Αθήνα 2 Οκτωβρίου 2022

Ευγενία Λινοξυλάκη

Email: thimelly@yahoo.gr

 

Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ομοσπονδία Σωματείων Επαρχίας Αμαρίου για την τιμητική πρόσκληση να είμαι ομιλήτρια στις φετινές εκδηλώσεις για τα 78 χρόνια από την καταστροφή των χωριών του Κέντρους το 1944.

Η προσπάθειά μου επικεντρώνεται στην ανάδειξη του πολύπλευρου τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα στην περιοχή μας έχοντας πάντα κατά νου τους ανθρώπους που τα έζησαν.

Κατά την περίοδο της κατοχής, η κοιλάδα του Αμαρίου ήταν σημαντικό κέντρο της Κρητικής αντίστασης. Ο Tom Dunbabin, από τους επικεφαλής της βρετανικής κατασκοπίας στη δυτική Κρήτη, παρουσιάζει με εκπληκτικό τρόπο την καθημερινή συμβίωση των Άγγλων κατασκόπων με τους Αμαριώτες αντιστασιακούς και τους κατοίκους των χωριών της περιοχής, την οποία αποκαλούσαν «Χώρα των Λωτοφάγων».

Οι Γερμανοί από την πλευρά τους είχαν τις πληροφορίες τους για το αντιστασιακό κέντρο του Αμαρίου και κάποιες φορές είχαν κυκλώσει τα χωριά αναζητώντας συγκεκριμένα πρόσωπα, είχαν κάνει προσαγωγές και μεμονωμένες εκτελέσεις και είχαν προειδοποιήσει τους κατοίκους ότι θα αντιμετώπιζαν την οργή τους αν δεν συνεργάζονταν μαζί τους.

Παρά τις προειδοποιήσεις τη νύχτα 26 προς 27 Απριλίου 1944 πραγματοποήθηκε η απαγωγή του Γερμανού γενικού διοικητή Κρήτης στρατηγού Heinrich Kreipe, η οποία οργανώθηκε από τους βρετανούς Patrick Leigh Fermor και William Stanley Moss, με την υποστήριξη της τοπικής αντίστασης. Αμέσως οι Γερμανοί με δημοσιεύσεις στον τοπικό τύπο, που έλεγχαν, και με τη ρίψη προκηρύξεων από αεροσκάφη προειδοποίησαν τους πάντες να συνδράμουν στον εντοπισμό των απαγωγέων και την απελευθέρωση του στρατηγού εντός τριών ημερών, διαφορετικά θα προέβαιναν στα σκληρότερα αντίποινα. Άμεσα, μάλιστα, στις 4 Μαΐου έκαψαν τα χωριά Λοχριά, Καμάρες, Μαγαρικάρι και Σαχτούρια. Εντούτοις οι απειλές αγνοήθηκαν και ο απαχθείς διοικητής μέσω του Ψηλορείτη και του Αμαρίου οδηγήθηκε στο Ροδάκινο από οπού στις 15/16 Μαΐου μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο.

Την περίοδο εκείνη είχε ήδη διαφανεί ότι η Γερμανία έχανε τον πόλεμο. Η εκστρατεία στην Αφρική είχε τερματιστεί και στο ανατολικό μέτωπο οι Σοβιετικοί είχαν κυριαρχήσει. Από το Σεπτέμβριο του 1943 είχε πραγματοποιηθεί η

συνθηκολόγηση της Ιταλίας ενώ στις 6 Ιουνίου 1944 ξεκίνησε η απόβαση στη Νορμανδία και στις 25 Αυγούστου την ώρα που οι Γερμανοί έκαιγαν τα χωριά μας οι Σύμμαχοι έμπαιναν στο Παρίσι.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, την Τρίτη 22 Αυγούστου 1944, με διαταγή του Γερμανού διοικητή Κρήτης Friedrich-Wilhelm Müller, ξεκίνησε ταυτόχρονα η καταστροφή των χωριών του Κέντρους: Άνω Μέρος, Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, Σμιλές, Γουργούθοι και Γερακάρι Αμαρίου και Κρύα Βρύση Αγίου Βασιλείου.

Είναι αξιοσημείωτη η συστηματικότητα με την οποία οργανώθηκε και εκτελέστηκε τέτοιας έκτασης αφανισμός. Ο γερμανικός στρατηγικός σχεδιασμός φαίνεται πως αξιοποίησε αρχές καταδρομικής επιχείρησης και εφάρμοσε τακτικές καμένης γης κατά την επιδρομή αυτή. Στα περισσότερα από τα χωριά, όπου εξελίχθηκε η επιχείρηση δεν υπήρχε οδικό δίκτυο και προϋπόθεση για την περικύκλωσή τους ήταν η πορεία μεγάλου αριθμού στρατιωτών τις μεταμεσονύχτιες ώρες σε δύσβατες περιοχές. Για το σκοπό αυτό επιτάχθηκαν και οδηγοί που γνώριζαν να κινούνται στα συγκεκριμένα μονοπάτια.

Έτσι ξημερώματα Τρίτης 22 Αυγούστου τα χωριά βρέθηκαν περικυκλωμένα. Ο πανομοιότυπος τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα σε όλα τα χωριά μαρτυρεί το λεπτομερή κεντρικό σχεδιασμό της επιχείρησης. Οι στρατιώτες εισέβαλαν σε κάθε σπίτι και κατηύθυναν με τη βία όλους τους κατοίκους σε ένα κεντρικό μέρος του κάθε χωριού, στα σχολεία και στις πλατείες. Εκεί ξεχώριζαν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα και ακολουθούσε ταυτοποίηση των προσώπων. Οι Γερμανοί αξιωματικοί είχαν μαζί τους λίστες με βάση τις οποίες αναζητούσαν συγκεκριμένα πρόσωπα για εκτέλεση και προσδιόριζαν συγκεκριμένο αριθμό εκτελέσεων ανά χωριό. Αφού εντόπιζαν όσους βρισκόταν εκεί από τα πρόσωπα που ήταν καταχωρημένα στη λίστα και τις οικογένειές τους, συμπλήρωναν τον αριθμό με επιλογή από τους υπόλοιπους άνδρες. Οι λίστες αυτές κάνουν φανερό ότι είχαν προδοθεί οι αντιστασιακές ενέργειες του ντόπιου πληθυσμού.

Οι Γερμανοί επιδρομείς, για να προφυλαχθούν από πιθανές ενέργειες εναντίον τους, κατά την οκταήμερη αυτή επιχείρηση, κράτησαν για 24 ώρες υπό επιτήρηση όλους τους κατοίκους από τους οποίους ξεχώρισαν τους πιο εύρωστους άνδρες και γυναίκες και τους οδήγησαν ως ομήρους στο Ρέθυμνο, στα «σύρματα», όπως αποκαλούσαν οι ντόπιοι τις φυλακές στη Φορτέτζα. Οι ενέργειες αυτές πέτυχαν

το στόχο τους. Έχουμε τις μαρτυρίες του Θεόδωρου Φουρφουλάκη από το Άνω Μέρος, του Εμμ. Βλεπάκη από το Καρδάκι και του Νικολάου Τζωρτζάκη από το Γερακάρι, που και οι τρεις μετέφεραν συζήτηση μεταξύ των ανδρών για το ενδεχόμενο να επιτεθούν στους δήμιούς τους. Και στις τρεις περιπτώσεις η πρόταση για αντίσταση απορρίφθηκε για να προστατευτούν όλοι όσοι κρατούνταν από τους κυρίαρχους επιδρομείς.

Στους κατοίκους των χωριών ανακοινώθηκε ότι τα χωριά θα καούν, γιατί δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και βοήθησαν τους απαγωγείς του Kreipe. Ύστερα τους δόθηκε διορία μίας ώρας να πάρουν ότι μπορούσαν από τα σπίτια τους και στη συνέχεια οδηγήθηκαν έξω από τον κλοιό. Όλοι οι εκτοπισμένοι διανυκτέρευσαν υπό επιτήρηση στα χωριά Μέρωνα και Σπήλι, και την επόμενη μέρα αφέθηκαν να προσφύγουν όπου ήθελαν εκτός από τα χωριά τους. Οι ηλικιωμένοι, οι ανήμποροι και όσοι άλλοι εντοπίστηκαν στα σπίτια τους ή μεμονωμένα στα χωριά αυτά, εκτελέστηκαν όλοι εκείνες τις ημέρες. Από τους ομήρους της Φορτέτζας εκτελέστηκε ο Γερακαριανός Ιωάννης Ταταράκης στις 24 Αυγούστου.

Στις ομαδικές εκτελέσεις φαίνεται ότι υπήρχε αυτονομία των εκτελεστών. Στο Άνω Μέρος ξεχώρισαν 30 άνδρες, όλους Ανωμεριανούς και τους εκτέλεσαν σε γειτονικά σπίτια. Από τα ίχνη του αίματος που βρέθηκαν σε σημεία στα οποία δεν δικαιολογούνταν από τους πυροβολισμούς εικάζεται ότι διαπράχθηκε σφαγή ανδρών. Γι’ αυτό και ο ιερέας του χωριού Κυριάκος Κατσαντώνης, εξέχουσα μορφή της αντίστασης, διατύπωσε την ευχή «Υπέρ των σφαγιασθένων, τυφεκισθέντων και ολοκαυτωθένων» που διαβάζεται μέχρι σήμερα κατά τη μνημόνευση τους. Στο χωριό Καρδάκι, όπου ο πληθυσμός ήταν μικρός και δεν συμπληρωνόταν ο προαποφασισμένος αριθμός των 20 ανδρών για εκτέλεση, έφεραν άνδρες από τα διπλανά χωριά για να είναι «συνεπείς» στο σχεδιασμό τους. Γουργουθιανοί, Βρυσανοί και Γερακαριανοί εκτελέστηκαν εκεί. Σμιλιανοί εκτελέστηκαν στις Βρύσες. Για τις Βρύσες, ο θρύλος θέλει Γερμανό αξιωματικό να ομολογεί πως δεν θα ξαναεκτελέσει ιερέα, γιατί οι σφαίρες δεν σκότωναν τον παπά Συμεών και «αναγκάστηκαν» να τον σφαγιάσουν. Στην Κρύα Βρύση δεν ακούστηκαν πυροβολισμοί και υπάρχουν εικασίες ότι οι άνδρες κάηκαν ζωντανοί. Στο Γερακάρι και στην Κρύα Βρύση εκτελέστηκαν και κάτοικοι άλλων χωριών που βρέθηκαν εκεί. Σε όλα τα χωριά τα σώματα των εκτελεσμένων κάηκαν και τα σπίτια στα οποία έγιναν οι εκτελέσεις ανατινάχθηκαν και τους καταπλάκωσαν.

Μετά τις εκτελέσεις, οι Γερμανοί έμπαιναν σε κάθε σπίτι και, αφού άρπαζαν ότι μπορούσαν να μεταφέρουν, έβαζαν φωτιά και δυναμίτη και το ανατίναζαν. Ανατίναξαν επίσης τα σχολεία, τις εκκλησίες, τις φάμπρικες, τις βρύσες και τα πλυσταριά και προξένησαν ζημιές μέχρι και στα νεκροταφεία. Οι νεαροί κάτοικοι των γειτονικών χωριών, σήμερα υπερήλικες, θυμούνται ακόμα τα φορτηγά με τις καρότσες γεμάτες σιτηρά, όσπρια και άλλα προϊόντα και τα κοπάδια με τα ζώα από τα καμένα χωριά που περνούσαν από τα χωριά τους κατευθυνόμενα προς το Ρέθυμνο. Όσα ζώα δεν πήραν μαζί τους οι Γερμανοί τα σκότωσαν. Όσα τρόφιμα δεν πήραν, τα σκόρπισαν στο χώμα ή τα έκαψαν μαζί με τα σπίτια. Στο Άνω Μέρος χρησιμοποίησαν την εκκλησία ως σφαγείο και αποχωρητήριο. Το μικρό χωριό Σμιλές δεν κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί και τα επόμενα χρόνια εγκαταλείφθηκε. Στις Δρυγιές δεν έγιναν εκτελέσεις αλλά το χωριό επίσης καταστράφηκε. Μαζί με τους ανθρώπους, αφανίστηκε και η αρχιτεκτονική ιστορία όλης της περιοχής.

Αντιστασιακοί και Βρετανοί κατάσκοποι παρακολουθούσαν από μακριά την καταστροφή χωρίς να μπορούν να παρέμβουν. Ενώ οι κατακτητές, με δημοσιεύματα που προωθούσαν εκείνες τις ημέρες στον τοπικό τύπο, δικαιολογούσαν τις ενέργειές τους και συνέχιζαν τις απειλές.

Με την αποχώρηση των Γερμανών, άρχισαν να έρχονται στα χωριά οι κάτοικοι, για να αναζητήσουν τους ανθρώπους τους και ό τι μπορεί να είχε σωθεί από τα υπάρχοντά τους. Οι σκηνές που μνημονεύονται για τις μέρες εκείνες είναι ιδιαίτερα σκληρές και σημάδεψαν τις κοινότητες αυτές. Μητέρες και πατεράδες να αναγνωρίζουν και να αγκαλιάζουν τα διαμελισμένα σώματα των παιδιών τους, συζύγους τους συντρόφους τους, παιδιά τους γονείς τους και τα αδέρφια τους. Οι μάρτυρες των ημερών εκείνων θυμούνται με όλες τις αισθήσεις τους. Όσα είδαν ή άκουσαν, οι οσμές καμένης σάρκας και αποσύνθεσης, η υφή της καταστροφής αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη συνείδησή τους.

Εμπειρίες όπως αυτή που μνημονεύεται εδώ συμπεριλαμβάνουν στιγμές που είναι δύσκολο έως αδύνατο να εκφραστούν με λόγια καθώς, δεν υπάρχουν αντίστοιχα εκφραστικά πλαίσια, και άρα όσα μαθαίνουμε είναι όσα μπορούν να ειπωθούν.

Όσοι βίωσαν τα γεγονότα αυτά, από οποιαδήποτε θέση, τα αναφέρουν σαν οριακό σημείο στη ζωή τους. Από τις προφορικές μαρτυρίες γίνεται φανερό ότι η 22 Αυγούστου ήταν μέρα που όρισε το χρόνο. Φράσεις όπως «απ’ όντε μας εκάψανε» ή

«θά ‘τανε (τόσα) χρόνια μετά το κάψιμο του χωριού» μπήκαν στο λεξιλόγιο της κοινότητας για να προσδιορίσουν το χρόνο. Επίσης σε προσωπικό επίπεδο η μέρα αυτή από πολλούς χαρακτηρίζεται ως στιγμή απότομης ενηλικίωσης.

Συνολικά, σύμφωνα με τα δεδομένα της απογραφής του 1940, οι περίπου 2070 μόνιμοι κάτοικοι των χωριών αυτών, οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Εκτελέστηκαν 164 άνθρωποι, 6 γυναίκες και 158 άνδρες. Οι νεκροί αποτελούσαν το 8% του συνόλου των κατοίκων των χωριών που καταστράφηκαν αλλά περισσότερο από το 15% των ανδρών των χωριών αυτών. Δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα ο αριθμός των παιδιών που έμειναν ορφανά εξαιτίας της συγκεκριμένης επιχείρησης.

Οι κάτοικοι που επέζησαν φιλοξενήθηκαν σε σπίτια και δημόσια κτήρια στα γειτονικά χωριά για όσο διάστημα χρειάστηκε, οι περισσότεροι από έξι μήνες έως δύο χρόνια. Επρόκειτο για μια έκτακτη κατάσταση κατά την οποία το 17% του πληθυσμού της επαρχίας Αμαρίου βρέθηκε κυριολεκτικά στο δρόμο. Πρέπει να σημειωθεί ότι από όλες τις μαρτυρίες αναδεικνύεται η αναγνώριση της καθοριστικής για την επιβίωση των προσφύγων υποστήριξης από τους κατοίκους όλων των άλλων χωριών αλλά και η αξιοπρέπεια με την οποία οι ίδιοι οι πρόσφυγες διαχειρίστηκαν την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και για την «Παιδική Στέγη» στους Ασώματους Αμαρίου όπου φιλοξενήθηκαν ορφανά και άπορα παιδιά τα επόμενα χρόνια και τους παρεχόταν φροντίδα και εκπαίδευση.Η προσπάθεια ανοικοδόμησης των χωριών ήταν δύσκολή, χωρίς σοβαρά οργανωμένη βοήθεια από την πολιτεία, καθώς συνέπεσε και με την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, και χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να μπορέσουν οι κάτοικοι να ξαναοργανώσουν την καθημερινή διαβίωσή τους.

Από τις πρώτες ώρες μέχρι και σήμερα πολλά είναι τα ερωτηματικά που μένουν αναπάντητα. Το κυρίαρχο όμως ερώτημα είναι η αναζήτηση της πραγματικής αιτίας για την επιχείρηση των Γερμανών κατακτητών. Οι επιδρομείς παρουσίασαν ως αιτία για την καταστροφή τη συνεργασία των ντόπιων με τους αντιστασιακούς και την υποστήριξη της απαγωγής του Kreipe. Οπωσδήποτε, όμως, η απόδοση της καταστροφής στην απαγωγή του στρατηγού δεν έγινε ποτέ αποδεκτή με αυτό το βάρος στη συλλογική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής. Θεωρήθηκε περισσότερο αφορμή παρά αιτία λαμβάνοντας υπόψη και τη χρονική απόσταση μεταξύ της απαγωγής και της επιδρομής των Γερμανών στο Κέντρος. Η επιδρομή

εντάσσεται από πολλούς στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες προετοίμαζαν την υποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων της Κρήτης στα Χανιά ενώ ο ρόλος των ντόπιων ομοϊδεατών τους παραμένει μέχρι σήμερα αδιερεύνητος.

Από όλες τις κοινότητες αναγνωρίζεται, επίσης, ότι είχαν υποτιμηθεί οι δυνατότητες και οι προθέσεις του Γερμανικού στρατού με αποτέλεσμα να υπάρχει σχετικός εφησυχασμός. Έχοντας ως δεδομένο ότι ο πόλεμος τελειώνει δεν έπαιρναν πια τις ίδιες προφυλάξεις, που είχαν αποβεί σωτήριες ως τότε. Η πρακτική αυτή φαίνεται ακατανόητη με δεδομένη και την καταστροφή των Ανωγείων που βρισκόταν σε εξέλιξη ήδη από της 13 του Αυγούστου.

Από πολλούς κατηγορήθηκαν τα μέλη της τοπικής αντίστασης ότι δεν επιχείρησαν να σώσουν τα χωριά. Τη στάση αυτή των αντιστασιακών εξήγησε ο Γ. Τζίτζικας, ενεργό μέλος της αντίστασης, ως κεντρική απόφαση προκειμένου να μη γενικευθούν τα αντίποινα σε βάρος των αμάχων και των ομήρων.

Παρά τους ποικίλους προβληματισμούς, όμως, η συμμετοχή και η υποστήριξη της αντίστασης θεωρήθηκε ηθική υποχρέωση όλων και τα αισθήματα οργής κατευθύνθηκαν στους Γερμανούς Ναζί και στους ντόπιους συνεργάτες τους.

Κυρίες και κύριοι οι νεκροί που τιμούμε σήμερα και αναπαύονται κάτω από τα ηρώα των κοινοτήτων μας, υπήρξαν θύματα του Ναζισμού και του Φασισμού στον οποίο δεν υποτάχθηκαν. Αρπάχθηκαν βίαια μέσα από την οικογενειακή εστία και οδηγήθηκαν στο θάνατο. Το πέρασμα των Γερμανών κατακτητών από το Κέντρος άφησε πίσω του 164 νεκρούς, χήρες και γονείς που μαυροφορέθηκαν για πάντα, μικρά και αγέννητα παιδιά ορφανά και το σύνολο των κατοίκων άστεγους και στερημένους από κάθε μέσο διαβίωσης. Οι επιζήσαντες κατόρθωσαν να ξαναστήσουν τα χωριά μας σε συνθήκες που με δυσκολία μπορούμε και να τις φανταστούμε ακόμα.

Οι κοινότητες τήρησαν όλες τις παραδόσεις για τη μνημόνευση των νεκρών ήδη από τις πρώτες μέρες. Στις 22 Αυγούστου 1945 τελέστηκε το ετήσιο μνημόσυνο σε μια κοινή τελετή για όλα τα χωριά που πραγματοποιήθηκε στο χωριό Βρύσες. Από τότε και κάθε χρόνο σε κάθε ένα από τα χωριά πραγματοποιούνταν μνημόσυνο στην συγκεκριμένη ημερομηνία για τους εκτελεσμένους κατοίκους και κάθε κοινότητα έστησε το δικό της Ηρώο πεσόντων όπου φυλάχθηκαν τα οστά των νεκρών και πραγματοποιούνται οι εκδηλώσεις τιμής και μνήμης γι αυτούς. Από το 1984 έγινε από κοινού διευθέτηση του προγράμματος, ώστε να γίνεται «επίσημο» μνημόσυνο

κάθε χρόνο σε μία από τις τέσσερεις κοινότητες όπου έγιναν εκτελέσεις. Ακόμα κι όταν πολλοί κάτοικοι των κοινοτήτων αυτών έφυγαν από τα χωριά τους και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα δεν ξέχασαν τους 164 μάρτυρες του Κέντρους και συνέχισαν να τους μνημονεύουν καθιερώνοντας εδώ και 38 χρόνια την πρώτη Κυριακή του Οκτώβρη ως ημέρα μνημόνευσής τους υπό τη διοργάνωση της Ομοσπονδίας Σωματείων Επαρχίας Αμαρίου.

Καθώς τα χωριά αυτά είναι μικρά σε πληθυσμό, όλοι είχαν οικεία πρόσωπα ανάμεσα στους εκτελεσμένους. Η συνθήκη αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επρόκειτο για μια εμπειρία κοινή για όλους τους κατοίκους δημιουργούσε ηθική υποχρέωση για καθολική παρουσία τους στις αναμνηστήριες τελετές.

Σήμερα διανύουμε ένα μεταβατικό στάδιο καθώς οι άνθρωποι που έζησαν το γεγονός αυτό έχουν στην πλειονότητα τους φύγει από τη ζωή και ζουν ανάμεσά μας λίγοι ακόμα από όσους ήταν τότε παιδιά και κάποιοι έφηβοι. Παράλληλα βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες μια αλλαγή στον τρόπο ζωής που στερεί τις κοινότητες από τα «μνημονικά περιβάλλοντα» στα οποία οι νεότεροι οικειοποιούνταν την εμπειρία του παρελθόντος μέσα από τις αφηγήσεις των ηλικιωμένων. Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί σε ένα πέρασμα από τα μνημόσυνα, τα οποία είχαν πιο προσωπικό χαρακτήρα και όπου οι ομιλητές απευθύνονταν στους νεκρούς τονίζοντας το αίσθημα της απώλειάς τους από τους δικούς τους ανθρώπους, στις επίσημες τελετές μνήμης.

Τι μνημονεύεται, όμως, σήμερα για τους ίδιους τους νεκρούς ως προσωπικότητες όσο και για ό, τι άφησαν πίσω τους: για τα ορφανά παιδιά και τη γρήγορη ενηλικίωσή τους, τις χήρες που αναγκάστηκαν να αντικαταστήσουν και τους συζύγους τους στις οικογενειακές υποχρεώσεις, τα χωριά που ερήμωσαν καθώς στερήθηκαν ένα μεγάλο μέρος από το ανθρώπινο δυναμικό τους αλλά και το σύνολο των ιδιωτικών και δημόσιων υποδομών, τα οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα που ενεργοποιήθηκαν για να στηρίξουν τα θύματα αυτής της τραγωδίας. Ενώ ένα ακόμα θέμα που ακροθιγώς μόνο αναφέρεται είναι η συνεργασία ντόπιων πληροφοριοδοτών με τους κατακτητές που είναι εμφανής αλλά αδιερεύνητη στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Η μνημόνευση των ζητημάτων αυτών συμβάλει ώστε να γίνει κατανοητή από τους νεότερους τόσο η εμπειρία των προγόνων τους όσο και η τοπιογραφία που τους περιβάλλει, να κατανοήσουν οι σύγχρονες γενιές πώς όσα συνέβησαν στο

παρελθόν επιδρούν στο παρόν, τόσο στη διαμόρφωση του φυσικού στοιχείου όσο και του κοινωνικού περιβάλλοντος.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία γίνεται αντιληπτό πως οι εμπειρίες αυτές δεν αφορούν μόνο το παρελθόν και αποκτούν ιδιαίτερο βάρος στη δική μας εποχή, όταν ο πόλεμος και η βία θεωρούνται ακόμα αποδεκτοί τρόποι για την επίλυση των διαφορών. Παρατηρώντας τις ανθρώπινες επιλογές και τις απειλές που επιφέρουν στον κόσμο μας ας ευχηθούμε η εμπειρία του Κέντρους να συνδράμει ώστε να αναδεικνύονται και να περιφρουρούνται τα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας και της ειρήνης. Αυτή θα είναι μια ειλικρινής στάση σεβασμού μπροστά στους τιμώμενους που έδωσαν τη δική τους ζωή για να απολαμβάνουμε εμείς τα αγαθά αυτά.

Ας είναι αιώνια η μνήμη τους.

 

Αριθμός Προβολών: 172