ΚΟΥΡΟΥΘΙΑΝΟΙ ΛΥΡΑΤΖΙΔΕΣ 

Με το δοξάρι τους συνόδευσαν τους μερακλήδες Κουρουθιανούς  στο χορό, στις χαρές,  τα ξεφαντώματα,  στις συνεπαρσές. Στα τραγούδια,  για τους καημούς,  τα πάθη,  τους πόθους  και τους έρωτες, του Κουρουθιανού ζευγολάτη του Κουρουθιανού βοσκού.

«Οντε προβάλω στηγκορφή των αμπελιώ απου λένε,

αν δε σε ιδούν τα μάθια μου ντακέρνουνε και κλαίνε»

Σε χρόνια που στο ορεινό χωριό ακόμα και το γραμμόφωνο αν δεν ήταν άγνωστο ήταν σπάνιο, η όποια σχέση με τη μουσική  απαιτούσε όπως από αιώνες πριν, τη ζωντανή παρουσία μουσικού,  την άμεση σχέση με τον μαγικό ήχο της λύρας και του μαντολίνου που αποτελούσαν τα συνήθη μουσικά όργανα εκείνα τα χρόνια στις Κουρούτες. Οι ευκαιρίες απόδρασης από το βάρος της σκληρής καθημερινότητας ήταν πολλές και προσμένονταν με λαχτάρα. Χρονιάρες μέρες, ονομαστικές γιορτές,  γάμοι,  βαφτίσια,  πρωτομαγιές,  κουρές, και ζεύκια. Αναζωογονητικές μέρες και ώρες αγαλλίασης που δεν έπρεπε να πάει καμιά χαμένη. «Να κλέψωμεν ακόμη μια του Χάρου». Βάσανα και καημοί  δεν έλειπαν.  Μελωδικοί σκοποί και  τραγούδια αποτελούσαν πάντα τη μαγική γητειά, τα θεραπευτικά αντίδοτα.

« Θα παίζω και θα τραγουδώ κι΄ας είμαι λυπημένος

 στω μερακλήδω τσι γραφές είμαι κι, εγώ  γραμμένος».

Οι συνευρέσεις αυτές σε κλίμα ευωχίας, κεφιού και  χαράς,  λειτουργούσαν ως καταλύτες  συνοχής της  μικρής κοινωνίας, συνέβαλαν στην τακτοποίηση των διαπροσωπικών σχέσεων που συχνά διατάρασσαν συγκρούσεις και παρεξηγήσεις από μικρές και μεγάλες αιτίες κι΄αφορμές. Μια  φλούδα γης σε κακοτράχαλα βουνά είχαν να διαχειριστούν για την επιβίωση φτωχών και πολυπρόσωπων οικογενειών. Καυγάδες και τσακωμοί ήταν αναπόφευκτες.    Δινόταν λοιπόν ευκαιρίες με τη βοήθεια του κρασιού και της ρακής σε κλίμα ευφορίας με λαγαρή τη σκέψη, να αμβλυνθούν οι εντάσεις,  να «τα χαλαροσείρουν», να αρθούν παρεξηγήσεις, που δεν ήταν και σκοτωμού δουλειά, «να τα σάξουν» οι μαλωμένοι, με την μεσολάβηση αξιοσέβαστων προσώπων, που περνούσε ο λόγος τους.

Μαντολίνο έπαιζαν πολλοί, ερασιτεχνικά, ιδιωτικά, για προσωπική ικανοποίηση.  Κάποιοι όπως ο Κωστής Πλατύρραχος (τσαγκάρης) συνόδευαν στις παρέες λυρατζή. Στη θύμηση μου έρχεται ο Κωστής του Σαρδογιάννη μια ευγενική φυσιογνωμία. Συχνά τα καλοκαιρινά βραδάκια καθόταν στο βορνό παραθύρι του σπιτιού τους, σκορπώντας τους λεπτούς μαγικούς ήχους του μαντολίνου του στη γειτονιά που τα έτη 1949-1950 εκεί στο Κεφάλι, ήταν και δική μου.  Στο μαντολίνο του Μανώλη Καπελώνη – Μανωλάκις ( ευγενής σε πνεύμα κι μορφή, μαραγκός  όπως ο πατέρας μου),   έπαιξα και εγώ παιδί στις πρώτες μου ερασιτεχνικές πενιές  τον Χανιώτη συρτό όπως μου τον έμαθε.

Ο πιο παλιός λυρατζής που μνημονεύεται από όσους τον πρόφτασαν ήταν ο Μανέλης. – Μανώλης Στεφανάκης, εγγονός του θρυλικού Στεφανομανώλη και πατέρας του Μανελοστεφανή.

Άλλοι για τους οποίους υπάρχουν φωτογραφικά τεκμήρια ήταν:

Πανάγος Καπελώνης Φωτογραφία αρχείου Νικου Π. Καπελώνη. (Το δοξάρι  φέρει γερακοκούδουνα και η λύρα έχει σχήμα που πιθανά παραπέμπει σε προσωπική του ιδιοκατασκευή. Υπήρχε αναφορά σε τέτοιες ιδιοκατακευές με τον σχετικά μειωτικό όρο «σφακολυράκια»)

Νικολής Ανδρέα Κοκαράκης- Κοκαρονικολής  ( Ο συγγενής του Κοκαραντώνης από τα Πλατάνια γνωστός για τα αμαριώτικα πεντοζάλια του, ήταν τακτικός επισκέπτης των Κουρουτών

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

 

Γιώργης Νουκάκης – Νουκογιώργης. (Στον Αη Γιάννη. Αρραβώνας του Ζαχάρη Στεφανάκη και της Ελένης Παραδεισανού)

 (Σύναξη Αμαριωτών οργανοπαικτών στον Αφρατέ την πρωτομαγιά του 1936

   (1934 Στη βάφτιση του Καπεταναντώνη)

Τα μουσικά μοτίβα που έπαιζαν οι παλιότεροι από αυτούς ήταν κυρίως διάφορες εκδοχές του πεντοζάλη. Οι εμπειρίες της  δικής μου γενιάς που αντιστοιχούν στις δεκαετίες 1950 και 1960  λίγο πριν λίγο μετά, αναφέρονται στους δυό λυρατζίδες, τον  Βαγγέλη Καπελώνη- Μανελοβαγγέλη, και τον Μιχάλη Νουκάκη Νουκομιχάλη. Στις χρονιάρες μέρες  οι παρέες συγκροτούνταν από ενωρίς, Όλα τα σπίτια  τις περίμεναν με μεζέδες και κεράσματα. Το βράδυ κεφισμένοι συγκεντρώνονταν οικογενειακά για χορό στα δύο αντικριστά καφενεία, του Πέτρου Στεφανάκη με λυραντζή τον Βαγγέλη,  του  Αναστάση Κατσούγκρη με λυραντζή τον Νουκομιχάλη.  Παλιότερα χοροί γίνονταν και στο καφενείο του Μανώλη Σ. Κατσούγκρη -Στελιανομανώλη  στην κάτω ρούγα ή στου Αντώνη Μουρτζανού – Μουρτζανάκη στη Χαρουπέ. Οι χοροί   κυκλικοί κρητικοί. Συρτά Χανιώτικα σε σκοπούς όπως είχαν διαδοθεί από τους Ρεθεμιώτες βιρτουόζους Ανδρέα Ροδινό, Θανάση Σκορδαλό, Κώστα Μουντάκη και άλλους. Πεντοζάλια ντόπια Ρεθεμιώτικα Αμαριώτικα και Καστρινά ή Μαλεβιζιώτικα. Ο Μαλεβιζιώτης  ως μελωδία και ως χορός αποδιδόταν με τρόπο χαρακτηριστικής λιτότητας και απλότητας.  Ένας στραταριστός με μικρά βήματα χορός που δεν έχει σχέση   με τις σύγχρονες επιδεικτικές εξάρσεις και εντάσεις όπως προβάλουν χορευτικά συγκροτήματα που πρέπει να εντυπωσιάσουν πολυπληθές κοινό σε αίθουσες ή την τηλεόραση, νοθεύοντας όμως  την αυθεντική εκδοχή, τον πραγματικό χαρακτήρα της  τοπικής παράδοσης. Ο Αναστάσης Κατσούγκρης ήταν ο πιο αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος αυτής της χορευτικής απόδοσης. Ο Τριζάλης  παραλλαγή του πεντοζάλη έχει καταγραφεί ως Κουρουθιανός χορός ( Βλέπε: Παντελής Καβακόπουλος  – Τραγούδι, Μουσική & Χορός στην Κρήτη)   Δεν είναι γνωστά ιστορικά στοιχεία για το πότε και από ποιόν καθιερώθηκε. Αυθεντική  εκδοχή του έχει καταγραφεί σε βίντεο με Κουρουθιανούς χορευτές και λύρα του Νουκομιχάλη.

( βλέπε YOOTUBE ΤΡΙΖΑΛΗΣ ΚΟΥΡΟΥΘΙΑΝΟΣ).

Σούστα. Πιο παιχνιδιάρικος χορός. ( χόρευγε χαϊδεμένο μου χόρευγε σούστα – σούστα,

μα ο αφέντης σου ναι παπουτσής και σάζει σου παπούτσα)

Χορευόταν κατά ζεύγη αλλά  εξελισσόταν σε ομαδικούς χορευτικούς σχηματισμούς κατά τα προστάγματα ενός πρωτοχορευτή.  Η καταληκτική εντολή  ήταν το ( νταμ μπουφέ ) Ο καβαλιέρος έπρεπε να οδηγήσει την ντάμα του στο τεζάκι για κέρασμα.     Από τους χορούς της άλλης Ελλάδας μόνο ο Καλαματιανός ήταν γνωστός   σε μουσική από ντόπιους συνθέτες όπως ο Μουντάκης. Ευρωπαϊκοί χοροί, ταγκό, βάλς, φοξ τροτ, χορεύονταν. ( Οι κολλητοί όπως τους έλεγαν οι γηραιότεροι με αρκετή δόση ειρωνείας,- ίσως ζηλιάρικης). Το αγκάλιασμα βέβαια ήταν σε σχετικά προσχηματική απόσταση. Θυμάμαι το δεξί χέρι του   Αντρέα Π. που ακουμπούσε  στην πλάτη της ντάμας με την άκρη του  αντίχειρα και τα άλλα δάκτυλα τεντωμένα σε απόσταση.  Λαϊκοί αστικοί χοροί ζεϊμπέκικα, χασάπικα, τσιφτετέλια, καρσιλαμάδες, ήταν παντελώς άγνωστα. Ο Φουρφουριανός λαουτιέρης Μύρος Μπαγουράκης- («ιδανικός αυτόχειρας»)- πασαδόρος του Νουκομιχάλη έπαιζε και τραγουδούσε τη Μισιρλού και χορεύονταν  ταγκό. Η διάταξη, η σχέση χορευτών οργανοπαίκτη και σε ανοικτό και σε κλειστό χώρο μέχρι και το τέλος αυτής της περιόδου, ακολουθούσε την αρχετυπική μορφή όπως μαρτυρείται από πολλές παραστάσεις και του Μινωικού πολιτισμού.  Στο κέντρο οι μουσικοί και γύρω τους οι χορευτές.  Η διάταξη αυτή ασφαλώς προκύπτει από την λειτουργική ανάγκη της ευχερούς και ομοιόμορφης ακουστικής και αντιληπτικής σχέσης μεταξύ μουσικού και χορευτών, είχε όμως και μια ουσιαστικότερη συνέπεια  ιδιαίτερα όταν ο χορός συνδυάζεται με τραγούδι όπως στον σιγανό πεντοζάλη. Η ενεργητική συμμετοχή των ορχούμενων, οι αυτοσχέδιοι έμμετροι διάλογοι συνιστούσαν ένα πραγματικό λαϊκό  πολιτιστικό δρώμενο που οι σημερινές συνθήκες της τυραννικής επιβολής των μεγαφώνων και της αυτάρεσκης αυτοπροβολής αυτού που κατέχει το μικρόφωνο,  δεν μπορούν να αντικαταστήσουν αλλά και να επιτρέψουν την πραγματοποίηση του. ( Στον Φουρφουρά κάποτε μια αλέγρα Φουρφουριανή αλλά όχι και πολύ όμορφη που δέχτηκε με μαντινάδα στο χορό το κακεντρεχές πείραγμα συγχωριανού της είχε άμεση σε στίχο την απάντηση.

«πως είμαι μαύρη κι΄άσκημη κατέχω και θωρώ το,

μα ο,τι έχουνε οι γιόμορφες    έχω κι΄εγώ χαρώ το»).

Η νομοτελειακή ανατροπή αυτής της σχέσης της μορφής έκφρασης και δράσης και η αντικατάσταση  της με την αστική διάταξη του πάλκου, συντελέστηκε με την ηλεκτροδότηση της περιοχής κατά τη δεκαετία του 1970.    Στις Κουρούτες  νομίζω για πρώτη φορά συνέβη  το καλοκαίρι του 1978;  στά τα εγκαίνια του καφενείου – σουβλατζίδικου   του Νουκομιχάλη όπου  λύρα έπαιξε ο Σπύρος Σηφογιωργάκης με το συγκρότημα του.

Βαγγέλης Εμμ. Καπελώνης – Μανελοβαγγέλης. 1925-2005  

Ξεχωριστός άνθρωπος προικισμένος με ιδιαίτερες ικανότητες που κατάφερε να αναπτύξει δημιουργικά, παρά την σοβαρή  αναπηρία του δεξιού του χεριού που είχε αποκτήσει από ατύχημα σε νηπιακή ηλικία. Εκτός από το παίξιμο της λύρας, -απαιτητικού μουσικού οργάνου- επιδίδονταν με επιτυχία σε λεπτές και καλλιτεχνικής έκφρασης κατασκευές, κυρίως ξυλογλυπτικής. Δύο από αυτές κοσμούν την αίθουσα του πνευματικού κέντρου Κουρουτών.    Προσηνής, πρόσχαρος, με ανυπόκριτη φιλική και ευγενική συμπεριφορά, αγαπητός σε όλους, Στις κοινωνικές εκδηλώσεις,  – γάμους, βαφτίσια,- ήταν ο κατάλληλος αγγελιοφόρος των ευχάριστων γεγονότων, ο καλεστής. Στις κοινωνικές μαζώξεις,  το  χιούμορ του οι μιμήσεις, τα πειράγματα, έδιναν τον τόνο του κεφιού.  Με τη στεντόρεια φωνή  κατέληγε στη συνήθη του αισιόδοξη επωδό, « και του χρόνου να είμεθα καλά, και θα είμεθα»!!!

Μιχάλης Αν. Νουκάκης – Νουκομιχάλης              1923-2006  

Το μουσικό ταλέντο του Νουκομικάλη εκδηλώθηκε πολύ νωρίς. Αυτό δείχνουν και οι φωτογραφίες που διασκεδάζει τους Κουρουθιανούς με κοντά παντελόνια. Η πρώτη του λύρα ήταν αυτή του αδερφού του Γιώργη δικής του κατασκευής. Τη λύρα του, παλαιού τύπου με καμπαναριό, του  είχε χαρίσει θαυμάζοντας το ταλέντο του, ο Λεωνίδας Μαθιουδάκης από το Ρέθυμνο, σύζυγος της Ελένης, αδελφής των Αντωνιανών Πλατύρραχων. (βλέπε ημερολόγιο 2021 Συλλόγου Κουρουθιανών). Σε μια φωτογραφία της κατοχής παρών στην παρέα είναι και ένας Γερμανός  (Ο Νουκομιχάλης συμμετείχε στην εθνική αντίσταση ως σύνδεσμος αντάρτικων οργανώσεων). Από νεανική μάλλον αφέλεια σε αυτή την παρέα έπαιξε στη λύρα τον σκοπό του  τραγουδιού  του Αλβανικού έπους  «κορόιδο Μουσολίνι». Ο Γερμανός το θεώρησε πρόκληση και προσβολή και τράβηξε απειλητικά το μπιστόλι. Τον Μιχάλη που τα χρειάστηκε έσωσε η παρέμβαση («θα σκοτώσεις ένα παιδί που παίζει λύρα») μιας κυρίας της παρέας που ήταν διερμηνέας σε Γερμανική υπηρεσία, Για πολλούς Κουρουθιανούς η μουσική συνείδηση οφείλεται στα ακούσματα των ιδιαίτερων μελωδικών αποδόσεων  της λύρας του Νουκομιχάλη που τις χαρακτήριζε η καθαρότητα και η ακρίβεια.   Δύο σχετικές αφηγήσεις:

-Τα χρόνια του εμφυλίου μεταξύ άλλων Κουρουθιανών στρατευμένων ήταν  ο Νουκομιχάλης και ο Χαρίδημος Κατσούγκρης του Τέαρχου, ο Τεαρχοχαρίδημος. Ένα βράδυ στην μεγάλη αίθουσα μεταγωγών του σταθμού Λαρίσης στην Αθήνα που οι νεοσύλλεκτοι ανέμεναν  τη μεταφορά τους  για τα μέρη που δεν έχει καθημερνές και σκόλες, στα αυτιά του Χαρίδημου στο βάθος του θαλάμου  έφτασαν μελωδικοί ήχοι λύρας. Οι γνώριμες κοντυλιές  ταξίδεψαν το θολωμένο του μυαλό    σε ονειρεμένες   μαγικές εικόνες  του χωριού του σε ώρες υπέρτατης νεανικής αγαλλίασης.    Ένας βαθύς αναστεναγμός ανάβλυσε από το στήθος του, «έρμε Νουκομιχάλη και πού΄ σαι»  Μα, τι αναπάντεχη παρηγορητική έκπληξη, στην άλλη άκρη του θαλάμου αυτός που έπαιζε λύρα ήταν ο Νουκομιχάλης.

-Ο Μανώλης Κατσούγκρης έκανε βόλτα με αυτοκίνητο τον πατέρα του Αναστάση στην Αθήνα. Στην κασέτα Κρητικής μουσικής  από ζωντανή ηχογράφηση ο Αναστάσης ξεχώρισε ένα μαλεβιζώτη. «Αυτός παίζει σωστά το μαλεβιζώτη ποιος είναι» Ήταν ο κλασικός λιτός στρωτός σκοπός με τον οποίο ο Αναστάσης χόρεψε τόσες φορές τον δικό του λιτό στραταριστό χορό, ο μαλεβιζώτης του Νουκομιχάλη.

(πρωτομαγιά στην Καιμένη φάκα) (Τη βροχερή πρωτομαγιά 1955) ( παρέα στην πλατέα, στο λαγούτο ο Αντρέας Νεονάκης από τους Αποστόλους)

Σύντομες  αναφορές σε αξιομνημόνευτα πρόσωπα και γεγονότα, αυθεντικές εικόνες μιας άλλης ζωής. Σκόρπια σπαράγματα  της προσωπικής και συλλογικής μνήμης ως καταγραφή στοιχείων της ιστορίας του τόπου.

Ν.Α.

 

 

.

 

Αριθμός Προβολών: 309