Ο ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ
Πρωί πρωί σηκώθηκε να πάει να τρυγίσει μέλι
να δλωση ες τον έμπορα να φάει και το κοπέλι.
Ήταν καλός μελισουργός ήξερε την δουλειά του
από νωρίς ετοίμαζε όλα τα συνεργά του.
Γάντια στα χέρια φόρεσε στην κεφαλή μουρόνι
μα τρύπωσε μια μέλισσα μέσα στο παντελόνι.
Και του διαόλου το μιαρό σαν την δαιμονισμένη
όρμησε και τον δάκασε πάνω στην ποστελίνη.
Το τσίμπημα ταν δυνατό το πράμα εμολύνθη
επρίστηκε και γίνηκε οσάν το κολοκύθι.
Ώφου φωνάζει ο άμοιρος και σαν θεριό μουγκρίζει
με πόνους κι αναστεναγμούς στο σπίτι του γυρίζει.
Θωρεί τον η γυναίκα του που βαριαναστενάζει
σιμώνει και τονέ ρωτά ήντα χει και φωνάζει.
Το τι χω να μη με ρωτάς γιατί με πιάνει ζάλη
να δεις και θα με λυπηθείς για το κακό μου χάλι.
Έσκυψε και τονέ θωρεί τα χείλη της δακάνει
κι αμέσως εγονάτησε και το σταυρό τση κάνει.
Χριστέ και Παναγία μου έλα να βοηθήσεις
τον πόνο πάρε του τονε το πρήξιμο ν’ αφήσεις.
Τις μέλλισες σου άντρα μου, κοίταξε να μερώσεις
ή μες το παντελόνι σου τα περιττά να κόψεις.
Ποτέ μην εμπιστεύεσαι μέλισσες στην αυλή σου,
κι όταν τις βλέπεις να φοράς μουρόνι στη λιλή σου.
Η μέλισσα ναι καθαρή, κάνει και νταιλίκια
και στην κυψέλη άμα μπουν σκοτώνει τα σκουλίκια.
Το παντελόνι νόμισε πως ήτανε κυψέλη
και τσίμπησε το σκούλικα μην πάει ες το μέλι.
Αφήνω περιθώριο και γι’ αλονών την γνώμη
πάντως αν παραφέρθηκα ζητώ σεμνά συγγνώμη.
Χατζηδάκης Γιάννης