Αναδημοσίευση από : madeincreta.gr
Ο κτηνοτρόφος που… μάλωσε με τη θάλασσα και τα ψάρια!
Οι πολλοί ορεινοί του Ψηλορείτη, σχεδόν στο σύνολό τους, έχουν πάρει… διαζύγιο με τη θάλασσα και «το ψάρι σαν φαΐ είναι σαν το φρούτο και δεν ομορφίζει το τραπέζι». Παλαιότερα, δεκαετίες πριν, όπως συνηθίζονταν, και ο πολύπειρος βοσκός της Λοχριάς Αμαρίου Στέλιος Μανουσάκης που απαντά με μεγαλύτερη… άνεση στην περιοχή ως Σωμαροστελής, από ανάγκη «λαλούσε τα πρόβατά του» δυο μέρες ποδαρόδρομο «από τις στράτες» ως τη θάλασσα του Πύργου «για να τα κολυμπήσει, να πλυθούν και να δροσερέψουν». Όμως, όπως αναμενόταν, ο ίδιος έμενε στην ακτή μόνο για να τα επιτηρεί και τότε διαπίστωσε ότι «τα οζά γατέχουνε μπάνιο καλλιά κι από μας, κι άμα πετάξεις ένα στο νερό γλακούνε ούλα και μπαίνουνε μέσα…»
Ως καθαρόαιμος ορεσίβιος με 55 χρόνια, μια ζωή, πάνω στις βουνοπλαγιές και στην τυροκομική ερωτά με αποστροφή: «Μα ίντα
δουλειά ‘χομενε εμείς του βουνού με τη θάλασσα;» Η σχέση του, άλλωστε, έχει παγιωθεί και με τα πελάγη δεν υπήρξε ποτέ… γαλήνια, γιατί του προκαλούν «φόβο και ταραχή». Αν τόλμησε, έστω μια φορά, να τον… χαϊδέψει στα άκρα το θαλασσινό ιώδιο, τότε περιορίστηκε «μόνο να πλύνω τα πόδια μου λίγο-λίγο» και μέχρι εκεί! Ύστερα, νιώθει απέχθεια για… κολυμβητικές επιδόσεις και… ηλιοθεραπείες και είναι απόλυτος: «Για βουτιές μην το κουβεντιάζεις καθόλου, αποκλείεται να με δεις να κάμω…». Μένει σταθερά προσηλωμένος στους κανόνες των παλιών Κρητικών «κουραδάρηδων» που τους έδωσαν ζωή τα μιτάτα!
«ΤΟ ΚΡΕΑΣ ΟΜΟΡΦΙΖΕΙ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ…»
«Παλιά», εξηγεί, «πήγαινα τα πρόβατα στο-μ-Πύργο και τα σάλευα απού τα βουνά και τσι δρόμους δυο μέρες να τα πάω και δυο μέρες να τα γιαγείρω μα εδά και χρόνια το ‘χω κόψει γιατί άμα τα πάω με τ’ αμάξι θέλω δέκα αμάξα να τα φορτώσω να τα πάω και δεν μπαντίδει!» αιτιολογεί την διακοπή των δρομολογίων και μάλλον τον εξυπηρετεί!
Μα και για τη διατροφή του με θαλασσινά, όποιας υγιεινής αξίας κι αν είναι, ομολογεί δεν σκιάζεται: «Δε σκοτώνομαι να φάω ψάρι» λέει. «Ψάρι θα φάω άμα πεινώ πολύ. Το ψάρι είναι σαν το φρούτο κι άμα δεν έχει κρέας το τραπέζι δεν ομορφίζει. Εμείς που κάνομε ζάλα θέλομε κρέας και χωρίς κρέας δε βοσκίζομαι και δε θέλω πολύ, να ένα τόσο κομματάκι για να πιω μια κούπα κρασί!»
Βοσκάκι από τα 15 του χρόνια ο Στέλιος Μανουσάκης, δίπλα στον πατέρα του Γιάννη τον Σωμαρά, που επικράτησε ως Σωμαρογιάννης, επειδή στο μέτωπο της Αλβανίας «ήτανε σωμαράς στους ημιονηγούς». Στο μισό και πλέον αιώνα που «σαλεύει τον Ψηλορείτη», τον… ανάθρεψαν και τον γιγάντωσαν οι μύθοι και τον ατσάλωσε η ντομπροσύνη και η καθαρότητα των προγόνων του ποιμένων. Έσμιξε τη ζωή του με την αυθεντικότητα της φύσης και με βεβαιότητα διακρίνει ότι «εμείς ακόμη τηρούμε το λόγο τιμής, είμαστε μπεσαλήδες και από τσι πενήντα βοσκούς θα βρεις μόνο ένα σκάρτο».