ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ   ή   ΣΙΓΓΕΡΑΚΗ.

Έτσι είναι η μοίρα κάθε τόπου. Κάθε εποχή έχει να αναδείξει ένα πρόσωπο που σημαδεύει το χρόνο, ανεξίτηλα. Κάπως έτσι θα μείνει και ο Μιχάλης Κων. Σπυριδάκης που έφυγε την 1η  Νοεμβρίου φέτος. Έχουν να το λένε όσοι τον γνώρισαν ότι ήταν «ένα παιδί μάλαμα», ένας ξεχωριστός άνθρωπος.

Το μόνο αγόρι μιας πολυμελούς οικογένειας με πέντε κορίτσια, κι αυτός ο τελευταίος βλαστός της ηρωικής μάνας του, της Καδιανής. Μιά ζωή μαυροντυμένη τη θυμάμαι με το μαύρο μαντήλι στην κεφαλή κι ένα καλό λόγο για όλους. Μια μάνα που χήρεψε νωρίς και να χει , να αναθρέψει έξι παιδιά και να αποτελειώσει το διώροφο επιβλητικό κτίριο (που άφησε μισοτελειωμένο ο μακαρίτης) , που δέσποζε στη μια μεριά της μπακαλιανής βρύσης, αντικρυστά με το θεόρατο χάρακα στην άλλη, και απέναντι από τις δύο θεόρατες λεύκες να φτάνουν στον ουρανό ρουφώντας τα γάργαρα ζωογόνα νερά της βρύσης.

Ο πατέρας του αντιπρόσωπος στο μεσοπόλεμο των γερμανικών ραπτομηχανών Σίγγερ (εξού και το προσωνύμιο στο γιο του «το Σιγγεράκη») δεν μπόρεσε να κάνει μεγάλη περιουσία. Έτσι ο μοναχογιός του ΜΙΧΑΛΗΣ αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, αφήνοντας το «ΡΟΜΑΝΤΣΟ» (το ξακουστό από τότε καφενείο) στην αδελφή του τη Ζαμπία να το λειτουργεί, όσο αυτός γύρευε την τύχη του στις ΗΠΑ , μετανάστης- εργάτης σε εργοστάσιο αυτοκινήτων.

Το μεράκι της επιστροφής τον έτρωγε. Λαχταρούσε το Μέρωνα, τους φίλους και τους συγγενείς και τη γριά Καδιανή που τον περίμενε υπομονετικά να γυρίσει.  Κι ήρθε πίσω και ανάστησε αυτό το χαρισματικό κέντρο. Το έκανε ξακουστό σε όλη την επαρχία Αμαρίου και ακόμη πιο μακριά. Οι ψησταριές του με τα νόστιμα ντόπια κρέατα , μέσα σε ένα δροσερό καλοκαιρινό περιβάλλον, έκαναν το Σιγγεράκη και το Μέρωνα διάσημους. Τα τελευταία χρόνια συγκέντρωσε και ανάρτησε στο εσωτερικό του μαγαζιού του πλήθος φωτογραφιών από παλιές μορφές του χωριού, έργο που αποτελεί παρακαταθήκη και πρέπει να διαφυλαχθεί από τους κληρονόμους του. Όπου έλεγες ότι ήσουν από το Μέρωνα αμέσως σε ρώταγαν : «τί κάνει το Σιγγεράκη;». Το «Σιγγεράκη» στο ουδέτερο παρακαλώ όπως ονοματίζουμε τα μικρά παιδιά, γιατί τέτοιος ήταν ο Μιχάλης. Ένα μικρό παιδί. Καλοσυνάτος, ευαίσθητος πάντα με το χαμόγελο και το χιούμορ, να «πειράζει» με χωρατά τους συγχωριανούς του. Να γλεντοκοπά μερόνυχτα , αφήνοντας τη διαχείριση στην υπομονετική σύζυγό του , τη Βαγγελιώ.

Αυτός έκλεβε τότε μέρες του Χάρου. Ώσπου η αρρώστια τον έριξε κάτω. Έχασε την ισσοροπία του , λύγισε. Αμίλητος χωρίς παράπονο εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο.

Καλό σου ταξίδι Μιχάλη.

Ο Μέρωνας θα σε θυμάται πάντα.

Αθήνα 7 Δεκ. 13

Ν.Σ.Β.

Αριθμός Προβολών: 18