Αναδημοσίευση από : madeincreta.gr
«Σκολειό δεν είδα μα έχω το μεγαλύτερο σκολειό στη-γ-κεφαλή μου…»
Η ζωή της πολυτάραχη, «είναι ένα βιβλίο» που δεν έχει τελειωμό, είναι μια ταινία που έχει αρχή, μέση, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμα στο τέλος της. Κι όταν σηκωθεί το πρωί, θα βγει από το σπίτι της στις Κουρούτες της Αμπαδιάς στο Αμάρι η Άννα Καπελώνη, η θυγατέρα «του Πανάγου του υπηρέτη των Κουρουτών», κι αν «οι μέρες είναι καλοσυνάτες», θα πάρει το δρόμο για το «Καρδάμι» και θα γυρίσει με βραστόχορτα για το μεσημεριανό τραπέζι…
Μα θέλει και να βγει για να τη… δει ο ήλιος και να πάρει τον αέρα από την «Πάνα» του Ψηλορείτη, εκεί που «μεροξημερώνονταν τα καλά χρόνια οι ξακουστοί βοσκοί του Αμαριού, οι Πλατύραχοι». Το κάθε κύτταρο του κορμιού της είναι και ένα πετράδι της μεγάλης κρητικής φυλής που παραμένει με την αυθεντικότητα.
ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ…
Δρασκέλισε τα 88 της χρόνια και «σαλεύει στα 89», ακμαία και θαρρετά γιατί είναι «από παλιά ζύμη». Η θωριά βάζει… σπίθες και η φωνή της ορθή και κοφτή δεν λακίζει! Όταν, λοιπόν, γυρίζοντας από τα χόρτα με ένα μικρό σάκο στον ώμο, θα σταματήσει στο δρόμο για να σου κουβεντιάσει, και να μάθει ποιος είσαι, θα σου ξεκαθαρίσει: «Εγώ σκολειό δεν είδα, μα έχω το μεγαλύτερο σκολειό στη-γ-κεφαλή μου, το σκολειό τση πείρας τση ζωής. Πέρασα πολλά, είδα πολλά, άκουσα πολλά. Καταλαβαίνεις;»
Κι όταν ένας ανιψιός της θα την καλέσει στο δρόμο να μπει στο αυτοκίνητό του για να την απαλλάξει από τον ποδαρόδρομο, εκείνη θα του αρνηθεί, ίσως, γιατί έμαθε πιο πολύ στα πολλά της χρόνια τις στράτες! Αλλά η ηλικία της, την γυρίζει συχνά πίσω, στα παιδικά και νεανικά της χρόνια, στον πατέρα της και στα αδέρφια της. Στον πατέρα της τον πρόεδρο, που ήταν αυτοδίδακτος και πολυτάλαντος, και «ήτανε και τζαγκάρης και κουρέας και μελισσοκόμος και λυρατζής, κι ότι άλλο θωρούσανε τα μάτια-ν-του…»
ΤΟ ΜΙΛΕΤΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ
Αλλά η φτώχια των νεοελλήνων τούτη τη λεβέντισσα δεν την διαπερνά, γιατί έχει μάθει! Εκείνο μόνο που τη νοιάζει είναι πως οι τωρινές και αυριανές γενιές «ακάτεχες στα κακοκτράχαλα», παιδιά κι εγγόνια, θα υποφέρουν από «την άλλη κατοχή που φέρανε και πάλι οι Γερμανοί». Δεν το θέλει «τουτονά το μιλέτι» που το γνώρισε κοριτσάκι στα 13 του χρόνια όταν παρουσιάστηκαν για να υποτάξουν. «Δεν πείνασα στη-γ-κατοχή μόνο είχα το φόβο», θα πει και θα συμπληρώσει: «Ψυχροί αθρώποι όπως είναι το κλίμα τους. Δεν τσι θέλω γιατί θυμούμαι τα όσα υποφέραμε…»
«Τα έξε κοπέλια του Πανάγου», ωστόσο, μέσα στις στερήσεις ορθοπάτησαν και σταδιοδρόμησαν, κι ας κουβαλούσαν τα δεινά μιας σκληρής περιόδου. Μα τα τεκταινόμενα σήμερα «δεν τα υπογράφει», διευκρινίζει, ίσως γιατί στο… «σακούλι της ψυχής» της δεν μπήκαν αυτές οι νοοτροπίες. Με μια βαριά λέξη χαρακτηρίζει την κατάσταση έτσι όπως έχει διαμορφωθεί: «Είναι γ….» θα πει μα αμέσως μετά την πήρε πίσω γιατί η λέξη αν και είπε τα πράγματα με το… όνομά τους, όπως τη νιώθει, «δεν ακούγεται καλά» και είναι άσχημη. «Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σήμερα, δεν έχουνε λόγο οι σημερινοί, πράμα, πράμα, εδηληριαστήκανε…»
Και αφού τα είπε και ανακουφίστηκε σε ένα διαβάτη, σαν παλιά Κρητικιά που διατηρεί ακριβή παρακαταθήκη τις συμπεριφορές της, θα σε καλέσει στο σπίτι της, όπως συμβαίνει με αυτά τα… μαντέμια των αξιών και της περηφάνιας: «Άντε εδά να πιεις μια ρακή στο σπιτικό μου». Θα πάρει το υπόλοιπο του δρόμου της επιστροφής, θα απλώσει τα χόρτα από το «Καρδάμι», θα τα καθαρίσει, θα τα πλύνει και θα τα βάλει στην κατσαρόλα να βράσουν για το μεσημεριανό… Ίσως την άλλη μέρα ο δρόμος να την βγάλει αλλού γιατί «η κλεισούρα στο σπίτι μοιάζει με χειμωνικό καιρό…»