Ο περικαλλής Ιερός ναός των Αγίων Αθανάσιου και Κύριλλου που βρίσκετε στο Καλογέρου του Δήμου Αμαρίου, χτίστηκε πριν από 150 χρόνια. Για τη κατασκευή του βοήθησαν όλοι οι τότε κάτοικοι του χωριού με πρωτομάστορες τον Στελιανάκη Θωμαδάκη και τον Μιχαλομάρκο Μαρκίδη. Όλοι τους, μικροί μεγάλοι, γυναίκες, άντρες και παιδιά, όταν αργά το σούρουπο γύριζαν από τις εξοχικές τους εργασίες έβρισκαν τις ποιο καλές πέτρες και τις κουβαλούσαν στο χωριό. Τα μεγάλα ανώφλια και γενικά τα πελέκια που χρειάστηκαν για πόρτες, παράθυρα και το καμπαναριό , τα έφεραν από δύο χιλιόμετρα μακριά, από του ΡΕΧΤΑ, μια περιοχή που βρίσκετε κοντά στους Αποστόλους. Τα μετέφεραν με τα χέρια τους και κάποιες υποτυπώδης κατασκευές, με δυσκολία και ήταν προσεχτικοί μην πέσουν και σπάσουν στην διαδρομή καθώς ήταν μεγάλα σε μέγεθος και πολύ βαριά, αλλά τελικά τα κατέφεραν και έφεραν εις πέρας αυτή την θεάρεστη αποστολή. Από την εγχάρακτη επιγραφή που υπάρχει πάνω από την Νότια είσοδο μαθαίνουμε ότι τελείωσε το έτος 1874.

 

Είναι αφιερωμένος στους Άγιους Πατριάρχες Αλεξανδρείας Αθανάσιο και Κύριλλο, όπως είπαμε παραπάνω. Έχει κτισθεί στη θέση μικρότερου ναού των ίδιων Αγίων, που για λόγους χωρητικότητας, επειδή είχαν αυξηθεί οι κάτοικοι του χωριού

και ο παλαιός ναός δεν επαρκούσε για τον εκκλησιασμό τους, γκρεμίσθηκε και οικοδομήθηκε ο μεγαλύτερος σημερινός ναός.

Το περικαλέστατο τέμπλο, έχει ιστοριθεί από τον Γαβριήλ Πάγκαλο, Ηγούμενο της Ιεράς μονής Ασωμάτων, που βρίσκετε κοντά στο χωριό μας.

 

Σε αυτόν εδώ το ναό έγιναν χιλιάδες Θείες Λειτουργίες, ευλογήθηκαν γάμοι, μυρώθηκαν παιδιά και σε αυτόν αποχαιρετίσαμε αγαπημένα μας πρόσωπα για τελευταία φορά. Είναι ο συνδετικός κρίκος όλων των Καλογεριανών, είτε ζουν στο χωριό, στο Ρέθυμνο, στην Αθήνα, είτε ακόμα και στο εξωτερικό.

Οι Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος είναι οι προστάτες και βοηθοί όλων μας, που θα προστρέξουμε με βαθειά πίστη σε αυτούς, παρακαλώντας τους για κάθε δίκαιο αίτημά μας. Αυτό άλλωστε φαίνετε και από το πλήθος των ταμάτων που κοσμούν το προσκυνητάρι τους, καθώς και οι εκατοντάδες αγιογραφίες που στολίζουν τους τοίχους και το θόλο του.

 

Αλλά το ποιο μεγάλο θαύμα των Αγίων μας είναι το ότι ποτέ τούρκοι δεν κατέφεραν να κατοικήσουν στο χωριό μας, όπως

φαίνετε και από τις διάφορες απογραφές που είχαν γίνει και καταγραφεί την περίοδο της τουρκοκρατίας στη Κρήτη .

(Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 Kalogherou (Ρashley, Τravels in Crete, II, 315) με 7 χριστιαν. Oικογένειες.

Το 1881 αναφέρεται στο δήμο Μέρωνα, κάτ. 192 Χριστιανοί,

το 1900 είναι στον ίδιο δήμο, κάτ 233 Χριστιανοί.)

1 Σ. Σπανάκης- Πόλεις και χωριά της Κρήτης, σελ.339)

 

 

Τα πρώτα χρόνια που οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη άρχισαν σταδιακά τους εξισλαμισμούς και τον εποικισμό των πόλεων

και χωριών της.Το ίδιο προσπάθησαν να κάνουν

και στο μικρό χωριό μας, του Καλογέρου .

Ήρθε λοιπόν ένας τούρκος αξιωματικός για να φτιάξει το κονάκι του, καθώς περνούσε απ΄ έξω από το μικρό εκκλησάκι των Αγίων μας, που βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο σημείο που σήμερα υπάρχει ο σημερινός μεγάλος ναός τους, του έκανε εντύπωση η σκαλιστή ξύλινη πόρτα του.

Αμέσως σκέφτηκε ένα πανούργο σχέδιο στο αντίχριστο μυαλό του.

Η σκέψη του αυτή ήταν να κλέψει την όμορφη πόρτα των Αγίων μας, με διπλό σκοπό, πρώτον να βάλει την σκαλιστή πόρτα στο κονάκι του και δεύτερον να πειράξει τους Χριστιανούς .

Αποφάσισε λοιπόν το βράδυ με την πανσέληνο

που δεν θα είναι κανείς στην εκκλησία να στείλει

δύο σωματώδης μαύρους δούλους του, που είχε αποκτήσει

από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, να πραγματοποιήσουν

το ανίερο σχέδιο του.

Έτσι και έγινε, αφού βράδιασε και είχε πάει κατά τα μεσάνυχτα κατηφόρισαν οι δούλοι για την εκκλησία, φτάνοντας όμως μπροστά από την είσοδο βλέπουν το ολόγεμο φεγγάρι να φωτίζει ένα άνδρα, ψηλό, γεροδεμένο, μαυρογένι, να στέκετε ανάμεσα σε αυτούς και την πόρτα και επιτακτικά με βροντερή φωνή κάτι τους είπε στα Ελληνικά. Αυτοί δεν κατάλαβαν τι τους έλεγε και του απάντησαν στην γλώσσα τους να φύγει γιατί θα του κάνουν κακό. Τότε με πιο αυστηρή φωνή τους ανταπάντησε στην γλώσσα τους ότι αυτό το σπίτι είναι δικό του και του αδερφού του και να μην πραγματοποιήσουν αυτό για το οποίο είχαν έρθει αλλά να φύγουν και να πουν σε αυτόν που τους έστειλε να μην ξαναεπιχειρήσει κάτι παρόμοιο.

Εκείνοι ξαφνιάστηκαν ακούγοντας τον, μάλιστα ο ένας είπε στον άλλο ότι του φαίνονταν γνωστός, αλλά τι γύρευε σε αυτό το μέρος και τέτοια ώρα. Αφού ξεπέρασαν την ταραχή τους, φωνάζοντας προσπάθησαν να τον μετακινήσουν , όμως αυτός σαν να είχε κολλήσει στο έδαφος δεν κουνιόταν ούτε ένα εκατοστό, μετά από

λίγη ώρα τους έσπρωξε τόσο δυνατά που πετάχτηκαν μέχρι την εξώπορτα της αυλής της εκκλησίας και κτύπησαν τόσο πολύ που έτρεξε αίμα από τα κεφάλια τους, λέγοντας τους και πάλι να φύγουν και να πουν στο αφεντικό τους να αφήσει το κακόβουλο σχέδιο του. Φοβισμένοι, έντρομοι και τραυματισμένοι έφυγαν και γύρισαν άπραγοι στο κονάκι του Τούρκου.

Την άλλη μέρα σηκώθηκε το αφεντικό τους πολύ νωρίς ψάχνοντας την πόρτα και αφού δεν την βρήκε φώναξε αμέσως τους δούλους, αυτοί τότε έντρομοι του είπαν τι είχε συμβεί.

Ο Αγάς έγινε έξαλλος απειλώντας τους ότι θα τους τιμωρήσει σκληρά αν δεν πάνε να του φέρουν την πόρτα. Εκείνοι όμως του απάντησαν ότι καλύτερα να τους σκοτώσει παρά να ξαναπάνε, γιατί κάτι μυστήριο συμβαίνει με αυτόν τον άνδρα.

Αμέσως ο Αγάς διέταξε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι

οι άνδρες του χωριού για να του υποδείξουν οι δούλοι του

ποιος ήταν που τους εμπόδισε. Αφού λοιπόν συγκεντρώθηκαν όλοι οι άνδρες ζήτησε από τους δούλους να του υποδείξουν

ποιος ήταν που τους απέτρεψε. Αυτοί όμως του είπαν

ότι δεν ήταν κανείς από τους παρευρισκόμενους.

Τότε αποφάσισε να πάει ίδιος το βράδυ με περισσότερους άνδρες και να πάρει την πόρτα.

Νυκτώνοντας λοιπόν πήρε το ασκέρι του και πήγε στην εκκλησία,

Αλλά και πάλι μπροστά στην πόρτα στεκόταν ο ίδιος άνδρας που είχαν συναντήσει οι δούλοι του την προηγουμένη.

Ξανά ακολούθησε η ίδια συζήτηση με την χθεσινή αλλά σε πιο έντονους ρυθμούς και τόνο. Θαυμάζοντας το θάρρος του και βλέποντας ο Τούρκος ότι ο άνδρας δεν υποχωρεί διατάζει τους στρατιώτες του να επιτεθούν όλοι μαζί και να τον σφάξουν.

Καθώς λοιπόν έχουν πέσει όλοι πάνω του μαζί και ο Αγάς και μοιάζοντας η μάχη να είναι άνιση ξαφνικά ο άνδρας τους πετάει όλους από πάνω του και τον Αγά, με αποτέλεσμα πέφτοντας άλλοι στο μπεντένι, άλλοι σε βράχια, άλλοι στα πλατύσκαλα,

άλλοι πάνω σε δένδρα, να τραυματιστούν βαριά. Ο δε Αγάς με ένα στρατιώτη του έπεσαν κάτω από το μπεντένι σε ένα ύψος τριών μέτρων, παθαίνοντας την πιο μεγάλη ζημία από τους υπόλοιπους.

Μετά από λίγο και αφού κατάφεραν όπως-όπως να σηκωθούν έφυγαν υποβασταζόμενοι ο ένας από τον άλλο, ακούγοντας τον άνδρα να τους λέει επιτακτικά να φύγουν όχι μόνο από την εκκλησία αλλά και από το χωριό και να μην ξανάρθουν γιατί αυτό το χωριό το προστατεύει αυτός και ο αδερφός του.

Την επόμενη ημέρα μάζεψε ο Αγάς τα υπάρχοντα του και έφυγε μαζί με όλους τους μουσουλμάνους από του Καλογέρου και πήγε και κατοίκισε σε ένα γειτονικό τουρκοχώρι, λέγοντας τι έπαθε

και αποτρέποντας και τους υπόλοιπους Τούρκους από το να πάνε

να κατοικήσουν στο χωριό Καλογέρου.

Μετά από λίγο καιρό ο ένας μαύρος δούλος του θυμήθηκε που είχε ξαναδεί αυτόν τον δυνατό μαυρογένη άνδρα και το είπε στον αφέντη του. Όταν έμενε στην Αλεξάνδρεια, δίπλα του βρισκόταν μια εκκλησία που ήταν αφιερωμένη σε δύο πολύ μεγάλους Αγίους, ένα ηλικιωμένο ασπρογένη και ένα ψηλό νεότερο μαυρογένη,

Αυτός ο τελευταίος ήταν ο άνδρας που τους προκάλεσε

αυτά τα δεινά που έπαθαν. Και τα ονόματα αυτών

 

ΑΓΙΟΙ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ

ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

 

Οι προστάτες του χωριού μας, του Καλογέρου.

Αριθμός Προβολών: 21