποδιώ σου
να ιδείς ανέ μετάπνισα κι αν είμαι ξυπνημένος..’’
Αγαπημένη μάνα. Όσα κι αν σου πούμε οι λέξεις εξαντλούνται.
Σεβόμενοι το θέλημα του θεού να φύγεις τώρα και γρήγορα,
θα πούμε και πάλι παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα:
Σ’ ευχαριστούμε, σ’ ευγνωμονούμε, σου φιλούμε και σου βρέχουμε τα χέρια με δάκρυα αγάπης και πόνου. Και εσένα και του πατέρα μας που τώρα πας να συναντήσεις όπως και όλους τους δικούς μας που είναι εκεί.
Πας να συνεχίσεις μαζί του την αιώνια ζωή πλέον. Κράτα του λοιπόν μια μαντινάδα να τη διαβάσετε μαζί:
Άφτουν τα φώτα του σπιτιού
μα σκοτεινά ‘ναι πάλι
λείπετε εσείς που εδίνετε
τη λάμψη τη μεγάλη.
Αντίο μάνα μας.
Με πόνο ψυχής και με καρδιά κλαίουσα. Καλό ταξίδι.
Να μην μας ξεχνάτε από εκεί όπως κι εμείς θα έχουμε πάντα οδηγό
το Χρυσό Βιβλίο που μας αφήσατε και γράψατε για μας.
Σαββάκης Ν Κωνσταντίνος