Α. Πρόσκληση σε γεύμα συνδιαλλαγής στο ωραίο χωριό του Μέρωνα (1822).
Β. Ξαδέλφη είσαι αδύναμη γυναίκα κι έγκυος – Να φυλάξω τις αποταμιεύσεις σας!
Γ. Πάρε κι άλλο κρέας Μανούσο! – Να μας δίνουνε, όχι να δίνουμε.
Δ. Δεν κοιμήθηκα όλη νύκτα – Συνοδεία με πολλά χρήματα σε ταξίδι με πλοίο.
Ε. Εξάρτηση από χορηγίες του παππού.
Α. Πρόσκληση σε τραπέζωμα συνδιαλλαγής.
α. Σύμφωνα με βιβλίο του Κ. Κριτοβουλίδη, σελίδες 80-88:
Τόλμημα Μελιδόνη και δολοφονία του.
…. Οι Ηρακλειώτες Τούρκοι έστειλαν δυνάμεις τους τόσο σε Αυλοπόταμο ( σ.σ. σημερινό
Μυλοπόταμο) όσο και στο Τυμπάκι και Γόρτυνα ως πρόσφορες θέσεις για να ελέγξουν την
επέκταση της επαναστάσεως από την Δυτική Κρήτη. Στα τέλη Ιανουαρίου 1822 περί τους τέσσερις χιλιάδες (4.000) Τούρκοι κατέλαβαν τον Φουρφουρά
και το Βυζάρι, ενώ περίπου δύο χιλιάδες Έλληνες, Σφακιανοί, Ρεθύμνιοι, Λαμπαίοι, Αμαριώτες, και
άλλοι, κατέλαβαν θέσεις στα χωριά Μέρωνας, Μοναστηράκι και Αμάρι, σε αντιπαράθεση. Την 10
Φεβρουαρίου έγινε σύγκρουση των δύο στρατευμάτων κοντά στο Αποσέτι (σημερινό Πετροχώρι)
με σημαντικές απώλειες για τους Τούρκους.
Λίγες ημέρες μετά την ανωτέρω μάχη ο Μελιδόνης, χωρίς την γνώση των υπολοίπων οπλαρχηγών,
με ογδόντα άνδρες οργάνωσε νυκτερινή καταδρομή στο Βαθιακό, κοντά στο Τυμπάκι, όπου στο
τοπικό τζαμί εφυλάσσοντο πολεμοφόδια των Τουρκικών δυνάμεων που ήσαν στον Φουρφουρά.
Η καταδρομή ήταν επιτυχής και χωρίς απώλειες για τους καταδρομείς του Μελιδόνη. Κατέστρεψαν
ό,τι δεν μπορούσαν να αφαιρέσουν και επανήλθαν στην βάση τους στο Μοναστηράκι με
πολεμοφόδια και λάφυρα. Οι στρατιώτες χάρηκαν για το κατόρθωμα της ομάδας του Μελιδόνη
αλλά οι λοιποί οπλαρχηγοί τον κατέκριναν.
Μετά από αντιπαραθέσεις ο Μελιδόνης αγανακτισμένος αποχώρησε. Ο οπλαρχηγός
Σακκόραφος προσέτρεξε και του ζήτησε να επιστρέψει ώστε να συνδιαλλαγούν και εκλείψει η
έχθρα μεταξύ των, με τους Τούρκους να ευρίσκονται απέναντι στην περιοχή. Όμως μόλις εισήλθαν
στην οικία που διέμεναν οι Βουρδουμπάς, Πρωτοπαπαδάκης και Σακκόραφος, ο Βουρδουμπάς
κτύπησε καίρια με μαχαίρι τον Μελιδόνη, που έπεσε νεκρός.
β. Σύμφωνα με βιβλίο του Thomas Gordon, δημοσιευμένο ήδη το έτος 1832:
Δολοφονία του Μελιδόνη και εγκατάλειψη του αγώνα.
Ο οπλαρχηγός Αντώνης Μελιδόνης είχε με τον πατριωτισμό του και τα επιτεύγματά του
κερδίσει την αγάπη του κόσμου.
Ήταν το φόβητρο των Μουσουλμάνων της Κάντια ( Ηρακλείου).
Η άξια κερδισμένη φήμη του ενόχλησε τους Σφακιανούς οπλαρχηγούς.
Τον Φεβρουάριο του 1822 αποφάσισαν να απαλλαγούν από αυτόν τον αντίζηλο, και συνακόλουθα
λίγες ημέρες μετά μία καταδρομική επιτυχία του Μελιδόνη στο Βαθιακό, τον προσκάλεσαν σε
τραπέζωμα, όπου ο Ρούσσος Βουρδουμπάς με τον αθλιότερο τρόπο τον δολοφόνησε με το
μαχαίρι του.
Ο στρατός των επαναστατών δεν ήταν πια αρκετά ισχυρός να στραφεί κατά του εχθρού, οι
υπόλοιποι οπλαρχηγοί εγκατέλειψαν το στρατόπεδό τους και αποσύρθηκαν στα βουνά. Έτσι
εγκατέλειψαν την περιοχή του Αμαρίου και όλη την περιοχή του Πασσά της Κάντιας ανενόχλητη.
Β. Όταν η ευπιστία στρώνει το χαλί στην απάτη.
Το έτος 1920 η Καλόβουλη ήταν έγκυος στο πέμπτο της παιδί όταν ο σύζυγός της πέθανε νέος.
Έπρεπε να υποκαταστήσει τον αποθανόντα σύζυγό της ως κεφαλή της οικογενείας της και να
θρέψει και να φροντίσει την ίδια και τα τέσσερα μικρά παιδιά της. Πρόσθετα, περίμενε
να γεννήσει και το πέμπτο της παιδί μήνες μετά .
Ένας συγγενής του συζύγου της την προσέγγισε εμπιστευτικά. Της τόνισε ότι ήταν μία αδύναμη
και ευάλωτη γυναίκα και τα όποια χρήματα της άφησε ο μακαρίτης θα κινδύνευαν αν τα κρατούσε
εκείνη στην φύλαξή της. Θα ανελάμβανε εκείνος να τα φυλάει για εκείνη και για τα παιδιά της.
Εύπιστη και ανυποψίαστη εκείνη εμπιστευτικά του παρέδωσε για φύλαξη τις αποταμιεύσεις
που της είχε αφήσει ο σύζυγός της. Δεν υπήρχε πρόσβαση σε Τράπεζα ή Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο
εκείνα τα χρόνια. Πίστευε ότι έτσι θα προστάτευε καλύτερα τα χρήματα τους.
Όταν μετά από καιρό ζήτησε από τον “ξάδελφο“ να της δώσει ένα μέρος των χρημάτων της τον
άκουσε έκπληκτη να την ξεκόβει: “Τρελάθηκες;;; Ποια χρήματα μου έδωσες;;;; Δεν μου έδωσες τίποτα !!!”.
Εκείνη την χρονιά η εύπιστη Καλόβουλη δυσκολεύτηκε να θρέψει τα τέσσερα παιδιά της, ενώ
περίμενε να γεννήσει το πέμπτο. Ένα από τα παιδιά της το έστειλε σε χωρικό
στο γειτονικό χωριό του Φουρφουρά “σύψωμο“ για μία χρονιά . Εκεί ο μικρός γιός της
παρακολούθησε σχολείο, στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου, και όχι στο Πετροχώρι με την
οικογένειά του.
Η μάνα του είχε εμπιστευτεί τον καλό ομοχώριο συγγενή τους που την είχε συμβουλέψει:
“δώσε τα χρήματά σε μένα να στα φυλάξω, ξαδέλφη!!!”.
Γ. Τραπεζώματα με τον Μανούσο πρώτο αλλά διαχρονικά απόντα στην συνεισφορά.
Στην δεκαετία του 1960, όταν ακόμη δεν υπήρχε ηλεκτρικό δίκτυο στο Πετροχώρι αλλά και
τηλεόραση για να κρατά εικονική συντροφιά, αρκετοί στο χωριό, ιδιαίτερα τον χειμώνα μετά
τους μήνες της εντατικής απασχόλησης όλων στο λιομάζωμα, φρόντιζαν να βρίσκονται σε κάποιο
σπίτι και να διασκεδάζουν κάποιες ώρες παρέα με κρασί και μεζέ.
Καθένας, με όχι αυστηρή σειρά, καλούσε τους άλλους κι έτσι διατηρούσαν μία καλή πρακτική
που επέτρεπε σε όλους που συμμετείχαν να χαίρονται την παρέα τους. Ωστόσο, πρόσεξαν ότι ένας
από όλους, ο Μανούσος, δεν πρόσφερε τίποτα στα κοινά τραπεζώματα. Ένας από τους υπόλοιπους
ομοτράπεζους συγχωριανούς πρότεινε να σκαρώσουν μία έκπληξη στον Μανούσο.
Στο επόμενο τραπέζωμα δεν έλειψε και πάλι ο Μανούσος. Εκείνη την βραδιά είχε την προσοχή και
προσοχή όλων στην παρέα. Καθένας με την σειρά του παρότρυνε τον Μανούσο να φάει ένα
παραπάνω μεζέ. Η παρέα κράτησε μέχρι αργά το βράδυ κι ο Μανούσος ήταν πολύ χαρούμενος που
είχε την προσοχή όλων ενώ έφαγε τόσο μεζέ όσο σχεδόν ποτέ σε αυτά τα τραπεζώματά.
Την επόμενη ημέρα όμως, όταν πήγε στο κοτέτσι του και είδε ότι δεν είχε μείνει κόκορας και όρνιθα,
καθυστερημένα κατάλαβε ότι ήταν αυτός που ακούσια είχε συνεισφέρει τον άφθονο μεζέ του
τραπεζώματος της παρέας το προηγούμενο βράδυ. Ήταν ό ίδιος που είχε φάει και τους περίσσιους
μεζέδες.
Ο Μανούσος δεν ξαναπήγε σε τραπέζωμα στο χωριό μετά από εκείνη την λαχτάρα,
αλλά δεν έκανε και παράπονο.
Δ. Το κομπόδεμα σε ταξίδι κάνει ανήσυχη συντροφιά.
Ένας καλός συγχωριανός, μετά δεκαετίες απασχόλησης και αποταμίευσης, μπόρεσε να
συγκεντρώσει αρκετά χρήματα ώστε να μπορεί να αγοράσει ένα διαμέρισμα στην Αθήνα για τα
παιδιά του.
Τα γραφειοκρατικά της αγοράς του διαμερίσματος τα ανέθεσε σε δικηγόρο και συμβολαιογράφο
που εμπιστευόταν και ένας μακαρίτης θείος του, ο γιατρός που ζούσε στην Αθήνα. Αυτοί λοιπόν οι
καλοδιαλεγμένοι νομικοί παραστάτες τον συμβούλεψαν ότι μόνο μετρητά έπρεπε να φέρει από το
Ρέθυμνο.
Αποφάσισε να πάει με το πλοίο στην Αθήνα. Είχε μαζί του σε μετρητά τα χρήματα που θα κατέβαλε
στους πωλητές στην κατάρτιση του συμβολαίου την επόμενη μέρα στην Αθήνα. Η νύκτα στο πλοίο
στην καμπίνα του δεν έλεγε να προχωρήσει. Έμεινε άγρυπνος από την ανασφάλεια που λογικά
συνοδεύει καθένα που καταλαβαίνει πόσο εύκολο είναι είτε από κακόβουλη ενέργεια
άλλων, η κι από δική του αμέλεια, να χάσει όλες αυτές τις αποταμιεύσεις που είχε μαζί του.
Την επόμενη μέρα μετά την κατάρτιση του συμβολαίου και την ανακούφιση του που
“ξεφορτώθηκε” τα χρήματα και είχε κάνει την αγορά του διαμερίσματος τον τραπέζωσαν οι νομικοί
σύμβουλοι του στο σπίτι τους. Εκεί χαλάρωσε και με χαρακτηριστική Ρεθυμνιώτικη προφορά
εκμυστηρεύθηκε πόσο άσχημα και ανασφαλής ένιωθε όλη νύκτα ενώ ταξίδευε με το πλοίο. Με
απορία ρώτησε αν μία τέτοια αγωνία και ταλαιπωρία υφίσταται καθένας που αγοράζει ένα ακίνητο.
Δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό του ότι όλη αυτή η ανασφάλεια, αγρυπνία και ανησυχία
ήταν εντελώς περιττή. Κανείς δεν του υπέδειξε ότι θα μπορούσε με ΜΗΔΕΝΙΚΗ τότε δαπάνη να
εκδώσει μία τραπεζική επιταγή στο ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ από την Τράπεζά του στο Ρέθυμνο και με αυτή
οπισθογραφημένη από τον ίδιο κατά την υπογραφή του συμβολαίου να εξοφλήσει το
τίμημα του διαμερίσματος στον πωλητή. Η διακίνηση μεγάλης ποσότητας χρημάτων σε μετρητά είναι δώρο εξ ουρανού για ληστές και
άρπαγες , ενώ προσφέρεται θαυμάσια για πληρωμές μαύρων (και συχνά αθέμιτων) προμηθειών σε
κάθε κατηγορίας πρόθυμους ενδιάμεσους.
Οι σύμβουλοι του στην Αθήνα και τον μακαρίτη γιατρό, τον θείο του, περιγελούσαν αλλά και τον
ίδιο για την ευπιστία τους και την χαρακτηριστική Ρεθυμνιώτικη ομιλία τους.
Ε. Χρήματα από τον Παππού, και μετά τον θάνατό του.
Τον Ιούνιο του 2010 ο παππούς Χορηγός κατέβηκε στο χωριό του για να περάσει κι αυτό
το καλοκαίρι στο ήσυχο και σχετικά πιο δροσερό από την πολύβουη Αθήνα χωριό
του και στο σπίτι που είχε φτιάξει εκεί.
Παρά την μεγάλη ηλικία του, πλησίαζε προς τα εκατό, δεν είχε παθολογικά προβλήματα και
είχε το προνόμιο να τον υποστηρίζει μία πρόσχαρη και καλή κοπέλα από την Γεωργία που τον
συνόδευε σχεδόν παντού και κρατούσε το νοικοκυριό του σπιτιού.
Μια Παρασκευή κανόνισε με ένα τοπικό ταξί από τον Φουρφουρά και τους μετέφερε στο
παραλιακό Εστιατόριο/Καφενείο στην Αγία Γαλήνη.
Κάθισαν εκεί δύο ώρες και αγνάντευαν την θάλασσα. Το ίδιο ταξί ήλθε μετά και τους πήγε πίσω στο
χωριό. Την επόμενη ημέρα, Σάββατο, ο παππούς ξάπλωσε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Δεν ξύπνησε
Έφυγε από την ζωή πλήρης ημερών.
Την κηδεία και την ταφή του την επόμενη Δευτέρα την επιμελήθηκε ένα από τα παιδιά του.
Μήνες αργότερα μία Δικηγόρος τηλεφώνησε στον παιδί του που είχε φροντίσει την κηδεία και ταφή
του παππού. Του εξήγησε ότι εκπροσωπεί τον πελάτη της, ένα από τα εγγόνια του παππού. Ο
πελάτης της ζητούσε το μερίδιο του από τα χρήματα που το Ασφαλιστικό Ταμείο του παππού είχε
δώσει. ή θα έδινε, για τα έξοδα κηδείας του παππού.
Ο πελάτης της όμως δεν είχε δαπανήσει ούτε ένα Ευρώ για την κηδεία ή την ταφή του παππού.
Ο παππούς θα είχε μείνει ακήδευτος, αν περίμενε τον απόντα εγγονό. Ο εγγονός δεν είχε δικαίωμα
να ζητά χρήματα που δεν είχε δαπανήσει. Ούτε που είχε έλθει στην κηδεία του παππού.
Ο παππούς, όσο ζούσε έδινε χρήματα στα παιδιά και στα εγγόνια του. Δεν είχε όμως την πρόνοια να
τους διδάξει ότι πέρα από το να έχουν δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση
είναι ανακόλουθο και λυπηρό εγγόνια, ή παιδιά, που δεν έχουν κάνει καμία δαπάνη για
την κηδεία του παππού, ούτε και ενδιαφέρθηκαν στην ανάγκη του, να αξιώνουν ένα μέρος από τα
χρήματα που το ασφαλιστικό ταμείο του παππού έδωσε, ή θα έδινε, σε αυτόν που έκανε αυτήν την
δαπάνη.
Μίλησε κανείς για εξάρτηση από χρήματα που δεν κέρδισε κάποιος με τον κόπο του;;;
Υ.Γ. Το βιβλίο του Πάνου Καρνέζη “Μικρές Ατιμίες…”, 2003, ήταν ένα βιβλίο που γνώρισε επιτυχία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Βρετανία.
Στέλιος Ν. Δεβεράκης, Εδιμβούργο, Ιανουάριος 2025.