Κάθε πρωί με το δροσιό
π”ανοίγει το λουλούδι
αφουκγρασθήτε να σας πώ
της Σούσας το τραγούδι.
Η Σούσαν ήταν λύγερη
του Κάστρου το ντουμπλέρι
κι αγάπα το Σερί Μπαχρή
να τον εκάνει ταίρι
Μια πρωινιά σηκώνεται
στη κλίνη τσι καθίζει
μ’ένα τσεβρέν ολόχρυσο
τα ίδρωτα σφουγγίζει
Κι η μάνα τσι τηνε θωρεί
κι η μάνα τσι τσι λέει
τι έχεις Σουσανάκι μου
και κάθεσαι και κλαίεις
Απόψε το είδα το όνειρο
το πολυλοησμένο
πως ήρθε τ’αδερφάκι μου
τ’αλάργο ξωρισμένο
Κάμετο Σουσανάκι μου
στο Θειό παραδομένο
κι η χάριν του να τό κανε
καλό κι ευλοημένο
Τη Πέμπτη αργά τον είχενε
η Σούσα καλεσμένο
τον όμορφο Σερί Μπαχρή
τον αρραβωνιασμένο
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα
γρυκά και κρουταλιούσαν
τα χέρια που την σφάζανε
κι απού την καταλιούσαν
Σηκώσου Σουσανάκι μου
και σβήσε και το λύχνο
μ’αλλού τα λεν τα κούρταλα
κι αλλού το λέει ο χτύπος
Σε λίγη ώρα σε πολύ
εξάνα κουρταλιούσαν
τα χέρια που τη σφάζανε
κι απού τη καταλιούσαν
Σηκώσου Σουσανάκι μου
να πας να του ανοίξεις
γιατί ναι ο ύπνος μου βαθύς
να φύγω δε μ’αφήνει
Κι όντε τη σκάλα τσι κατέβαινε
να πα να του ανοίξει
απο τη κλειδονιαστρα τσι
ογια να σωντηρήξει
Καλώς το τ’αδερφάκι μου
τ’αλάργο ξωρισμένο
απου βαστά στο χέρι ντου
χατζέρι ακονισμένο
Βάλε Σουσάνα μου νερό
και διψασμένος είμαι
κι απο τη στράτα την πολλή
μπαϊλντισμένος είμαι
Παίρνει γυαλένιο μαστραπά
να πάει να του βάλει
κάτω απ’το περβόλι τσι
κρυγιό απ’το πηγάδι
Σαν αναπνιά εγρύκιξε
στη κλίνη τσ’από κάτω
το σεντονάκι σήκωσε
θωρείντω και κοιμάτω
Πάει η Σουσάνα το νερό
κείνος νερό δε θέλει
με τ΄αγριο την κοίταξε
με το γλυκύ τσι λέει
Τι έχεις Σουσανάκι μου
στη κλίνη σου από κάτω
και μπουρδανιά άνοιξες επά
και μήδε κάτεχάτω
Δεν ξέρω αδερφάκι μου
νυστάζεις ή κοιμάσαι
νυστάζεις κι ονειρεύεσαι
ή που ρει φαίνεταί σου
Κοίταξε την παλιόσκροφα
λόγια που μου τα λέει
ομπρός με κάνει κερατά
κι οπίσω μου ίντα λέει
Βγάνει το χατζεράκι ντου
και κόβει η αναπνοή τσι
και στη καρδιά τσι τόκατσε
ογιά να βγει η ψυχή τσι
Κι από τα τόσα τάλανα
που κανε το κορμί τσι
εσείστηκε η κλίνη τσι
κι ένιωσε ο Μπαχρής τσι
Σουσάνα ποιός σου τ’ακανε
αυτάνα να τα τέλη
α που να του τα κάνουνε
σ’όποια μεριά κι α μπέρνει
Ο αδερφός μου ο Γιωργής
από τα πάνω μέρη
εκείνος σας μου τ’άκανε
αυτάνα να τα τέλη
Άμεμε μάνα στου γιατρού
να γιάνει το κορμί μου
κι όσα κι αν σου γυρέψουνε
δίδει τα ο Μπαχρής μου
Αν σου γυρέψουν εκατό
και χίλια πεντακόσα
δίδει τα ο Σερί Μπαχρής
αν είναι κι άλλα τόσα
Κι από τη χέρα την αρπά
και στου γιατρού την πάει
μα ο γιατρός να τηνε ιδεί
τα χείλη του δαγκάνει
Εις του θανάτου τσι πληγές
βοτάνια δε χωρούνε
μηδέ γιατροί γιατρεύουνε
μηδέ Αγιοί βοηθούνε
Κι από τη χέρα την αρπά
στο σπίτι τσι την πάει
μηδέ νερό μπορεί να πιεί
μηδέ ψωμί να φάει
Τη Κυριακή ξημέρωμα
ως έσχιζεν η μέρα
εψυχωμάχε η λύγερη
του Κάστρου η περιστέρα
Κι μάνα τσι μπενόβγαινε
τσαγγουρνοφονεμένη
μισεύγεις θυγατέρα μου
κι ίντα μου παραγγέλνεις
Μισέυγω παραγγέλνω σου
ανάθεμα κατάρα
α’δε με θάψεις στο Δαφνέ
γη στην Αγιά Τριάδα
Εκειά που θάφτουν τσι όμορφες
και τσι καλές κοπέλες
εκειά που θάφτουν τσι συνορόνυμφες
και τσ’αρραβωνιασμένες
Να πεις και του Σερί Μπαχρή
αν είναι παλληκάρι
να χτίσει το μεζάρι μου
σαφή μαργαριτάρι
Να πεις και του Σερι Μπαχρή
σαν είναι κυπαρίσσι
να χτίσει στό μεζάρι μου
μια κρουσταλένια βρύση
Κι απούχει πόνο στήν καρδιά
να πιεί να μή ρωτήξει
μα της Σουζάνας το νερό
θα τον παρηγορήσει
Ηλίας Στυλιανού Βροντάκης