Μιχάλης Γ. Βοσκάκης
Όταν το καλοκαίρι του 1971, σε ηλικία εφτά χρονών, ανέβαινα, πάνω σε γαϊδουράκι, από τις Κουρούτες Αμαρίου στο πρινοδάσος Παρδί του Ψηλορείτη [1], μαζί με μια παρέα συγγενών και επισκεπτών του χωριού μου, δεν θα μπορούσε, βέβαια, να περάσει από το μυαλό μου ότι αυτό το ορεινό μονοπάτι που ακολουθούσαμε ήταν, ίσως, μέρος του ίδιου μονοπατιού που είχε ακολουθήσει στην κατάβασή του από τον Ψηλορείτη στις Κουρούτες ο γνωστός γιατρός και αρχαιολόγος Ιωσήφ Χατζηδάκης (το 1881 ή λίγο πριν) και στην ανάβασή του -από ένα σημείο και μετά- ο Άγγλος περιηγητής, φυσιοδίφης και συγγραφέας, Aubyn Bernard Rochford Trevor-Battye (1855-1922). Ο Trevor-Battye, το 1909 [2], ξεκινώντας την ημέρα της ανάβασης από το Αποδούλου -όπως και ο Χατζηδάκης- επίσης ανέβηκε στον Ψηλορείτη, από κουρουθιανό μονοπάτι, και μάλιστα συνάντησε στη διαδρομή και τον προπάππου μου Γιάννη Ζαχ. Κατσούγκρη (Κατσουγκρογιάννη) μαζί με τον αδερφό του Αντώνη (Κατσουγκραντώνη), και τους φωτογράφησε έξω από το κατάλυμά τους.
Τον 19ο αιώνα, ο Ιωσήφ Χατζηδάκης είχε χρησιμοποιήσει ως οδηγό του ίδιου και του αδερφού του για την κορφή Τίμιος Σταυρός του Ψηλορείτη, έναν εικοσάχρονο νέο από το χωριό Νίθαυρη. Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα, στις αρχές Ιουνίου του 1909, ο Trevor-Battye χρησιμοποίησε ως οδηγό έναν κάτοικο Αποδούλου που λεγόταν Γιάννης. Η ανάβαση στον Ψηλορείτη έγινε με ένα ημι-σκελετωμένο γκρι άλογο και ένα μουλάρι, που είχαν φτάσει στην περιοχή της Αμπαδιάς Αμαρίου από τα Χανιά, συνοδευόμενα από έναν νεαρό μουσουλμάνο ημιονηγό, τον Αλή (Trevor-Battye, σελ. 96-97). Οι δύο από τους τρεις άντρες ανέβηκαν στην ψηλότερη κορφή του Ψηλορείτη, τον Τίμιο Σταυρό, και έπειτα όλοι μαζί κατέβηκαν στο οροπέδιο της Νίδας. Από εκεί, ο Γιάννης επέστρεψε στο Αποδούλου, μη αντέχοντας άλλο τον πονηρό Αλή, όπως είχε πει, και ένας ηλικιωμένος βοσκός ανέλαβε, στη θέση του, να οδηγήσει τον Trevor-Battye και τον Αλή στο Ηράκλειο, μέσω του χωριού Κρουσώνας (Trevor-Battye, σελ. 134). Στη συνέχεια, ο Trevor-Battye επισκέφθηκε και άλλα μέρη της Κρήτης.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1913, οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Aubyn Trevor-Battye, με σημειώσεις από την παρατήρηση της ζωικής και φυτικής ζωής του νησιού, δημοσιεύτηκαν με τον τίτλο: «Camping In Crete», στο Λονδίνο, από τις εκδόσεις Witherby & Co, μαζί με 32 φωτογραφίες και ένα χάρτη της Κρήτης. Ολόκληρο το κείμενο του περιηγητή υπάρχει στην ιστοσελίδα: https://archive.org/details/campingincretewi00trev
Εδώ έχω μεταφράσει και παραθέτω τα κεφάλαια 3 και 4 (σελ.108 – 122) από το τρίτο μέρος (επί συνόλου πέντε) της περιγραφής του ταξιδιού του Trevor-Battye, στο οποίο (τρίτο μέρος) ξεκινώντας από τα Σφακιά στις 4 Ιουνίου, ακολούθησε τη διαδρομή: Σφακιά – Μονή Πρέβελη – Αποδούλου – Ψηλορείτης (μέσω Κουρουτών) – οροπέδιο Νίδας – Κρουσώνας – Ηράκλειο. Τα μεταφρασμένα κεφάλαια 3 & 4 του τρίτου μέρους, περιέχουν τις περιηγητικές
εντυπώσεις από το ξεκίνημα από το Αποδούλου μέχρι και την άνοδο και την ολιγόωρη παραμονή του Trevor-Battye και του οδηγού του Γιάννη στην κορφή Τίμιος Σταυρός του Ψηλορείτη:
3ο ΜΕΡΟΣ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Από το Αποδούλου προς το Όρος Ίδη
Είναι βίωμα κάθε ταξιδιώτη, ότι ορισμένες μέρες ξεχωρίζουν με μια ιδιαίτερη καθαρότητα, έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, που τις απομακρύνει εντελώς από το γενικό φόντο. Οι υπόλοιπες μπορεί να ξεθωριάζουν, και ξεθωριάζουν, αλλά αυτές επιμένουν – ένα στοιχείο της ίδιας της μνήμης. Και από τις μέρες που πέρασα στην Κρήτη, δύο ή τρεις είναι έτσι ανεξίτηλες, εκείνες με κέντρο τον Κουρνά, και εκείνες που αφορούσαν στο όρος Ίδη και την πεδιάδα [οροπέδιο] Νίδα. Αυτές οι εντυπώσεις είναι εντελώς ανεξάρτητες από οτιδήποτε έχει επιτευχθεί. Πράγματι δεν υπάρχει χώρος για ηρωικά επιτεύγματα σε αυτό το μικρό νησί – τίποτα που η καλή υγεία και η μέτρια δραστηριότητα δεν μπορούν να επιτύχουν με σχετική ευκολία. Το ταξίδι στην κορυφή του όρους Ίδη δεν είναι ανάβαση, όπως χρησιμοποιούν οι ορειβάτες αυτή τη λέξη, είναι απλώς μια πεζοπορία που περιλαμβάνει απότομες κλίσεις. Όχι, δεν ήταν επειδή ανεβήκαμε στην Ίδη, αλλά μάλλον η αλλαγή και η ομορφιά των τοπίων, η νέα βλάστηση, η ζωή των πτηνών, η ζωή των φυτών, η ποικιλία των βράχων, που δημιούργησαν μια διαρκή εικόνα. Αν κάτι άλλο συνέβαλε σε αυτόν τον σκοπό, θα πρέπει να εναπόκειτο στη διάθεση της στιγμής∙ όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν μέρες που η εγρήγορση και η δεκτικότητα κάποιου βρίσκονται στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους και το πνεύμα του είναι σε απόλυτη αρμονία με τις φυσικές επιρροές.
Το πρωί έλαβα τα ευχάριστα νέα ότι είχε βρεθεί ένας άντρας για να πεταλώσει τα ζώα μας, οπότε έμενε μόνο να κανονίσουμε τη διαδρομή μας και μετά από ένα πρωινό με τσάι και αυγά, η Πολιτοφυλακή και οι χωρικοί είχαν μια διαβούλευση. Υπάρχουν δύο πιθανές διαδρομές προς την Ίδη από το Αποδούλου, μία μέσω των Κουρουτών και μία μέσω των Καμαρών. Το ερώτημα ήταν ποια ήταν η ευκολότερη για τα ζώα μας, και η απόφαση ήταν υπέρ της διαδρομής μέσω Κουρουτών.
Ο λοχίας μάς είχε βρει έναν οδηγό που γνώριζε καλά τον δρόμο από τις Κουρούτες ∙ το όνομά του ήταν Ιωάννης και ήταν κοινώς γνωστός ως Γιάννης ή -όπως θα λέγαμε- Τζόνι. Ήταν ένας από τους πιο στοχαστικούς, πιο ευχάριστους και πιο πιστούς συντρόφους που έχω συναντήσει ποτέ σε οποιοδήποτε από τα ταξίδια μου.
Ο λοχίας και δύο από τους άντρες του ήρθαν μαζί μας μέχρι κοντά στις Κουρούτες. Οι Κουρούτες, μου είπε, ήταν το χωριό των δυνατών αντρών∙ ήταν όπως είπε, φημισμένο σε όλη την Κρήτη για τη μεγάλη σωματική δύναμη των κατοίκων του. Σε ένα σημείο με απότομα μονοπάτια χωρίσαμε. Αυτός συνέχισε προς τις Κουρούτες κατά την επίσημη περιπολία του και εμείς ξεκινήσαμε σε ένα ορεινό μονοπάτι, το οποίο, αν και αρχικά επίπεδο, ανέβαινε γρήγορα.
Η πρώτη προσέγγιση στη βάση της κορυφής Ίδη είναι πάνω σε ένα φαράγγι, πολύ απότομο και δύσκολο για άλογα. Πολλά από τα βράχια αυτού του φαραγγιού είναι από συσσωματώματα και τα δέντρα είναι σχεδόν όλα πρίνοι. Αυτή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή, γιατί μέχρι τότε δεν είχα δει καθόλου πρίνους στο βόρειο τμήμα της Κρήτης. Το μουλάρι κατάφερε αυτή την ανάβαση αρκετά καλά, αλλά ήταν ένας πολύ δύσκολος αγώνας για το καημένο το γκρίζο άλογο, και όταν το είδα να βουτάει από βράχο σε βράχο και να σκαρφαλώνει τα μεγάλα, τραχιά φυσικά σκαλοπάτια που βρίσκονταν από πάνω του, νόμιζα ότι είχε φτάσει στο όριο των δυνατοτήτων ενός αλόγου∙ αλλά σε αυτό έκανα μεγάλο λάθος.
Είχαμε φύγει από το Αποδούλου στις 7 π.μ. και στις 10:30 βγήκαμε στην κορυφή του φαραγγιού σε ένα ανοιχτό και σχετικά επίπεδο κομμάτι γης όπου υπήρχε μια πηγή και μια ποτίστρα [3]. Εδώ σταματήσαμε για τρεις ώρες, κάτι που ήταν ευχάριστο για εμάς και πολύ απαραίτητο για τα σκληρά εργαζόμενα ζώα μας.
Το καλοκαίρι πολλά πρόβατα βόσκουν στις πλαγιές της Ίδης, και αυτή η πηγή είναι ο τακτικός σταθμός για τους βοσκούς στο ταξίδι τους προς τα πίσω και προς τα εμπρός, καθώς και για όσους τους επισκέπτονται κατά καιρούς και μεταφέρουν τις προμήθειές τους. Η πηγή αναβλύζει από μια σχισμή στον βράχο και το νερό της, αφού γεμίσει μια βαθιά κοιλότητα για χρήση από τους ανθρώπους, χύνεται σε αρκετές μεγάλες γούρνες που έχουν σκαφτεί από τους κορμούς πρίνων, από τις οποίες πίνουν τα κοπάδια. Εκεί που χύνεται πάνω στο έδαφος, έχει προκαλέσει την ανάπτυξη πλούσιων χόρτων, στα οποία τα ζώα μας όρμησαν με λαιμαργία. Πάνω από την πηγή ανθίζει μια καρυδιά με την ευεργετική σκιά της.
Η θέα από αυτό το σημείο είναι πολύ όμορφη: Στο πρώτο πλάνο διακρίνεται ένα ξέφωτο, έπειτα το βαρύ πράσινο από πολλά ιξώδη δέντρα που καλύπτουν κάθε ώμο και γεμίζουν κάθε κοιλότητα του άμεσου βουνού, έπειτα το μεγάλο μπλε κενό της κοιλάδας του Αμαρίου, και πέρα από αυτό, προς τα ανατολικά, το ευγενές περίγραμμα του όρους Κέντρος, που υποστηρίζεται από μια κορυφογραμμή του Σιδέρωτα, και στα νότια ένα χαμηλότερο βουνό, οι Μέλαμπες, και έπειτα η γαλάζια ομίχλη της θάλασσας.
Ενώ ήμασταν εκεί, ένα αγόρι με παντόφλες, έχοντας τις γάμπες του ακάλυπτες, ήρθε πάνω στο γαϊδούρι του, με ένα δέμα με φαγητό και ένα ασκί κρασιού για τον πατέρα του στους λόφους. Παρέμεινε μαζί μας μέχρι που φύγαμε και υποσχέθηκε να μας οδηγήσει από το καλύτερο μονοπάτι. Αλλά το χαρούμενο μικρό γαϊδούρι και ο ελαφρύς αναβάτης πήγαν τόσο πιο γρήγορα από όσο μπορούσαμε να ακολουθήσουμε, που πολύ σύντομα χάθηκαν από τα μάτια μας.
Ο ήλιος ήταν πολύ ζεστός και ο Αλή ακολούθησε το παράδειγμα μου και κοιμήθηκε στη σκιά∙ όχι όμως και ο Γιάννης, ο οποίος, βγάζοντας από το κεφάλι του το μαύρο μεταξωτό μαντίλι του, το άπλωσε στο πρόσωπό του καθώς ξάπλωνε ανάσκελα στην πιο καυτή πέτρα που μπορούσε να βρει. Κατάφερα να φτιάξω λίγο τσάι, αλλά οι προμήθειες ήταν λίγες και χάρηκα που μοιράστηκα τις ελιές και το μαύρο ψωμί που έβγαζε ο Γιάννης από τη ζώνη του. Το ψωμί ήταν σκληρό σαν τούβλο, αλλά με το συνηθισμένο κόλπο της υπαίθρου να το κρατάμε στο νερό της πηγής μέχρι να μουλιάσει, καταφέραμε να φάμε.
Το υπέροχο πανόραμα, το γουργούρισμα του νερού, η σκιά της καρυδιάς και το χαρούμενο τραγούδι του σπίνου, το έκαναν ένα ευχάριστο μέρος το οποίο διστάζαμε να αφήσουμε για μια ακόμη μάχη πάνω στους καυτούς βράχους, και νομίζω ότι και οι δύο ακόλουθοί μου με θεώρησαν είτε τρελό είτε άνευ συναισθημάτων όταν στο τέλος των τριών ωρών έδωσα εντολή να ανέβουμε στη σέλα.
Είναι μια κοινότοπη παρατήρηση ότι υπάρχει ευλογία στην πρόνοια ότι ένας άνθρωπος δεν ξέρει ποτέ ακριβώς τι τον περιμένει κατά τη διάρκεια μιας ημέρας. Αν γνώριζα τον χαρακτήρα του εδάφους που έπρεπε τώρα να διασχίσουμε, τίποτα δεν θα με είχε παρακινήσει να πάρω το άλογο εκεί, και έτσι θα είχα χάσει ένα κομμάτι της χώρας με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Στην αρχή ο δρόμος ήταν αρκετά εύκολος, γιατί παρακάμπταμε την πλαγιά μιας ορεινής ανηφόρας από ένα γερό και αρκετά καλά σηματοδοτημένο μονοπάτι. Αλλά σύντομα το μονοπάτι εξαφανίστηκε – η πλευρά της χαράδρας στην οποία κινούμασταν είχε πρόσφατα παρασυρθεί από μεγάλες πτώσεις πετρών∙ εκεί κείτονταν μπροστά μας, φαρδιές πλαγιές από θραύσματα βράχων, σε τόσο οξεία γωνία, που φαινόταν σαν μικρή μετατόπιση και η χιονοστιβάδα να ξεκινούσε ξανά. Έπρεπε να τις διασχίσουμε. Υπάρχουν λίγα πιο δύσκολα μέρη για να διασχίσει ένας άνθρωπος από μια τόσο απότομη και πρόσφατα διάσπαρτη από θραύσματα βράχων πλαγιά, όπου τα πεσμένα θραύσματα μόλις που έχουν προλάβει να κατακαθίσουν σε μια τελική θέση ηρεμίας. Φανταστείτε, λοιπόν, τι ήταν για ένα φορτωμένο άλογο. Δεν χρειάζεται να σταθώ στα βάσανα του φτωχού μας ζώου, τα οποία ήταν τόσο οδυνηρά εκείνη την εποχή, αρκεί να πω ότι αν ήμουν μόνος δεν θα μπορούσα ποτέ να το φέρω απέναντι, γιατί έχασε εντελώς την ψυχραιμία του, και χωρίς τον Γιάννη, τα γλιστρήματά του, οι ολισθήσεις του και οι βυθίσεις του πρέπει να το είχαν ρίξει στην
πλαγιά. Ο Αλή ήταν λίγο χρήσιμος, αλλά ο Γιάννης μας, με το βαθύ στήθος, το δυνατό και πάντα χαρούμενο, έκανε θαύματα με αυτό το άλογο, τραβώντας το εδώ, σπρώχνοντάς το εκεί, σπρώχνοντάς το προς τα πάνω, με τους ώμους του από κάτω, και ενθαρρύνοντάς το διαρκώς.
Χωρισμένα μεταξύ τους από πυκνές λωρίδες από πρίνους, υπήρχαν επαναλαμβανόμενα τμήματα αυτών των διάσπαρτων από θραύσματα βράχων πλαγιών, και ήταν πράγματι μια ανακούφιση όταν αφήσαμε πίσω μας και την τελευταία, και περνώντας την ξερή κοίτη ενός χειμερινού χειμάρρου βγήκαμε επιτέλους σε ανοιχτό κυματοειδές έδαφος που βρισκόταν στους πρόποδες της ίδιας της κορυφής.
Αλλά ένα δέντρο φύτρωνε σε αυτή την έκταση – μόνο ένα γέρικο καχεκτικό πρινάρι που στεκόταν γερά στον άνεμο∙ τα σε σχήμα μαξιλαριού φυτά της αγκαθωτής ανωνίδας (Ononis) ήταν η μόνη άλλη ορατή βλάστηση. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως το όριο του πρίνου, 6.000 πόδια [6.000 πόδια=1.828,8 μέτρα. Ο περιηγητής οριοθετεί την ύπαρξη του πρίνου περίπου στο υψόμετρο της ταμπέλας «KALOGRADES Altitude 1810 m» του μονοπατιού Ε4. Όμως, το ορθό ανώτατο όριο πρέπει να είναι γύρω στα 1.600 μ.]∙ τη θέση του παίρνει στη συνέχεια η βερβερίδα. Αλλά πριν αναφερθούμε στη φυτική ζωή αυτής της περιοχής, ίσως θα ήταν καλύτερο να ολοκληρώσουμε την ιστορία του σημερινού μας ταξιδιού. Γιατί τώρα βρισκόμαστε στον ώμο της ίδιας της Ίδης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Στην Ίδη
Το οροπέδιο, λοιπόν, στο οποίο βρεθήκαμε, ήταν γυμνό, όπως είπα. Ήταν μια έκταση πετρώδους εδάφους που εκτεινόταν κατά μήκος της άκρης του τελικού σημείου της Ίδης. Δεν υπήρχαν πολλά συνεχή βράχια με την πρώτη ματιά – όλη η επιφάνεια φαινόταν διασπασμένη σε κομμάτια ασβεστόλιθου, λίγο πολύ κυβικού σχήματος. Αυτά τα κομμάτια ποίκιλαν σε μέγεθος, από μεγάλα μπλοκ (όπως αυτά που φαίνονται στην εικόνα της καλύβας [μικρού μιτάτου – βίγλας] του βοσκού) έως μικρά κομμάτια διαμέτρου μιας ίντσας [2,54 εκ.], αλλά όλα με το ίδιο, περίπου, χαρακτηριστικό σχήμα. Αυτά τα μπλοκ βρίσκονται πάνω σε ένα πολύ λεπτό στρώμα από κόκκινο χώμα σαν χαλίκι, το οποίο με μπέρδεψε στην αρχή, αλλά αργότερα το βρήκα μόνο ως συντρίμμια ή υπολείμματα αποσυντεθειμένων μπλοκ. Εδώ κι εκεί υπήρχαν όμορφοι κρύσταλλοι ασβεστόλιθου, μερικοί από αυτούς μεγάλου μεγέθους. Αυτή η κόκκινη γη συχνά ήταν εντελώς απαλλαγμένη από πέτρες, σε μικρά, στενά, ελικοειδή μήκη, που έμοιαζαν με μικρά μονοπάτια. Φτάνοντας σε ένα βολικό μέρος μετά από ένα σκληρό αγώνα, μερικές φορές καταφέρναμε να αφήσουμε το μουλάρι ελεύθερο να ακολουθήσει το άλογο, αλλά εδώ, όταν το αφήναμε μόνο να ακολουθήσει, πάντα έπαιρνε ένα από αυτά τα λάθος μονοπάτια που το έριχναν σε αδύνατες θέσεις, ώστε τελικά έπρεπε να το οδηγήσουμε εμείς. Σε λίγο συναντήσαμε ένα παλικάρι με το γαϊδούρι του, που έσκαβε χιόνι για να το μεταφέρει στον Χάνδακα. Τότε μας χαιρέτησαν δύο βοσκοί και κατευθυνθήκαμε προς το μέρος τους. Ήταν γραφικοί τύποι και είχαν αυτή την άγρια όψη που θα μπορούσε να αποκτήσει όποιος αφηνόταν να ζήσει εκεί πάνω. Έβοσκαν το κοπάδι τους από άσπρα και μαύρα πρόβατα. Η καλύβα όπου ζούσαν (φαίνεται στη φωτογραφία) ήταν χτισμένη πρόχειρα από σπασμένους βράχους.
Λόγω του ελαφρού φαγητού με το οποίο είχαμε συντηρηθεί σε αυτό το ταξίδι, ο Γιάννης και ο Αλή ανυπομονούσαν να πάρουν λίγο πιο δυναμωτικό φαγητό, και οι βοσκοί συμφώνησαν να μας παραχωρήσουν ένα πρόβατο στην τιμή των πέντε φράγκων. Καθώς ήταν ευγενικοί που με άφησαν να φωτογραφήσω αυτούς και το κατάλυμά τους, τους έδωσα έξι (πέντε σελίνια για ένα πρόβατο!) [Εκείνη την εποχή, η 1 Δρχ. της Ελλάδας ή της Κρητικής Πολιτείας, που είχε και σταθερή ισοτιμία με το γαλλικό φράγκο, ισοδυναμούσε με 0,7938 σελίνια της βρετανικής λίρας στερλίνας]. Έτσι υπήρχε ένα πρόβατο που έπρεπε να πιαστεί. Σερνόμενος κρυφά πίσω από το κοπάδι, ένας από τους βοσκούς είχε αρπάξει πολύ αθόρυβα ένα, με την κατσούνα και το χέρι του. Αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν ένα φτωχό, αδύνατο πλάσμα, και ο Γιάννης, κρατώντας το με το ένα χέρι σε απόσταση αναπνοής, αρνήθηκε περιφρονητικά να δεχτεί ένα ζώο τόσο κατώτερης ποιότητας. Μετά από μια παρατεταμένη και ζωηρή διαφωνία, στην οποία ο ένας από τους δύο διαφωνούντες φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του, ο Γιάννης βρήκε το δίκιο του και πέταξε μακριά το πρόβατο. Οι τρεις άντρες περπάτησαν αργά γύρω από το κοπάδι για λίγο, με τον βοσκό να δείχνει πρώτα ένα πρόβατο και μετά ένα άλλο, το οποίο ήλπιζε ότι θα εξυπηρετούσε την ανάγκη μας. Αλλά αρνούμενος ο Γιάννης και το ένα και το άλλο, ο βοσκός έγινε ανυπόμονος και έπιασε ένα δεύτερο πρόβατο, αλλά κι αυτό ο Γιάννης το απέρριψε με περιφρόνηση. Ο βοσκός πέταξε το πρόβατο από πάνω του και έφυγε έξαλλος, και οι δύο άντρες, που στέκονταν σε απόσταση περίπου είκοσι ή τριάντα βημάτων, βομβάρδισαν ο ένας τον άλλον με επίθετα. Φαινόταν ότι είχαμε φτάσει σε ένα απελπιστικό αδιέξοδο, και παίρνοντας το μυστρί και το συλλεκτικό όπλο μου, περπάτησα στην άκρη του χιονιού σε έναν λόφο από πάνω. Αλλά τίποτα δεν είναι οριστικό με τους διαπραγματευτές, και κοιτάζοντας πίσω είδα ότι οι προσπάθειες γίνονταν ξανά με τα πόδια, και ότι ο Γιάννης είχε στρέψει την επιθυμία του σε ένα συγκεκριμένο μαύρο πρόβατο, το οποίο, ο βοσκός και ο ίδιος, με τον Αλή πίσω, προσπαθούσαν να ασφαλίσουν [4]. Αλλά το κοπάδι είχε πλέον τρομοκρατηθεί, και αυτή τη φορά είχαν ένα πιο δύσκολο έργο. Μετά από επανειλημμένες αποτυχίες να πιάσουν το μαύρο πρόβατο, κατάφεραν τελικά να το χωρίσουν από τους συντρόφους του, οπότε το
πλάσμα ξεκίνησε καλπάζοντας σε μια μακριά πλαγιά με συμπαγές χιόνι. Σε αυτό το σημείο μπορούσε να ταξιδέψει πιο γρήγορα από τους διώκτες του, και ο Γιάννης, αφού το κυνήγησε μάταια και διαπίστωσε ότι έχανε έδαφος, δεν είχε τίποτα άλλο παρά να επιστρέψει και να περιμένει την ευχαρίστηση του προβάτου να ξανασμίξει με τους συντρόφους του. Σε αυτή τη χρονική στιγμή έχασα την οπτική επαφή με το σημείο, αλλά οι ελιγμοί τελικά ήταν επιτυχημένοι, γιατί όταν επέστρεψα μια ώρα αργότερα ή περίπου τόσο, το μαύρο πρόβατο ψηνόταν δίπλα στη φωτιά.
Ήταν πολύ ευχάριστο να σκαρφαλώνω στον λόφο. Στην άκρη του λιωμένου χιονιού, το έδαφος ήταν σκεπασμένο με κρόκους με λευκά άνθη, με κίτρινους λαιμούς (C. Sieberi) και με μπλε και άσπρες χιονόδοξες, και το καμένο βραχώδες έδαφος από πάνω είχε τη δική του ενδιαφέρουσα και πολύ αγκαθωτή χλωρίδα. Και μόνο αυτό το θέαμα θα αντάμειβε έναν φυσιοδίφη. Παρακολουθούσα ένα ζευγάρι γύπες (Gyps fulvus) [σκάρες] που πετούσαν γύρω, μερικές γιάρδες [1 γιάρδα=91,44 εκ.] πάνω από το κεφάλι μου, όταν, πετώντας λίγο ψηλότερα, γυρίζοντας το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, εμφανίστηκε ένας γυπαετός ή γενειοφόρος γύπας (Gypaetus barbatus) [κοκκαλάς]. Τον αναγνωρίζει κανείς αμέσως από τα γενικά χαρακτηριστικά του και ιδιαίτερα από τη μακριά και σφηνοειδή ουρά. Έπειτα ήρθε τόσο κοντά που μπορούσα να δω καθαρά τα χωρισμένα φτερά στη γενειάδα του, το σχήμα του ράμφους και το σκληρό στην εμφάνιση μάτι του. Ο σκληρός χιτώνας ή άσπρο του ματιού στον γυπαετό είναι κόκκινο, και αυτό και το προεξέχον φρύδι δίνουν στο πρόσωπο την σκληρή του εμφάνιση. Παρακολουθούσα αυτό το πουλί για πολλή ώρα∙ και τώρα που είδα το μεγαλύτερο πουλί στην Κρήτη, ήμουν έτοιμος να δω και το μικρότερο.
Καθόμουν ακόμα σε έναν βράχο κοιτάζοντας τον γυπαετό, όταν άκουσα το τραγούδι ενός τρυποφράχτη, και εκεί ήταν σίγουρα αυτό το μικρό πουλί που πετούσε από το ένα κομμάτι βράχου στο άλλο. Ανυπομονώντας πολύ να ασφαλίσω αυτό το δείγμα, το ακολούθησα όσο καλύτερα μπορούσα πάνω στο έδαφος που ήταν σπαρμένο με βράχους, αλλά ένα πουλί σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι δύσκολο να το δεις και δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να το πυροβολήσω. Ήμουν σίγουρος ότι είχε στριμωχτεί, γιατί είχε κατέβει στη σχισμή ανάμεσα σε ένα βράχο και στους πρόποδες μιας χιονοστιβάδας, και φαινόταν ότι έπρεπε να επιστρέψει από τον δρόμο που είχε ακολουθήσει. Περίμενα υπομονετικά, αλλά δεν ξαναβγήκε ποτέ, και όταν με μεγάλη δυσκολία κατέβηκα στη σχισμή, είδα ότι υπήρχε μόνο μια μικροσκοπική χαραμάδα, από την οποία θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει ένα πουλί που έμοιαζε με ποντίκι. Είχε βγει, με λίγα λόγια, από την πίσω πόρτα, ενώ εγώ περίμενα ανόητα, μπροστά. Με εξαίρεση τους χιονοψάλτες (A. [P.] collaris), οι οποίοι τάιζαν τα μικρά τους, δεν είδα άλλα πουλιά εκείνη τη στιγμή.
Το μέρος όπου ψηνόταν το μαύρο πρόβατο ήταν ένα μικρό περιτοιχισμένο συγκρότημα –που οι Κρητικοί το έλεγαν «μαντρί»- όπου, από καιρό σε καιρό, μπορούσε να συγκεντρωθεί ένα κοπάδι. Σε μια γωνιά υπήρχε ένα πέτρινο δωμάτιο όπου κοιμούνταν οι βοσκοί. Καθώς δεν ήθελα να φάω αρνί, το οποίο τόσο πρόσφατα είχα δει να τρέχει τριγύρω, πήρα το μαύρο ψωμί μου και κρέας σε μια μικρή τενεκεδένια κατσαρόλα, σε ένα βολικό μέρος πίσω από έναν μεγάλο βράχο, και έφτιαξα εκεί το δείπνο μου. Αργότερα μετέφερα εκεί και τον υπνόσακο, γιατί παρά τις επιπλήξεις του Γιάννη δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω την προοπτική μιας νύχτας στα αποπνικτικά τους καταλύματα. Ο Γιάννης επέμενε ότι θα με λήστευαν. «Πολύ κακοί άνθρωποι εδώ», είπε, και εξήγησε με παντομίμα πώς έρχονταν ύπουλα πάνω στα θύματά τους μέσα στη νύχτα [5]. Ωστόσο, αυτά για τα οποία φοβόμουν δεν πραγματοποιήθηκαν. Μου φαινόταν σχεδόν αδύνατο να κινηθεί κάποιος χωρίς να ακουστεί πάνω σε αυτή τη χαλαρή και βραχώδη επιφάνεια. Κάποτε άκουσα βήματα και πέταξα μια πέτρα προς εκείνη την κατεύθυνση απλώς για να δείξω ότι ήμουν ξύπνιος. Αλλά πολύ σύντομα αποκοιμήθηκα και ξύπνησα όταν το φως ήρθε ξανά πάνω από τα βουνά.
Στις έξι η ώρα το επόμενο πρωί, ο Γιάννης και εγώ ανεβήκαμε στην κορυφή της Ίδης∙ μας πήρε μια ώρα και τρία τέταρτα σταθερής ανάβασης για να φτάσουμε εκεί. Φυσικά, κάποιος χρησιμοποιεί την έκφραση «ανάβαση» όταν μιλάει για βουνό, αλλά δεν υπάρχει πραγματική ανάβαση σε αυτή την ανηφόρα. Δεν υπάρχει μέρος, μετά τα πρώτα εκατοντάδες πόδια [1 πόδι=30,48 εκ.], όπου είναι πραγματικά απαραίτητο να χρησιμοποιήσει κανείς τα χέρια του. Βλέποντάς τις από απόσταση, οι πλευρές της Ίδης φαίνονται απόλυτα ομαλές, αλλά στην πραγματικότητα απέχουν πολύ από το να είναι. Τα πρώτα πεντακόσια πόδια είναι το πιο δύσκολο μέρος. Εδώ η ανάβαση είναι απότομη και ανεβαίνεις μια σειρά από ψηλά φυσικά σκαλοπάτια που δημιουργούνται από ρήγματα στην πέτρα.
Στη συνέχεια, η διαδρομή περνάει πάνω από τρεις φυσικές κορυφογραμμές. Οι κοιλότητές τους είναι γεμάτες με σπασμένα κομμάτια πέτρας που έχουν ήδη παρατηρηθεί στις χαμηλότερες πλαγιές, με τις ραχοκοκαλιές τους να σχηματίζονται από τα άκρα των κάθετων κομματιών φθαρμένου από τον καιρό βράχου, που δεν έχουν ακόμη σπάσει. Το τελευταίο κομμάτι της Ίδης, ο κώνος της κορυφής, ήταν πολύ πιο ομαλό και λιγότερο θραυσμένο. Ήταν σαν κάποια γιγάντια σκούπα να το είχε σαρώσει προς τα κάτω, από την κορυφή του, σκορπίζοντας τα σπασμένα κομμάτια του στις χαμηλότερες πλαγιές. Αυτή η σκούπα είναι ο άνεμος.
Αφού διασχίσαμε αυτές τις κορυφογραμμές, φτάσαμε στην καμπυλωτή πλαγιά που οδηγεί στους πρόποδες της κορυφής. Εδώ το έδαφος ήταν και πάλι καλυμμένο από βραχώδη θραύσματα, ανάμεσα στα οποία, όπου το έδαφος ήταν αρκετά σταθερό για να ριζώσουν, υπήρχαν κυκλικά μαξιλάρια από την αγκαθωτή ανωνίδα.
Η πραγματική κορυφή της Ίδης είναι ένας αμβλυμένος κώνος με καμπύλες πλευρές. Το μεγαλύτερο μέρος της κορυφής ήταν καθαρό από χιόνι, αλλά στις νότιες και δυτικές πλευρές βρίσκονταν μερικοί μεγάλοι σωροί χιονιού που έλιωνε. Οι χαλαρές πέτρες που στρώνουν αυτόν τον κώνο είναι πεσμένες κάτω, από τον άνεμο. Η κορυφή, ύψους 2.888 (sic) μέτρων [ορθό υψόμετρο: 2.456 μ.], ονομάζεται τώρα Σταυρός, και η ίδια η Ίδη, τον 16ο αιώνα (Belon) είχε ήδη λάβει το σημερινό της όνομα Ψηλορείτης ή Υψηλορείτης.
Παρά την πρωινή ομίχλη, η θέα από την κορυφή ήταν πολύ όμορφη. Στα δυτικά, οι κορυφές των Λευκών Ορέων φαίνονταν περίπου στο επίπεδο όπου στεκόμασταν, όπως ήταν στην πραγματικότητα. Μπορούσαμε να δούμε τον Χάνδακα, να μαντέψουμε το Ρέθυμνο, και να εντοπίσουμε την κοιλάδα του Πλατύ ποταμού σχεδόν μέχρι το τέλος της. Βόρεια και νότια απλωνόταν η ομιχλώδης θάλασσα.
Στην κορυφή της Ίδης βρίσκεται ένα «μοναστήρι»∙ κάθε εκκλησία στην Κρήτη ονομάζεται μοναστήρι. Αυτό το συγκεκριμένο, είναι ένα μικροσκοπικό κτίσμα, πολύ ανθεκτικό στον άνεμο∙ είναι χτισμένο με την ίδια αρχή όπως τα καταλύματα των βοσκών του βουνού – από πέτρινες πλάκες τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη. Κάποια στιγμή χρησιμοποιήθηκε μόνο κονίαμα, ακριβώς στο άνοιγμα του θόλου του ιερού. Υπήρχαν κεριά μέσα για να καίνε οι πιστοί μπροστά στις εικόνες, αλλά επειδή ούτε ο Γιάννης ούτε εγώ είχαμε χρήματα στις τσέπες μας, προς μεγάλη του απογοήτευση, δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα. Έμαθα από αυτόν ότι ένας ιερέας έρχεται μια φορά τον χρόνο για να λειτουργήσει σε αυτή την εκκλησία. Η εκκλησία περιβάλλεται από μια περιτοιχισμένη περίφραξη που περιλαμβάνει επίσης ένα πηγάδι με εξαιρετικό παγωμένο νερό, στο οποίο φτάσαμε μέσω ενός πήλινου μπουκαλιού που κατέβασε ο Γιάννης με τη ζώνη του. Το ήπιαμε από μια μικρή σκουριασμένη κούπα. Πέρα από την περίφραξη, ένας κύκλος είχε καθαριστεί από πέτρες, και εδώ, είπε ο Γιάννης, οι άνθρωποι χόρευαν μια φορά τον χρόνο. Ο Spratt λέει πως καθώς ανέβαινε στην Ίδη είδε σαράντα αγριοκάτσικα και ότι μια ομάδα στην πραγματικότητα έβοσκε στην κορυφή∙ αλλά αυτό συνέβη πριν από πενήντα χρόνια. Σάρωσα τα βράχια προς κάθε κατεύθυνση, αλλά μάταια. Υπήρχαν, πράγματι, κάποια ίχνη, που ο Γιάννης δήλωσε ότι ήταν από αγρίμια (αγριοκάτσικα), αλλά είχα τις αμφιβολίες μου. Αγριοκάτσικα εξακολουθούν να υπάρχουν, σύμφωνα με αναφορές, σε ορισμένα από τα δυσπρόσιτα μέρη της οροσειράς, αλλά νομίζω ότι η ίδια η Ίδη ενοχλείται πλέον πολύ από βοσκούς για να έρχονται εκεί αγριοκάτσικα συχνά, αυτή την εποχή του χρόνου.
Για να συνοψίσουμε την επιφανειακή γεωλογία της Ίδης: Ο κώνος, ο οποίος μπορεί να έχει ύψος 150 πόδια, παρουσιάζει μια επιφάνεια σε ορισμένα σημεία από συμπαγές βραχώδες υπόστρωμα και σε άλλα από περίπου ορθογώνιους ογκόλιθους που βρίσκονται στις πλευρές τους και σχηματίζουν ένα τραχύ οδόστρωμα. Το γενικό αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η επιφάνεια του κώνου της Ίδης είναι λεία. Το ασβεστολιθικό πέτρωμα αναμειγνύεται με ασβεστολιθικούς σχιστόλιθους και λευκά κρυσταλλικά κομμάτια που περικλείουν όζους από «ακονόπετρα»∙ σε αυτήν ακόνισα το μαχαίρι μου. Κατεβαίνοντας, μόλις φτάσουμε στη βάση του κώνου, ο χαρακτήρας του εδάφους αλλάζει. Εδώ περιβάλλεται κανε
μάζα από πεσμένους βράχους που έχουν κλίση σε διάφορες γωνίες. Οι βράχοι βρίσκονται πάνω σε ένα υπόστρωμα από κοκκινωπό χαλικώδες χώμα, βάθους περίπου μιας ίντσας, όχι βαθύτερο σε κανένα σημείο από δύο ίντσες, από όσο μπόρεσα να ανακαλύψω. Αυτό προέρχεται από τους ασβεστολιθικούς σχιστόλιθους, οι οποίοι συχνά δίνουν κόκκινο χρώμα στο ασβεστολιθικό πέτρωμα, όπου είναι σπασμένο.
Διάφορες πεδιάδες [6] στην Κρήτη -για παράδειγμα, αυτή στην οποία βρίσκεται η Κριτσά- σχηματίζονται από κόκκινη γη παρόμοιας προέλευσης. Αυτά τα υπολείμματα, όταν ξεπλένονται, σχηματίζουν επίσης την πεδιάδα [οροπέδιο] της Νίδας. Χάρηκα πολύ που βρήκα ένα κίτρινο αλυσσοειδές της Ίδης (A. Idaeaum), μια μη με λησμόνει (Myosotis idaea) και μια κορυδαλίδα (C. Uniflora), καθώς κατέβαινα από το βουνό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το υπόβαθρο που οδήγησε στη γέννηση της ιδέας μου για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου ήταν το απόσπασμα -περί της θέσης μιτάτων των Κατσούγκρηδων- μιας συζήτησης με συγχωριανούς μου, η οποία έγινε στις Κουρούτες, στο καφενείο Στεφανάκη, στις 5-8-2025. Ευχαριστώ όλους όσους ήταν εκεί εκείνο το βράδυ. Δεν αναφέρω ονόματα, επειδή ήταν αρκετοί και σίγουρα θα ξεχάσω κάποιον. Θέλω να ευχαριστήσω και: α) τη Βασιλική Ευαγγέλου Καπελώνη, για τις πληροφορίες που μου έδωσε για τον παππού της Αντώνη Κατσούγκρη (Κατσουγκραντώνη). Δυστυχώς, δεν είχε φωτογραφίες του, και έτσι, πέρα από τη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Camping in Crete», του Άγγλου περιηγητή Aubyn Trevor-Battye, δεν συμπεριλαμβάνονται εδώ άλλες φωτογραφίες του Κατσουγκραντώνη (αν κάποια στιγμή τυχόν εντοπιστεί κάποια φωτογραφία του ίδιου -μόνου του ή με την οικογένειά του- και μου την στείλει η εγγονή του, δεσμεύομαι ότι θα την προωθήσω για ανάρτηση στους υπεύθυνους της ιστοσελίδας omospamari.gr), β) την Ελένη Καπελώνη – Σημαντήρη, η οποία φαίνεται ότι ήταν αυτή που δημοσίευσε πρώτη, στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook, τη φωτογραφία των βοσκών που τραβηξε ο Trevor-Battye στον Ψηλορείτη (2η φωτ.), με αποτέλεσμα να πέσει στην αντίληψη των Κουρουθιανών και να αναδειχθεί η συνάντηση του περιηγητή με τους Κουρουθιανούς βοσκούς, αλλά και να αναδειχθεί περισσότερο η περιήγησή του στον Ψηλορείτη και στην Κρήτη γενικά.
2. Το 1909, ως έτος του ταξιδιού του Trevor-Battye στην Κρήτη, το αναγράφω με επιφύλαξη. Στο βιβλίο του δεν κατάφερα να εντοπίσω αναγραφή του έτους αυτού. Στη Wikipedia (https://en.wikipedia.org/wiki/Aubyn_Trevor-Battye) αναφέρεται ότι: «εξερεύνησε την Κρήτη το 1908 και μια δεύτερη φορά, πιθανώς το 1909 (Trevor-Battye 1913)». Πάντως, το ταξίδι έγινε μεταξύ 1908 και 1913.
3. Η πηγή αυτή πρέπει να είναι η ίδια που αναφέρει και ο Ιωσήφ Χατζηδάκης [στο βιβλίο του «Περιήγησις εις Κρήτην», Ερμούπολη 1881, φωτοτ. Επανέκδοση βιβλιοπωλείου Νότη Καραβία, Αθήνα, σελ. 43-44], που, όπως και ο Trevor-Battye, ξεκίνησε από το Αποδούλου (το 1881 ή λίγο πριν) μαζί με τον αδερφό του Ιωάννη και τον οδηγό τους, ο οποίος, όπως αναφέρει ο Χατζηδάκης: «Εύθυμος και χαμηλοφώνως άδων ανήρχετο τας πλευράς των ορέων, μόλις πατών επί του εδάφους. Ημείς δε εφιλοτιμούμεθα να παρακολουθώμεν αυτόν. Μετά δίωρον πορείαν εφθάσαμεν εις την θέσιν Μπαρδή [Παρδί], όπου ρέει πηγή αφθόνου διαυγούς και δροσερού ύδατος, χρησιμεύοντος εις πότισιν των ποιμνίων». Πέρα από το γεγονός ότι ο Ιωσήφ Χατζηδάκης και η παρέα του ανέβηκαν πεζοί όλη τη διαδρομή προς την ψηλότερη κορφή του Ψηλορείτη -με βουργιάλια στην πλάτη και έχοντας μαζί τους καφέ και ρακή-, ενώ ο Trevor-Battye και η σύντροφοί του, περίπου τριάντα χρόνια αργότερα, έχοντας και αυτοί μαζί τους λίγες προμήθειες, ανέβηκαν μέχρι ένα σημείο έχοντας μαζί τους άλογο και μουλάρι που μάλλον δυσκολεύονταν να διασχίσουν το ορεινό και ανηφορικό μονοπάτι, η μαρτυρούμενη από τον Χατζηδάκη γρηγοράδα του Νιθαυριανού οδηγού, εξηγεί θεωρώ, σε μεγάλο βαθμό, και το γεγονός ότι ενώ η ομάδα του Trevor-Battye έφρασε στην πηγή σε 3,5 ώρες μετά το ξεκίνημά της από το Αποδούλου, αυτή του Χατζηδάκη έφτασε σε 2 ώρες -η σύγκριση γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για μια και την αυτή πηγή ή έστω για δυο διαφορετικές πηγές αλλά σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους-, χωρίς να αποκλείεται ο Trevor-Battye να έκανε και άλλη στάση, που δεν αναφέρει, για ξεκούραση των συντρόφων του και των ζώων που τους μετέφεραν, πριν από την αναφερόμενη στάση στην πηγή. Εν τέλει, πιστεύω ότι την επιβεβαίωση ότι πρόκειται για την πηγή στο Παρδί, μας τη δίνει η αναφορά του Trevor-Battye ότι: «Πάνω από την πηγή ανθίζει μια καρυδιά». Οι ποικιλίες του είδους της κοινής ευρωπαϊκής καρυδιάς (Juglans regia) που υπάρχουν και στην Κρήτη, μπορεί να ευδοκιμήσουν μέχρι υψόμετρο 800 μέτρων και, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αντέξουν μέχρι 900 – 1000 μέτρα∙ υψόμετρο που βρίσκεται και σήμερα η πηγή νερού στο Παρδί. Άλλωστε, το Παρδί, το οποίο
δεν είναι μόνο η περιοχή γύρω από το ξωκλήσι του Αγίου Τίτου, αλλά είναι ολόκληρο πρινοδάσος που φτάνει ψηλά, περίπου μέχρι το ορειβατικό καταφύγιο στον Τουμπωτό Πρίνο, τουλάχιστον από την εποχή της ανάβασης του Ιωσήφ Χατζηδάκη και μέχρι σήμερα, αποτελεί σημείο της κλασικής διαδρομής ανάβασης στην κορφή Τίμιος Σταυρός του Ψηλορείτη και σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν θα μπορούσε να παρακαμφθεί από τον Αποδουλιανό οδηγό του Trevor-Battye. Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι οι προερχόμενοι από το Αποδούλου αναβάτες -τουλάχιστον στην ανάβαση του 1909- δεν ακολούθησαν την κλασική αυτή διαδρομή από την αρχή της, δηλαδή μέσα από το χωριό των Κουρουτών, αλλά άρχισαν έξω από το χωριό να ανεβαίνουν προς τα πάνω, ίσως από το ύψος της περιοχής Καρδάμης, και αυτό προκύπτει από την πληροφορία που μας δίνει ο Battye στην σελ. 109 του βιβλίου του, για τον λοχία που τους συνόδευε από το Αποδούλου, ότι: «Σε ένα σημείο με απότομα μονοπάτια χωρίσαμε. Αυτός συνέχισε προς τις Κουρούτες κατά την επίσημη περιπολία του και εμείς ξεκινήσαμε σε ένα ορεινό μονοπάτι, το οποίο, αν και αρχικά επίπεδο, ανέβαινε γρήγορα.»
4. Ο βοσκός που έπιασε το πρόβατο με την κατσούνα του, πρότεινε τα επόμενα και λογομάχησε με τον Γιάννη, κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο Κατσουγκρογιάννης, επειδή στη φωτογραφία του Trevor-Battye κρατάει πάνω από τους ώμους του κατσούνα, που με το άνοιγμα της λαβής της θα μπορούσε να πιάσει εύκολα το πρόβατο, από το πόδι ή τον λαιμό, ενώ ο αδερφός του Κατσουγκραντώνης φαίνεται να έχει δίπλα του μια σχεδόν ίσια βέργα, αλλά πέρα από αυτό, όπως έμαθα πρόσφατα από τον δεύτερο ξάδερφό μου Αναστάση Γεωργίου Κατσούγκρη, εγγονό του μεγαλύτερου γιου του Κατσουγκρογιάννη, Αναστάση, ο Κατσουγκραντώνης -όπως είχε και ο ίδιος πληροφορηθεί- είχε κάποιον τραυματισμό στον λαιμό, που δυσκόλευε τις κινήσεις του, και αυτή η δυσλειτουργία διακρίνεται, κάπως, στη φωτογραφία του Trevor-Battye. Όπως μου είπε η εγγονή του, Βασιλική Ευαγ. Καπελώνη, ο Κατσουγκραντώνης είχε τρία παιδιά (τη Μαρία, τον Χριστόφορο και τον Μιχάλη) και πέθανε το 1936, δυο χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης του Μαρίας. Η Βασιλική, μου επιβεβαίωσε και τον τραυματισμό του παππού της στον λαιμό, από πέτρα που του είχε πετάξει κάποιος. Όσο για τον Κατσουγκρογιάννη, σκοτώθηκε το 1943, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Επισήμως, δεν διαπιστώθηκε ποτέ ποιος ή ποιοι τον σκότωσαν. Εκτός από τον Κατσουγκρογιάννη και τον Κατσουγκραντώνη, υπήρχε και ένας τρίτος αδερφός, ο Κατσουγκρογιώργης – προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων: δεν αναφέρω περισσότερα γι’ αυτόν επειδή το παρόν κείμενο, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του, επικεντρώνεται σε πληροφορίες σχετικές με τους Κουρουθιανούς βοσκούς που αποδεδειγμένα συνάντησε και φωτογράφησε ο Trevor-Battye στον Ψηλορείτη το 1909, και αυτοί ήταν ο Κατσουγκρογιάννης και ο Κατσουγκραντώνης.
5. Αισθανόμενος την ανάγκη να υπερασπιστώ τη μνήμη του προγόνου μου, ως προς την υποκειμενική κρίση του οδηγού του Trevor-Battye, Γιάννη, πως οι βοσκοί «ήταν πολύ κακοί άνθρωποι που θα τον λήστευαν», που εξηγείται σε ένα βαθμό και από τη διαμάχη που είχε προηγηθεί για την επιλογή του προβάτου (το παζάρι στις αγοραπωλησίες κάποιες φορές είναι σκληρό και επιπλέον ο Γιάννης απέρριψε, στη σειρά, τέσσερα από τα πρόβατα που του προτάθηκαν, πριν τελικά επέλθει συμφωνία), καταθέτω και τη δική μου μαρτυρία, ότι τόσο από τη γιαγιά μου Γλυκερή, που ήταν κόρη του Κατσουγκρογιάννη, όσο και από την αδελφή της Καλλιόπη (Πόπη) -η Καλλιόπη υποστήριζε ότι όντας το μικρότερο παιδί του Κατσουγκρογιάννη της είχε ιδιαίτερη αδυναμία ο πατέρας της και επίσης είχε στην κατοχή της και μου είχε χαρίσει τη φωτογραφία με τον Κατσουγκρογιάννη και άλλους Κουρουθιανούς που συμπεριέλαβα στο «Πρόβερνε φως μου…»- με τις οποίες είχα συζητήσει σχετικά, είχα ακούσει τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα τους. Βέβαια, και η δική τους γνώμη ήταν -όπως κάθε γνώμη- υποκειμενική, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης με τον κρινόμενο! Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε και την άλλη άποψη, δηλαδή την εκδοχή των βοσκών για τα γεγονότα που περιγράφει ο Trevor-Battye.
Άλλωστε, όπως παραδέχεται και ο ίδιος: «αυτά για τα οποία φοβόταν δεν πραγματοποιήθηκαν».
6. Ο Trevor-Battye χρησιμοποιεί τη λέξη «plains» (πεδιάδες), ενώ πρόκειται για οροπέδια.
7. Περιγραφή φωτογραφιών (οι φωτογραφίες 1 & 2 προέρχονται από το βιβλίο του A. Trevor-Battye) και πληροφορίες σχετικές με εικονιζόμενα πρόσωπα:
1η φωτ.: Στην πηγή νερού (Παρδί): Αριστερά ο Γιάννης (κάτοικος Αποδούλου), στο μέσον το αγόρι που συνάντησαν πάνω στο γάιδαρο (πιθανόν κάτοικος Κουρουτών) και δεξιά ο Αλή (κάτοικος περιοχής Χανίων). Οι περιοχές προέλευσης του Γιάννη και του Αλή αναφέρονται στη σελ. 134 του βιβλίου του A. Trevor-Battye για τον πρώτο και στη σελ. 96 για τον δεύτερο. Και η φωτογραφία αυτή έχει δημοσιευτεί στο Facebook· αναφέρω ενδεικτικά: στην ομάδα «Ιστορία και Λαογραφία της Κρήτης», και στη σελίδα Κουρούτες – Kouroutes, τον Μάρτιο του 2025. Δεν το εξακρίβωσα, αλλά είναι πιθανό, και η φωτογραφία αυτή να επισημάνθηκε αρχικά από την Ελένη Καπελώνη – Σημαντήρη.
2η φωτ.: Τα αδέρφια, Ιωάννης Ζαχαρία Κατσουγκρης (Κατσουγκρογιάννης), αριστερά, όρθιος, και Αντώνιος Ζαχαρία Κατσούγκρης (Κατσουγκραντώνης), δεξιά, καθήμενος, σε φωτογραφία του βιβλίου του Trevor Battye. Στη λεζάντα της φωτογραφίας αναγράφεται (εδώ σε μετάφραση): «Βοσκοί στην Ίδη: τσάκιση στο παντελόνι σχηματίζει σάκο για ψωμί κι ελιές». Ο Κατσουγκρογιάννης απεικονίζεται και σε δημοσιευμένη φωτογραφία του κειμένου μου «Πρόβερνε φως μου…», ως ο πρώτος καθήμενος από δεξιά. Η παρούσα φωτογραφία περιέχεται και στο ημερολόγιο του έτους 2021 που εκδόθηκε από τον Σύλλογο Κουρουθιανών της Αθήνας «Οι Κουρήτες», με επιμέλεια του Προέδρου του Αντώνη Νουκάκη. Ο ίδιος, στο άρθρο του «Τοπία Μνήμης» που δημοσιεύτηκε την 1η-6-2017, στην ιστοσελίδα: https://omospamari.gr/topia-mnimis/ , δημοσίευσε τη φωτογραφία, αναγράφοντας ότι: «είναι τραβηγμένη όπως δηλώνεται στα Σόπατα», και επιβεβαιώνοντας την ταυτότητα των προσώπων που απεικονίζονται σ’ αυτήν.
3η φωτ.: Ο Κατσουγκρογιάννης και η γυναίκα του Αργυρή με τα παιδιά τους∙ από αριστερά προς τα δεξιά: Στην πάνω σειρά: Άννα, Αφροδίτη, Μαρία. Στη δεύτερη σειρά: Γλυκερή, Αναστάσης, Αναστασία. Στην τρίτη σειρά: Γιώργης (δίπλα στους γονείς του). Μπροστά η Καλλιόπη.
4η φωτ.: Ο Κατρουγκρογιάννης σε μεγάλη ηλικία.
5η φωτ.: Ανάβαση από τις Κουρούτες στο Παρδί του Ψηλορείτη, το καλοκαίρι του 1971. Δεξιά στο βάθος διακρίνεται, αμυδρά, το χωριό Νίθαυρη.
6η φωτ.: Πρώτος από αριστερά (με το σαρίκι), απεικονίζεται, μεταξύ άλλων, ο Γιώργης Κατσούγκρης, μικρότερος γιος του Κατσουγκρογιάννη (ο Γιώργης Κατσούγκρης ήταν γνωστός ως Κατσουγκρογιώργης, όπως και ο ένας από τους αδερφούς του πατέρα του). Ήταν και αυτός βοσκός, αλλά είχε κατσίκες, σε αντίθεση με τον πατέρα του που -τουλάχιστον το 1909- φαίνεται ότι είχε πρόβατα, όπως αναφέρει ο Trevor-Battye. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε το 1971, λίγα μέτρα απέναντι από το γνωστό -σε σχέση με το μικρό πέτρινο κατάλυμα όπου τραβήχτηκε η φωτογραφία του Trevor-Battye και που όπως προαναφέρθηκε εικάζεται ότι βρισκόταν στη θέση Σόπατα- μιτάτο του Κατσουγκρογιάννη, στη θέση Ψήστρα του πρινοδάσους Παρδί, πάνω από το χωριό Κουρούτες και κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου Τίτου, σε υψόμετρο περίπου 1000 μέτρων, στη διαδρομή προς το ορειβατικό καταφύγιο που βρίσκεται στη θέση Τουμπωτός Πρίνος (1510 μ.), το οποίο εξυπηρετεί τους αναβάτες προς την κορφή Τίμιος Σταυρός του Ψηλορείτη. Το μιτάτο αυτό, το οποίο δεν διακρίνεται στη φωτογραφία, εδώ και μερικές δεκαετίες δεν υφίσταται, αλλά μέχρι την ανάδειξη της φωτογραφίας του Trevor-Battye ήταν γνωστό σε μας ως το μόνο μιτάτο του Κατσουγκρογιάννη στην περιοχή του Ψηλορείτη, και κατά την ανάβασή μας στο Παρδί, το καλοκαίρι του 1971, ήταν ακόμη σε χρήση από τον γιο του, Κατσουγκρογιώργη.