Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης

Επίτιμος ΄Εφορος Αρχαιοτήτων

Από την εμφάνιση του «έμφρονος ανθρώπου» στη Γη (Homo sapiens) μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές ανακαλύψεις και εφευρέσεις, οι οποίες δικαίως θεωρούνται σπουδαίοι σταθμοί στην εξέλιξη του πολιτισμού και συνέβαλαν μεγάλως στην πρόοδο της ανθρωπότητος γενικότερα. Ορισμένοι πιστεύουν, ότι από τις ανακαλύψεις αυτές οι επόμενες δύο είναι οι σπουδαιότερες : Πρώτον η εφεύρεση και η χρήση υπό του ανθρώπου του εργαλείου και δεύτερον η εφεύρεση και η χρήση της γραφής, ύστερα από την κατάκτηση της γλώσσας.

Η ανακάλυψη και η χρήση της γραφής χρησιμοποιήθηκε αρχικά μεταξύ άλλων για την σύνταξη θεογονιών, γενεαλογιών ημιθέων, ηρώων, βασιλέων και Δυναστειών, ιδρυτών πόλεων και διαφόρων άλλων σημαντικών μυθικών και ιστορικών προσώπων, που συνδέονται άμεσα με τον χρόνο. Από τα αρχαιότερα διατηρούμενα γραπτά κείμενα του παρελθόντος είναι οι θεογονίες, οι κοσμογονίες και οι χρονολογικοί κατάλογοι βασιλέων και ιδρυτών πόλεων και διάφορα ημερολόγια.

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Χρόνος ήταν θεότητα, η οποία προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο φιλόσοφος Φερεκύδης (6ος αι. π. χ.) αναφέρει τον χρόνο ως θεότητα. Ο Φερεκύδης κατήγετο από την νήσο των Κυκλάδων Σύρο, ίδρυσε μία Σχολή στη Σάμο, όπου και έδρασε και υπήρξε δάσκαλος του Πυθαγόρα. Στο έργο του «Πεντέμυχος» αναπτύσσει μία μυστικιστική θεογονία και αναφέρει τρία κύρια προσωπικά ονόματα : Ζης, Χρόνος και Χθονία

Κατά την διδασκαλία του Ορφισμού – θρησκείας αρχαιότερης του Δωδεκάθεου του Ολύμπου – ο χρόνος είναι η αρχή του κόσμου, ενώ σύμφωνα με την αρχαία ελληνική ποίηση : «Χρόνος πατήρ πάντων». Κατά τον Στωϊκό φιλόσοφο Καρνεάδη (214-129μ π. Χ.) : «Νόημα και μέτρον τον χρόνο είναι, ου πράγμα», ήτοι ο χρόνος δεν έχει αντικειμενική και υλική υπόσταση, αλλά είναι απλά και μόνο έννοια, η οποία συλλαμβάνεται με το νου και μπορεί να μετρηθεί.

Πολλοί φιλόσοφοι και διανοούμενοι υποστηρίζουν, ότι περισσότερα εννοιολογικά και αντιθετικά ζεύγη, όπως π. χ. : ωραίο – άσχημο, ευχάριστο – δυσάρεστο, εύκολο – δύσκολο και άλλα, δεν έχουν υλική και αντικειμενική υπόσταση, αλλά είναι αξίες, οι οποίες φέρουν χαρακτήρα υποκειμενικό και αποδίδονται από τα πρόσωπα που τις φέρουν σε πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις κλπ.

Ο χρόνος είναι έννοια, η οποία εκφράζει την διαδοχή και την διάρκεια γεγονότων και διακρίνεται ως εξής :

1)Απόλυτος χρόνος : Στην κλασσική Μηχανική ο χρόνος θεωρείται ως να ρέει ανεξάρτητα από οποιοδήποτε φαινόμενο που συμβαίνει στη φύση και από οποιοδήποτε σύστημα αναφοράς. Σύμφωνα με τον Ισαάκ Νεύτωνα ή Νιούτον (* 1642 – + 1727) : «Ο αληθινός, απόλυτος και μαθηματικός χρόνος, από την ουσία και την φύση του, ρέει ομοιόμορφα, χωρίς αναφορά σε

τίποτα το εξωτερικό». Κατά την άποψη αυτή ο χρόνος ρέει ανεξάρτητα από το γεγονός ότι συμβαίνει οποιαδήποτε μεταβολή. Οι μεταβολές συμβαίνουν μέσα στον χρόνο, αλλά δεν είναι χρόνος.

Με τον χαρακτήρα του ως μεγέθους, που συνδέεται νοητικά με την έννοια της διαδοχής γεγονότων (πεπερασμένων, παρόντων ή μελλόντων), ο χρόνος νοείται θεμελιώδες μέγεθος στα συστήματα μονάδων μετρήσεως. Η αρχέγονη μονάδα μέτρησης του χρόνου ήταν ασφαλώς η ημέρα, η οποία εννοείτο ως ένας πλήρης κύκλος φωτός και σκότους.

2)Ουράνιος χρόνος : Νοείται η περιστροφή της Γης γύρω από έναν σταθερό αστέρα.

3)Ηλιακός χρόνος : Σύνδεση του χρόνου προς την φαινομενική κίνηση του Ηλίου. Ηλιακή ημέρα είναι ο χρόνος ανάμεσα σε δύο μεσημέρια. Ο ηλιακός χρόνος διαφέρει από τόπου σε τόπο. ΄Οργανα μέτρησης αυτού υπήρξαν αρχικά τα ηλιακά ωρολόγια, αργότερα οι κλεψύδρες (με νερό ή άμμο) και κατόπιν τα ωρολόγια.

4)Πολιτικός χρόνος : Αρχίζει τα μεσάνυκτα και όχι το μεσημέρι και διαρκεί έως τα επόμενα μεσάνυκτα.

Τόσον η έννοια του χρόνου, όσο και εκείνη του χώρου είναι απολύτως απαραίτητες για την σύλληψη και κατανόηση υπό του ανθρώπου της ύπαρξης, «του Είναι», σύμφωνα με τους εκπροσώπους της φιλοσοφίας του Υπαρξισμού.

Ο κύριος εκπρόσωπος του Γερμανικού Υπαρξισμού Μάρτιν Χάϊντεγκερ (Martin Heidegger, 1889-1976), ο οποίος έχει χαρακτηρισθεί και ως «ο φιλόσοφος της μερίμνης», πίστευε και δίδασκε, ότι ανάμεσα στα διάφορα έμβια όντα, ο άνθρωπος είναι το μόνο ον, το οποίο μπορεί να ερευνά και επομένως το μόνον που μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει την έννοια της ύπαρξης, που αποτελεί το πραγματικό αντικείμενο της φιλοσοφίας. Από όλα τα έργα τα οποία συνέγραψε, σπουδαιότερο θεωρείται εκείνο, το οποίο φέρει τον τίτλον : «Είναι και Χρόνος» (Sein und Zeit, Halle 1927). Βασική αρχή στο έργο αυτό αποτελεί η άποψη του συγγραφέα του, ότι «η γλώσσα, ο λόγος είναι ο οίκος του Είναι» και ότι Είναι και χρόνος αποτελούν θεμελιώδεις έννοιες, που συνδέονται άμεσα και αναπόσπαστα μεταξύ των.

Ο ίδιος παρατηρεί, ότι : « Η έσχατη έννοια του υπάρχειν (Dasein), η οποία είναι η ύπαρξις του ανθρώπου, είναι μία διαδικασία χρονοποιήσεως» (M. Heidegger, Sein und Zeit, Halle 1927, σ. 19, 327). H χρονοποίηση αυτή του υπάρχειν (Dasein) έγκειται εις την ενότητα των τριών εκστατικών φάσεών του (παρελθόν, παρόν, μέλλον, τα οποία είναι τρία μέρη του χρόνου), εξ ων το κύριον είναι το μέλλον , καθ΄ όσον ο χρόνος εκβάλλει εκ της προβολής ενός παρελθόντος, όπερ διεγείρει το παρόν, προς το μέλλον».

Από ενωρίς καθιερώθηκε το έτος των 365 ημερών, το οποίο διαιρέθηκε σε μήνες, σύμφωνα με τις φάσεις της σελήνης (μήνη = μήνας), σε εβδομάδες κλπ. Οι αρχαίοι ΄Ελληνες για την χρονολόγηση των διαφόρων γεγονότων χρησιμοποιούσαν ως γνωστό τις Ολυμπιάδες. Οι Ολυμπιακοί αγώνες ετελέσθησαν για πρώτη φορά στην Ολυμπία της ΒΔ Πελοποννήσου το έτος 776 π. Χ. και έκτοτε συνέχισαν να τελούνται ανά τετραετία. Εμπνευστής και ιδρυτής των Ολυμπιακών αγώνων σύμφωνα με παλαιά παράδοση υπήρξε ο Ηρακλής και σύμφωνα με άλλη παράδοση υπήρξε ο Πέλοπας. Οι τελευταίοι Ολυμπιακοί αγώνες κατά την αρχαιότητα ετελέσθησαν το έτος 393 μ. Χ., διότι ο τότε Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μέγας Θεοδόσιος (379-395 μ. Χ.) απηγόρευσε την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων, επειδή τους εθεώρησε τελευταίο υπόλειμμα της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, εκείνης των εθνικών.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ύστερα από τις εκτεταμένες και επιτυχείς ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην αρχαία Ολυμπία, ο σπουδαίος Γάλλος μελετητής των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού γενικώς, κοινωνιολόγος και παιδαγωγός Ντε Κουπερτέν, ανέλαβε την πρωτοβουλία, επραγματοποίησε διαλέξεις και τελικά επέτυχε να συνεχισθεί η τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων, ύστερα από διακοπή 1503 ετών. ΄Ετσι ετελέσθησαν και πάλιν για πρώτη φορά κατά τα νεώτερα χρόνια οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα (από 24/03- 2/04/1896 ) και έκτοτε συνεχίζεται η τέλεση αυτών ανά τετραετία σε διάφορες μεγάλες πόλεις του κόσμου και η Ολυμπιακή ιδέα και το Ολυμπιακό πνεύμα εμπνέει ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Σύμφωνα με τους Ρωμαίους η Ρώμη ιδρύθηκε το έτος 754/753 π. Χ. και αυτό αποτελούσε την αρχή της χρονολογίας των. Το έτος άρχιζε την 1η Μαρτίου και ετελείωνε την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου. Οι μήνες του έτους αρχικά ελάμβαναν τα ονόματα αυτών κατά σειράν από τα τακτικά αριθμητικά, ήτοι : πρώτος (Μάρτιος), δεύτερος (Απρίλιος), τρίτος (Μάϊος) κλπ., αργότερα ορισμένοι από αυτούς έλαβαν άλλα ονόματα, ενώ οι υπόλοιποι διετήρησαν ως ονόματα αυτών μέχρι σήμερα, εκείνα, τα οποία προήρχοντο από τα τακτικά αριθμητικά, όπως π. χ. : Σεπτέμβριος (ο έβδομος μήνας), Οκτώβριος (ο όγδοος), Νοέμβριος (ο ένατος) και Δεκέμβριος (ο 12ος μήνας).

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους και μέχρι σήμερα το εκκλησιαστικό έτος αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου και περατούται την 31 Αυγούστου. Κατά την 1η Σεπτεμβρίου τελείται η εορτή της Ινδίκτου, δηλ. της πρώτης ημέρας του νέου εκκλησιαστικού έτους. Αυτό είναι σύμφωνο προς το γεωργικό έτος, διότι από τον Σεπτέμβριο αρχίζει η προετοιμασία για την καλλιέργεια της γης και την σπορά και περατούται τέλη Αυγούστου, που συμπίπτει περίπου προς το τέλος την συγκομιδής των δημητριακών, του τρύγου και της συλλογής των διαφόρων γεωργικών προϊόντων.

Μεγάλη είναι επίσης η σημασία του θρησκευτικού έτους, με τις διάφορες θρησκευτικές εορτές, όπως είναι μεταξύ άλλων : οι εορτές του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και εορτή των Θεοφανίων ή των Φώτων), ακολουθεί η εορτή του Πάσχα και η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαίο, ότι στην αρχή περίπου του εκκλησιαστικού έτους εορτάζεται το Γενέσιον της Παναγίας (8η Σεπτεμβρίου) και στο τέλος αυτού η Κοίμηση της Θεοτόκου ή Πάσχα του καλοκαιριού (15η Αυγούστου), όπως συνήθως ονομάζεται.

Για την μεγάλη σπουδαιότητα των διαφόρων θρησκευτικών γενικά εορτών θα πρέπει να ενθυμούμεθα το αρχαίο ελληνικό γνωμικόν : «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος», ήτοι : «Ζωή χωρίς εορτές, ομοιάζει με μακρά οδό, χωρίς σταθμούς, χωρίς στάσεις αναπαύσεως σωματικής και ψυχικής, χωρίς ευχάριστες εναλλαγές και δυνατότητες διασκεδάσεως και ανανεώσεως. Οι πάσης φύσεως εορτές εκτός των άλλων, έχουν και κοινωνιολογικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα.

Για τους Μωαμεθανούς γενικώς η αρχή της χρονολογίας των τίθεται στο έτος της Εγείρας (αρχή του δημοσίου κηρύγματος υπό του Προφήτου αυτών Μωάμεθ, περίπου * 570 – + 632 μ. Χ.), ήτοι στο 623 μ. Χ. Υπάρχει το θρησκευτικό έτος με σεληνιακούς μήνες, σύμφωνα με το οποίο εορτάζεται το Κουρμπάν Μπαϊράμ (Εορτή της θυσίας), εορτή που σε σπουδαιότητα αντιστοιχεί περίπου με το Πάσχα των Χριστιανών και υπάρχει παράλληλα σε χρήση και το πολιτικό έτος.

Ο άνθρωπος αρχικά, στις λεγόμενες «πρωτόγονες ή ορθότερα αρχαϊκές κοινωνίες», ήταν αναγκασμένος εκ των πραγμάτων, να αφιερώνει σχεδόν εξ ολοκλήρου τον χρόνο, που είχε στη διάθεση του, στο να εξασφαλίσει την αυτοσυντήρησή του, την ασφάλειά του και την διαιώνιση του είδους αυτού. Με την πάροδο του χρόνου και σχετικά από πολύ ενωρίς καθιερώθηκε η εβδομάδα των επτά ημερών, ήτοι έξι ημέρες αφιερωμένες στην εργασία και η εβδόμη στην ανάπαυση.

Κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες και την εβδόμη ανεπαύθη (Γένεσις Β΄, 1-3). Ενώ κατά τον Δεκάλογο του Μωυσέως (περίπου 13ος αι. π.Χ.) : «΄Εξι μέρες εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε εβδόμη τη ημέρα Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου» (΄Εξοδος Κ΄, 8-11 ). Στην πραγματικότητα πρόκειται για την καθιέρωση της εβδομάδας των έξι εργασίμων ημερών.

Με την παρέλευση των χρόνων η εβδομάδα των έξι εργασίμων ημερών περιορίσθηκε στην πενθήμερη εργασία και σε ορισμένες χώρες τείνει να περιορισθεί στις τέσσερις εργάσιμες ημέρες. Διά του τρόπου αυτού ο ελεύθερος χρόνος που απομένει στους ανθρώπους είναι μεγάλης διάρκειας και προκύπτει το θέμα της διαχείρισης και της ορθής χρησιμοποίησης αυτού.

Σημειωτέο, ότι ενόσω ο άνθρωπος ασχολείται μόνο με την εξασφάλιση των αναγκαίων προς το ζην, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμός. Όταν ο άνθρωπος κατορθώσει και εξασφαλίσει τα προς το ζην αναγκαία και του μένει ελεύθερος χρόνος, τον οποίον μπορεί να χρησιμοποιήσει ελεύθερα και κατά βούληση, τότε δημιουργείται ο πολιτισμός.

Στην ύπαιθρο και στις αγροτικο-κτηνοτροφικές κοινωνίες το θέμα αυτό δεν είναι τόσον οξύ, διότι οι ασχολούμενοι με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες είναι σχεδόν απασχολημένοι καθ΄ όλη την διάρκεια του έτους και τον ελεύθερο χρόνο των μπορούν καλύτερα να τον διαχειρισθούν, αφιερώνοντας μέρος αυτού σε κοινωνικές σχέσεις κλπ.

Το πρόβλημα εμφανίζεται οξύτερο στις αστικές κοινωνίες και ειδικότερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, για το πώς δηλαδή οι εργαζόμενοι θα χρησιμοποιήσουν καλύτερα τον ελεύθερο χρόνο, τον οποίον διαθέτουν. Ο χρόνος μπορεί να είναι φίλος, μπορεί όμως να αποβεί και εχθρός, ειδικά, όταν κάποιος δεν ξέρει πώς να τον διαχειρισθεί. Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που έκαστος σκέπτεται, προγραμματίζει και χρησιμοποιεί τον ελεύθερο χρόνο του.

Τόσο οι νεότεροι, οι οποίοι είναι ακόμη στο στάδιο της παραγωγικής περιόδου της ζωής των, όσον και οι συνταξιούχοι, οι οποίοι διαθέτουν ακόμη περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα πρέπει να έχουν πολλά και διάφορα ενδιαφέροντα, προκειμένου να διαχειρίζονται σωστά τον ελεύθερο χρόνο των και να τον χρησιμοποιούν, προκειμένου να μην πλήττουν. Εκείνοι μπορούν να αφιερώνουν χρόνο στην σωματική άσκηση, στο περπάτημα, στην επαφή με την φύση, στην κολύμβηση, στη μελέτη, στην πραγματοποίηση εκδρομών, στην επίσκεψη Αρχαιολογικών Χώρων, Μουσείων και Μνημείων, στην συμμετοχή σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, στην παρακολούθηση διαλέξεων και επιμορφωτικών φροντιστηρίων, σε προσφορά εθελοντικής εργασίας κλπ.

Πρέπει κάποιος να είναι πεπεισμένος, ότι η εργασία και η απασχόληση δεν είναι πρώτιστα και μόνον για να κερδίζει χρήματα και να έχει υλικά οφέλη, αλλά ότι η εργασία και η δημιουργία προσφέρουν ικανοποίηση και πλουτίζουν την ζωή μας.

Η σωματική και φυσική άσκηση, σε συνδυασμό προς σωστή δίαιτα και πνευματική απασχόληση – πρβλ. το αρχαίο γνωμικό : «νους υγιής, εν σώματι υγιεί» – αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις, προκειμένου κάποιος να μπορεί να έχει καλύτερη ποιότητα στη ζωή του και να ζήσει περισσότερα χρόνια, υγιής σωματικά, ψυχικά και πνευματικά.

Αντιθέτως η καθιστική ζωή, η υπερβολική κατανάλωση τροφής και επιβλαβών ποτών (αλκοόλ), το κάπνισμα, η εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες, η χαρτοπαιξία και η έλλειψη ενδιαφερόντων γενικά, αποτελούν αρνητικές προϋποθέσεις, οι οποίες, όχι μόνο υποβιβάζουν την ποιότητα της ζωής, αλλά και οδηγούν σε διάφορες ασθένειες ψυχικές και σωματικές και συντομεύουν την διάρκεια της ζωής.

Ο μεγάλος νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλωτίνος (*205 – + 270 μ. Χ.), η διδασκαλία του οποίου επηρέασε σημαντικά μεταξύ άλλων και πολλούς Χριστιανούς συγγραφείς, συνδέει τον χρόνο όχι με τον φυσικόν κόσμο, αλλά με την ψυχή και την αιωνιότητα. Ο Πλωτίνος γράφει τα εξής : «Ο χρόνος είναι η ζωή της ψυχής, συνισταμένη στην κίνηση, διά της οποίας η ψυχή μεταβαίνει από μίαν κατάσταση ζωής σε μίαν άλλη κατάσταση επίσης ζωής. (Πλωτίνος, Εννεάδες, Γ΄, 7, 11). Συνεπώς, ο χρόνος είναι μία προοδευτική επιμήκυνση της ζωής της ψυχής (Πλωτίνος, Εννεάδες Γ΄, 7, 12)».—-

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης

Ρόδος, 18-12-2022.-

Αριθμός Προβολών: 73