(Γράφει η Σμαράγδη Κουμεντάκη)

 

Του Αγίου Πνεύματος σήμερα. Μεγάλη η χάρη του!

Προσπαθώ να κοιμηθώ μα η συνήθεια δεν με αφήνει. Σηκώνομαι κάνω μια κούπα καφέ, στρογγυλοκάθομαι στον λευκό καναπέ μου και πατάω πρώτα το ένα κουμπί και μετά το άλλο. Ποιά κουμπιά; Της τηλεόρασης και του υπολογιστή μου, φυσικά. Άτιμη συνήθεια! Λες και ανοίγουν πια μόνα τους και τα δύο. Αυτόματα. Και πέφτω με τη μία η δικιά σου στην κυρά Σολάριουμ, να λέει, ότι θέλει και καλά να με κάνει μαύρη, σαν και τη μούρη της. Τα πήρα στο κρανίο. Τη συμπαθούσα μέχρι σήμερα την ξιπασμένη, ένεκα του στυλ, γιατί έχει στυλ, απαράμιλλο, κι αυτά που έλεγε ή δεν τα πολυάκουγα, ίσως και να τα περνούσα στο ντούκου. Μα αυτό που ξεστόμισε σήμερα, με άγγιξε και με ξεσήκωσε.

«Τώρα θα δεις…» άρχισα να απειλώ και να φωνάζω στη δεκαεπτάχρονη κόρη μου.

-Σήκω…

-Άσε με πέντε λεπτάκια μόνο, πέντε, μόνο πέντε… εκλιπαρούσε νυσταγμένα.

-Σήκω αμέσως. Πάμε θάλασσα.

-Πλάκα κάνεις! Έχω διάβασμα. Ξύπνησε με τη μία.

-Πάρε τα βιβλία μαζί σου. Πάμε Σούνιο, όπου θες, αλλιώς θα σαλτάρω.

Σαν το ελατήριο πετάχτηκε από το κρεβάτι η μικρή με το κινητό ανά χείρας και για πότε ξεσήκωσε όλη την τάξη της ούτε που το κατάλαβα. Για να μην τα πολυλογώ σχολικό μου το’ κανε το μίνι κούπερ. Πέταξα τις τσάντες με τα μπανιερά, τα αντηλιακά, τις ψάθες και τις κονσέρβες στο πορτ μπαγκάζ κι έβαλα μπρος τη μηχανή. «Γαμώ την ατυχία μου» ξεφώνισα. Το λαμπάκι της βενζίνης μου άναψε και τα δικά μου τα λαμπάκια επίσης. Τριάντα ευρώ είχα όλα κι όλα για να τη βγάλω όλη τη βδομάδα και τώρα έπρεπε να τα αποχωριστώ για να βάλω βενζίνη για να «τακτοποιήσω» τη μαντάμ Σουσού. «Βάλε είκοσι» λέω στο βενζινά, και κείνος απάντησε «είκοσι θέλει το κυρία;» Βρε δεν πας στο διάλο πρωινιάτικα, σκέφτηκα, μα του απάντησα «ναι» και σε ένα λεπτό μου είχε τσεπώσει ο Πακιστανός το εικοσάρικο. Ευτυχώς δεν μου έπλυνε τα τζάμια, γιατί δεν θα του έδινα τίποτα. Έμεινα λοιπόν σχεδόν ταπί, δηλαδή με δέκα ευρώ για να φτάσω μέχρι το Σούνιο που υποσχέθηκα στις μικρές, και να τη βγάλω και μια ολόκληρη βδομάδα. «Δε βαριέσαι, ας μην το σκέφτομαι» σκέφτηκα «θα περάσουμε καλά και θα την εκδικηθώ και την κυρά Παριζιάνα…. θα μαζέψω όσο πιο πολύ ήλιο μπορώ, να μαυρίσω περισσότερο κι απ’ αυτή, κι απ’ αυτούς που θέλει να με κάνει ίση κι όμοια. Αμ πώς… Εγώ είμαι Ελληνίδα κοπελιά και δε μασάω…»

Φτάνω στην παραλιακή και μα την γκαντεμιά μου! Κατεχάκη ήτανε σήμερα. Δυο ώρες στο Δέλτα Φαλήρου, στις δώδεκα ήμουν έξω απ’ το Ανατολικό και ο δείκτης του ρεζερβουάρ να καταπίνει τη βενζίνη σαν φραπεδιά. Αφού για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως ο διπλανός μου με την Καγιέν ρουφούσε με το καλαμάκι τη βενζίνα μου. Μα ο Θεός είναι μεγάλος και το Άγιο Πνεύμα μεγαλύτερο και μου’ ρθε η καλή ιδέα και τις έπεισα τις τυραννίδες του σχολικού μου ότι όλες οι θάλασσες είναι ίδιες και ότι η έκπληξη που τους είχα στο Καβούρι ήταν άκρως γαργαλιστική. Δυο λέξεις μου ήταν αρκετές. «Απολιθωμένες καπότες». ΝΑΙ!!!! Καβούρι…. φώναξαν όλες μαζί και γω λευτερώθηκα από την αγωνία, του αν θα έχω τη βενζίνη της επιστροφής.

Πάρκαρα κάτω από ένα δένδρο. Κοίταξα τριγύρω μου και άρχισα να ψάχνω με τα μάτια τα απολιθωμένα πλαστικά σακούλια που είχα δει πριν δεκαπέντε χρόνια που είχαμε έρθει εδώ με τη δίχρονη κόρη μου, Δευτέρα ήταν και τότε, Καθαρή, για να πετάξουμε τον χαρταετό και να κάνουμε πικ-νικ. Ούτε το ένα κάναμε ούτε το άλλο γιατί εγώ, μόνο εγώ -όλοι οι άλλοι έτρωγαν και πετούσαν τους χαρταετούς τους πανευτυχείς- ενώ εγώ μετρούσα τις άπειρες χρωματιστές καπότες. Κάποτε όλα αυτά γιατί τώρα τις είχε πάρει ο άνεμος, ή το κύμα…. Τότε, είχα φύγει τροχαδόν, φοβούμενη μη μείνω έγκυος απ’ το ρουθούνι, και σήμερα δεν υπήρχε ούτε μία, ούτε για δείγμα. Ψεύτρα με ανέβαζαν, ψεύτρα με κατέβαζαν που τις παραπλάνησα και δεν απόλαυσαν το θέαμα! Το απολιθωμένο χαλί της καπότας! Γρήγορα όμως βρέθηκαν να πλατσουρίζουν στα καταγάλανα νερά του Σαρωνικού και γω ξαπλωμένη στην άμμο να αποστηθίζω βιολογία για να τους τη διδάξω στην επιστροφή. Η ενοχή της μάνας! Ας είναι.

Ο ήλιος υπέρλαμπρος και μεγαλειώδης χάιδευε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί μου και το σιγόκαιγε. Ξεχάστηκα. Και τότε μου ήρθε στο νου η κυρά σολάριουμ, που πολύ θα ήθελα να με έβλεπε πώς απολάμβανα τα μεγαλεία μου έστω και άφραγκη διαβάζοντας για τα γονίδια, τα DNA και τις σπερματίδες κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Γιατί αυτό είναι η Ελλάδα κυρά μου. Καυτός ήλιος, ξεγνοιασιά, λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου… Ποιο αγόρι μου! Που αυτή είναι η νιόπαντρη! Που χαρά έχουν να δουν τα σκέλια μου από τότε που έγινα μάνα. Τέλος πάντων, είπα να λασκάρω απ’ την καταραμένη τσίτα της νέας φτώχειας που έχω περιέλθει, η χαρά της ηδονής με μάρανε. Είμαι και μάνα τρομάρα μου. Σα δε ντρέπομαι… Πάλι ευτυχώς που το Άγιο Πνεύμα πήρε τη σκυτάλη κι άλλαξα σκέψεις. Η θάλασσα με ταξίδευε και δεν έβλεπα, δεν άκουγα τίποτα. Σαν αφιονισμένη απολάμβανα το κύμα που έσκαγε στα πόδια μου. Με τη βιολογία καπέλο αποκοιμήθηκα. Τι γλυκός ύπνος! Μέχρι όνειρα είδα, πως ήμουν λέει σε ένα αεροπλάνο και πετούσα, πετούσα, πετούσα, ψηλά στον ουρανό! Μα μήτε στον ουρανό μπορείς να ηρεμήσεις, μήτε στο Καβούρι. Ένας έγχρωμος, Νιγηριανός έμοιαζε με ξύπνησε λέγοντας μου «Κυρία θέλει το κυρία ομπρέλα, ήλιο καίει» βρε άει στο διά…. ξεστόμισα, αλλά δεν το αποτελείωσα μέρα που είναι. Έτριψα τα μάτια μου για να δω τις μικρές, και έπεσα στη δροσερή θάλασσα για να ξυπνήσω. Η βιολογία με περίμενε και ήταν τόσο ακαταλαβίστικη. Ήπια μπόλικο δροσερό νερό που αγόρασα από μία καντίνα και τα ευρώ μου ξαφνικά έγιναν εννέα. Χτύπησα στο σέικερ και μια φραπεδιά, αν και πολύ θα ήθελα να παραγγείλω στο μπαρ έναν φρέντο και τον ρούφηξα μονοκοπανιά. Λούστηκα το αντιηλιακό γιατί ο ήλιος ήταν καυτός και δεν ήθελα εγκαύματα. Φώναξα και τις μικρές να έρθουν να πιουν καφέ μα η δικιά μου η αχάριστη ήθελε φρέντο καπουτσίνο και πάνε και τα δύο δίευρα από τα ρέστα. Το τάλιρο όμως δεν επρόκειτο να το πειράξω. Ένα ευρώ την ημέρα για την επόμενη εβδομάδα, έστω για ψωμί έπρεπε να το έχω. Εγώ έχω το τιμόνι της οικογένειας και την μοναχοκόρη μου εγώ την κακόμαθα. Μα δε φταίω εγώ που σε μία νύχτα ξύπνησα φτωχιά από μια κυρία απ’ τα Παρίσια….

Έκλεισα τα μάτια μου κι αφέθηκα στα χάδια του ήλιου και της θάλασσας. Οι χαρούμενες φωνές των ανέμελων παιδιών μου χάιδευαν το τύμπανο, το τικ-τακ απ’ τις ρακέτες συγχρονίστηκε με τους παλμούς της καρδιάς μου -έτσι χτυπούσε όταν ερωτεύτηκα στα δεκαοχτώ μου- σαν σήμερα εδώ στο Καβούρι, το Καβούρι του έρωτα και της ανεμελιάς. Όπως απολάμβανα την ευτυχισμένη μέρα μου στη θάλασσα, κι όπως ηλιοψηνόμουν με το αεράκι του Σαρωνικού να με γαργαλίζει, με το μυαλό μου ταξίδεψα στο πολυτελέστατο σολάριουμ της μισητής κυρίας κι απόλαυσα διπλά τη δική μου ελευθερία. Χαλάλι σου κυρά μου το χρυσό σου το κλουβί. Γιατί εσύ ποτέ σου δεν έχεις απολαύσει τον ήλιο πάνω στην άμμο διαβάζοντας βιολογία…

Ένας άλλος κύριος κοντός κι αυτός και πολύ σκουρόχρωμος, όχι από τον ήλιο ούτε απ’ το σολάριουμ μου έκλεψε πάλι κάτι απ’ την ανεμελιά της στιγμής για να μου πουλήσει ένα ρολόι. Μα δεν τα θέλω τα ρολόγια. Δεν έχω καλή σχέση με το χρόνο. Δεν θέλω να έχω. Μα έχει αυτός την καλύτερη με μένα. Δεν αγόρασα ρολόι ούτε από απ’ αυτόν ούτε από τους υπόλοιπους μελαμψούς κυρίους που παρέλασαν από δίπλα μου και με αποσπούσαν από τη μελέτη μου. Είναι κι αυτός ο χρόνος! Δε μαθαίνεις με την ίδια ευκολία μεγαλώνοντας.

Παράτησα τη βιολογία, έτσι κι αλλιώς τίποτα δε θυμάμαι από όσα διάβασα και σκέφτηκα πάλι την κυρία στο κλουβί της και ο ήλιος έγινε ακόμα πιο απολαυστικός. Η εκδίκηση ήταν εδώ δίπλα μου και καυτή. Σαν τον ήλιο μου!

Μπήκα στη θάλασσα, περπάτησα στην ακρογιαλιά, έπαιξα με το κύμα, έκανα βουτιές, κοιμήθηκα στην άμμο, έκανα όνειρα, ταξίδεψα με το νου μου, εκδικήθηκα όσο έπρεπε τη μελαχρινή κυρία με τα σινιέ μαύρα ρούχα και τα λευκά μαλλιά και παρατήρησα πόσο άλλαξαν όλα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.

Μέχρι πρότινος με ενοχλούσε η εικόνα των παιδιών των φαναριών, κι έλεγα «μα η Πολιτεία τι κάνει;» Τα παιδιά έφυγαν από μόνα τους, δεν ξέρω που πήγαν….

Τώρα με ενοχλεί η εικόνα των αντρών των φαναριών και η επιμονή τους να καταναλώσω πραμάτια. Με ενοχλεί αφάνταστα η επίθεση στο αμάξι μου για να μου πλύνουν τα τζάμια με ένα κατάμαυρο νερό από έναν άπλυτο κουβά… και πάλι διερωτώμαι «μα η Πολιτεία που είναι; Γιατί επιτρέπει να με βιάζουν! Καθημερινά….»

Δεν θα επιτρέψω όμως σε κανένα να μου πάρει τον ήλιο και τη θάλασσά μου. Ούτε έναν κόκκο άμμου. Θέλω να ξαπλώνω στη χρυσή άμμο μου και να απολαμβάνω την ελευθερία που μου χάρισε ο Θεός, εδώ στην πατρίδα μου.

Και σεις καλοί μου φίλοι, πάρτε την πραμάτεια σας και πηγαίνετε αλλού. Στις πατρίδες σας. Η δική μας γη δε χωράει άλλη πραμάτεια…

Μέτρησα εκατόν πενήντα δύο μικρόσωμους μελαμψούς άντρες φορτωμένους με ό,τι μπορείς να φανταστείς, με όλα τα χρειαζούμενα της παραλίας και όχι μόνο, κι όλοι πάνω κάτω φορούσαν τα ίδια ρούχα. Ένα μαύρο παντελόνι και μία ριγέ μπλούζα. Μόνο η ρίγα άλλαζε. Άλλος φορούσε μπλούζα με κάθετη, άλλος με οριζόντια, κι άλλως με διαγώνια ρίγα σε κάθε λογής χρώματα. Σαν να φορούσαν στολή. Εργασίας. Λες και ήταν ομάδα.

Μάζεψα τα πράγματά μου, τις μικρές με χίλια βάσανα, είχα μαζέψει και όσο ήλιο χρειαζόταν η εκδίκησή μου, και κατευθύνθηκα προς το κουπεράκι μου σκεφτόμενη πως θα τη βγάλω την υπόλοιπη εβδομάδα με πέντε μόνο ευρώ. Καθώς κοιτούσα χάμω μπας και δω κάτι που να μου αποδεικνύει ότι δεν γίναμε ένας ανέραστος λαός, κλώτσησα ένα πορτοφόλι καφέ Louis Vuitton μαϊμού. Ήταν ταλαιπωρημένο μα έδειχνε φουσκωμένο. Το έπιασα. Το άνοιξα. Βαρέθηκα να μετράω πεντάευρα. Λες και γέννησε το δικό μου. Είναι πολύ γόνιμη η άμμος στο Καβούρι. Το ξέρω από παλιά. Γέμισα όλο το ρεζερβουάρ.

Γύρισα στο σπίτι χαρούμενη. Η μικρή δεν διάβασε λέξη βιολογία. Και να διάβαζε το ίδιο θα έγραφε. Δε με νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς και να γράψει το ίδιο κάνει. Γδύθηκα και καμάρωσα το ηλιοκαμένο κορμί μου. Έκανα ένα απολαυστικό ντουζ κι αποκοιμήθηκα στον άσπρο καναπέ με τη βιολογία καπέλο. Είμαι μια ελληνίδα μάνα και έτσι θα παραμείνω. Θα ξυπνώ και θα κοιμάμαι με μια βιολογία στο κεφάλι μου….

Το ΔΣ του Πολιτιστικού Συλλόγου Πατσωτών Αθήνας εύχεται στην συχωριανή μας Σμαράγδη  Κουμεντάκη (Ρούλα) στο τέλος της χρονιάς να βραβευτεί η καλύτερη ιστορία  από το περιοδικό “διαβάζω”  .

 

Αριθμός Προβολών: 26