Αναδημοσίευση από : madeincreta.gr
Ακόμα και σήμερα στα 95 του χρόνια, ο Ανδρόνικος Πανταλός συνεχίζει τις ενασχολήσεις του με τα ζώα
«Στον Ψηλορείτη αναθράφηκα και στον Ψηλορείτη γέρασα…». Με τη φράση αυτή προσδιορίζει το περιεχόμενο της πολύχρονης βασανισμένης του ζωής ο υπερήλικας… ένοικος του μυθικού βουνού στο μεγαλοχώρι του Φουρφουρά στο Αμάρι, Ανδρόνικος Πανταλός.
Φαίνεται να «ξεριζώθηκε» το σόι του, ίσως, τον δέκατο όγδοο ή δέκατο ένατο αιώνα από τα πεδινά του Μυλοποτάμου, τότε που οι πληθυσμοί… πηγαινοέρχονταν ψάχνοντας από επαρχιακό σε επαρχιακό διαμέρισμα μια μπουκιά ψωμί για να ζήσουν οι φαμίλιες τους και να πορευτούν. «Μα εγώ», ξεκαθαρίζει,«επαέ στο Φουρφουρά γεννήθηκα και ανατράφηκα και μάλλον πως ο προπάππους μου ήρθενε από το Μυλοπόταμο και… έσπειρενε στα αμαριώτικα…»
Παιδί που είδε το φως της ζωής αλλά, την ίδια ώρα, και τη σκοτεινιά μιας άλλης εθνικής τραγωδίας, του ξεσπιτωμού και της καταστροφής των Μικρασιατών, γεννήθηκε το 1921 στα χρόνια «τση φωτιάς και του σκοτωμού» στη γη της Ιωνίας. Αλλά «θωρεί και εδά μια άλλη προσφυγιά που οι πολέμοι εκάμανε τσ’ αθρώπους να φύγουνε και όπου τσι βγάλει ο δρόμος για να σωθούνε…». Όμως, ούτε και ο ίδιος ξέρει«πού θα πάει τούτηνά η κατάσταση κι ίντα θα γενούμε. Φαίνεται πως το ΄χει η μοίρα μας!», εκτιμά, αποσπώντας από τη σχεδόν αιωνόβια πορεία του, ένα ψίχαλο μαύρης εμπειρίας που πρόσθεσε στα ύστερά του, τώρα στα 95 του χρόνια…
ΤΑ… ΜΙΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Και σε αυτά τα χρόνια, η ψυχή του ορεινού της ποιμενικής στους πρόποδες του Ψηλορείτη, δεν… κάλμαρε ποτέ, παρά ανάπνεε τη μυρωδιά από το μπαρούτι και το αίμα στους πολέμους, τις δικτατορίες, τον εμφύλιο, τις πολιτικές ταραχές και τις κοινωνικές ανακατατάξεις που έφερναν. Κι όταν πια το ’46, με την αποχώρηση των Γερμανών κυρίαρχων η… μαμά πατρίδα τον κάλεσε να την υπηρετήσει στους ξενόφερτους υποκινούμενους σκοπούς εξοβελισμού των κινδύνων από τα… μιάσματα της Αριστεράς, «πάγωσε». Αυτά τα χρόνια μίσους της αδελφοκτονίας, και σήμερα, μένουν ατράνταχτες μνήμες στον ψυχισμό του.
Κρατά την ψυχραιμία του καθώς αφηγείται, όμως συνοφρυώνεται σαν να ξαναζεί τον εθνικό όλεθρο. Ούτε και ο ίδιος ξέρει αν από το τουφέκι του έφυγε, άθελά του, θανατηφόρα σφαίρα σε «αδερφό Έλληνα στα βουνά!». Ανατριχιάζει όταν διηγείται τα παθήματά του στην «πιο σκοτεινή σελίδα» της τελευταίας ιστορίας του έθνους. «Ούλα τα βουνά τση Μακεδονίας, στα σύνορα, τα έχω γυρισμένα στσι καιρούς που ήμουνε φαντάρος, μα δε γατέχω α΄ σκότωσα και κιανένα! Εμάς μας φωνάζανε κωλόπαιδα τση Φρειδερίκης, σάμπως ήμαστονε κιόλας; Δυο ανθυπολοχαγοί τση διμοιρίας μας σκοτωθήκανε αλλά και πόσους άλλους απού τη μια κι απού την άλλη μπάντα δεν έφαενε το χώμα; Να μην ξαναφτάξομενε σε τούτες τσι κακομοιριές που μας πήγαν άλλοι και μας ξεκάμανε…».

Στη ζωή του, η περίοδος που τον σημάδεψε ήταν αυτή του εμφυλίου…
Όταν «τα Χριστούγεννα του ‘49», που έλαβε το απολυτήριο ολοκλήρωσης των κατ’ εντολή διχαστικών και ματωμένων υποχρεώσεων του προς την πατρίδα, και γύρισε στον Φουρφουρά, η ψυχή του είχε ραγίσει και ήταν σμπαραλιασμένη από τον αλληλοσπαραγμό και τις φρικιαστικές εικόνες που κουβαλούσε μαζί του. Πίστεψε, όμως, ότι ο γιατρός χρόνος θα μπορούσε στο πέρασμά του να… απαλύνει την ταραγμένη ψυχοσύνθεσή του, ωστόσο οι σκληρές εμπειρίες της «αλληλομαχιάς» δεν έσβησαν… .
ΣΤΑ ΓΚΡΕΜΝΑ ΤΟΥ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ
«Φορτωμένος» με τις αποτρόπαιες σκηνές των χρόνων της στράτευσής του και του εθνικού διχασμού, παρέμεινε στο χωριό και άρχισε να κάνει αυτό που είχε μάθει από «κοπελάκι 5-6 χρονώ΄ στα γκρεμνά του Ψηλορείτη». Όλη του η ζωή και πάλι στροβιλίστηκε «στα κουράδια και στο βουνό», που άφησε κάνοντας το υποχρεωτικό… διάλειμμα για «το εθνικό χρέος». Μα και σήμερα στο σχεδόν αιώνα του βιού του, η θύμησή του δεν ξεφεύγει από «από το συμμοριτοπόλεμο και τον Ψηλορείτη».
«Εγώ γεννήθηκα στον Ψηλορείτη, εκειά αναθράφηκα κι εκειά γέρασα! Ούλο το βουνό το κατέχω και ούλα τα χωριά γύρου-γύρου. Εκειά πάνω ήτανε η ζωή μου…», θα καταλήξει, παίρνοντας τις ζωογόνες αχτίνες του ήλιου και μαζεύοντας στο κορμί του λίγη ζεστασιά στις κρύες μέρες του χειμώνα! Όμως, η ψυχή του δε θα… ζεσταθεί ποτέ καθώς σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από τα αποτρόπαια γεγονότα του εθνικού διχασμού και δεν θέλει να θυμάται…