Αναδημοσίευση από : madeincreta.gr
Οι θύμησες του τον γυρίζουν στα κατοχικά χρόνια στο χωριό και κάνει συγκρίσεις
Τα χρόνια από τη γερμανική υποδούλωση έφυγαν σαν το… τρεχούμενο νερό, όμως, στους ολίγους επιζώντες των κατοχικών χρόνων, οι θύμησες παραμένουν «καρφωμένες» σε ναζιστικές εικόνες και παραστάσεις των κυρίαρχων στα χωριά της Κρήτης! Ο Κώστας Καλομενόπουλος, ας πούμε, στο άλλοτε ακμαίο πληθυσμιακά Νεφς Αμάρι, «φορτωμένος» με τα σκληρά κατοχικά βιώματα και τις πάμπολλες εμπειρίες ζωής, κρατά και σήμερα στα 85 του χρόνια, φωλιασμένες στην… αποθήκη του βιού του ποικίλες συμπεριφορές συγχωριανών και ορισμένων από τους κατακτητές…
Έχει, για παράδειγμα ακόμα, την εικόνα που «ένας από αυτούς τους Γερμανούς, και φαίνεται πως ήταν καλός», καθημερινά και κάθε πρωί έβρισκε «τον Κωστή Πηγουνάκη και του έδινε ζάχαρη, καφέ, μαρμελάδα και δεν ξέρω τι άλλο για τα δυο του παιδιά ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που είχε». Το «δώσε» έφερνε το νου του Γερμανού στα δυο του παιδιά της ίδιας ηλικίας, που είχε αφήσει στην πόλη του και ήλθε στην Κρήτη «να πολεμήσει για την πατρίδα του».
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Ο Κώστας Καλομενόπουλος φέρνει στις αναμνήσεις του και «τον Αυστριακό που μας έλεγε τον πρώτο καιρό που ήλθαν, σε εμάς τα παιδιά των 10,11,12 χρονών στο χωριό, ότι δεν θέλουν τον πόλεμο αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς γιατί άλλοι τους διάταζαν και έπρεπε να εκτελέσουν». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μανώλη Μ. Πετρακάκη, ηλικίας τότε 17 χρόνων, η πρώτη αναγνωριστική επίσκεψη των Γερμανών στο Νεφς Αμάρι έγινε «με μια τρίκυκλη μοτοσυκλέτα δυο μέρες μετά που καταλάβανε την Κρήτη» και μαζί τους έφεραν και τον νομάρχη Μαρκιανό.
Από την αρχή εγκατέστησαν φυλάκιο με αξιωματικό και δέκα στρατιώτες στο σπίτι του Μανώλη Καλομενόπουλου που είχαν επιτάξει και ο ίδιος είχε μεταναστεύσει στην Αφρική. Η συνύπαρξη με τους κατοίκους ήταν ομαλή και συχνά καλούνταν και συνεόρταζαν σε γλέντια και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις και ο Πετρακάκης θυμάται «τον Χανς κι έπαιζενε τ’ ακορντεόν, ένα-γ-καλό άνθρωπο, και πηγαίναμε κάθε βράδυ στο σπίτι τ’ Αλικαμπιώτη του Μιχάλη κι έπαιζενε τ΄ακορνεόν…»
Στην αντιστασιακή δράση των κατοίκων, που φυσικά αδυνατούσαν να μείνουν απαθείς, πρωτοστατούσε ο Μανώλης Αλ. Πετρακάκης που με τον συγχωριανό του Μανώλη Κούνουπα συγκρότησαν ένοπλη ομάδα ενώ ο πρώτος στη συνέχεια εντάχθηκε στην ομάδα «Ψηλορείτης» του καπετάν Γιώργη Πετρακογιώργη και συμμετείχε σε μάχες και πολεμικά γεγονότα που έδωσε.
Ωστόσο, πέρα από το φυλάκιο που δημιούργησαν οι κατακτητές και τη συνεργασία του επικεφαλής του με τον διοικητή του τμήματος Χωροφυλακής Φρονιμάκη που ήταν άριστη αφού εκτελούσε με περίσσια προθυμία τις εντολές του, στο κτίριο που στεγάζονταν μεταπολεμικά του Ειρηνοδικείο Αμαρίου, χρησιμοποιήθηκε και ως στρατώνας δυναμικότητας «τριάντα στρατιωτών που εκπαιδεύονταν».
«ΚΑΤΟΧΗ ΑΛΛΟ ΣΟΙ…»
Το χωριό στο μεταξύ, όλα τα χρόνια της παραμονής τους εκεί, «ζώνονταν» συχνά ή για τη συγκέντρωση εργατών σε έργα στο αεροδρόμιο Τυμπακίου, στη Σχολή Ασωμάτων και στην κατασκευή του δρόμου από τις Μέλαμπες στην Αγία Γαλήνη. Οι κάτοικοι για να ειδοποιούνται έγκαιρα για την επικείμενη επίσκεψη είχαν αναθέσει «στον Νίκο Σιγανό και ανέβαινε κάθε βράδυ στο καμπαναριό της εκκλησίας και παρακολουθούσε», ενώ εργάτες που επιτάσσονταν, συχνάκις διέφευγαν της προσοχής των Γερμανών και κρύβονταν σε χωριά κατά την οδοιπορία τους για τα έργα όπως «ο Ανδρέας Καναβάς που μπήκε σε ένα ρυάκι στο Χωρδάκι και γύρισε στο χωριό»
«Άλλο σόι κατοχή έχουμε σήμερα», συγκρίνει τα χρόνια υποδούλωσης με τα σημερινά των μνημονιακών δυσκολιών ο Κώστας Καλομενόπουλος. Αν και μαθήτευσε για ένα χρόνο ως ράφτης δίπλα στον Γιώργη Δρετουλάκη στο ραφείο του στο «Καμαράκι» της πόλης του Ρεθύμνου, γύρισε στο χωριό του και έμαθε τσαγκάρης κοντά στον πατέρα του και σε άλλες, «λίγο απ’ όλα», απασχολήσεις στη γεωργία και τη κτηνοτροφία…
«Μας τσακίζει σήμερα το οικονομικό», λέει. «Είχαμε μάθει να δίδουμε στα παιδιά και στα εγγόνια από το υστέρημά μας για να τα ευχαριστήσουμε και τώρα δεν μπορούμε. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε ξεφύγει και ξοδεύαμε χωρίς έλεγχο. Και εμάς που περάσαμε τόσα και τόσα δεν μας κακοφαίνεται γιατί είχαμε μάθει μια ζωή στη λιτότητα, αλλά τι θα γίνουν οι νέοι; Σίγουρα είναι καλύτερα από προπολεμικά που ζήσαμε εμείς και υποφέραμε. Όλα, είναι αλήθεια αυτό, ξεκινούν από τους πολιτικούς…»