Αναδημοσίευση από : madeincreta.gr
Ορφανός στα 17 του ο Δεσποτονικολής στις Βρύσες εξιστορεί τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος
Στα χαλάσματα των Βρυσών καταγράφουν για το ολοκαύτωμα και τις εκτελέσεις οι Ν. Καζαντζάκης, Ι. Κακριδής και Ι. Καλλιτσουνάκης
Στην Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη τα μέλη της Ν. Καζαντζάκης λογοτέχνης, Ι. Κακριδής καθηγητής Πανεπιστημίου και Ι. Καλλιτσουνάκης καθηγητής Πανεπιστημίου, γράφουν για το ολοκαύτωμα και τις εκτελέσεις στις Βρύσες: «… Το χωρίον εκυκλώθη και αυτό από βαθείας πρωίας. Οι Γερμανοί εισελθόντες διέταξαν γενικήν συγκέντρωσιν των κατοίκων. Εκ των νεωτέρων ανδρών εξετελέσθησαν 30, 8 δε ακόμη απεστάλησαν εις το Καρδάκι προς συμπλήρωσιν, μεταξύ των οποίων ο ιερεύς του χωρίου Συμεών Δρετουλάκης. Οι λοιποί εφυλακίσθησαν εις το Ρέθυμνον. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες, δερόμενοι και προπηλακιζόμενοι, ωδηγήθησαν εις το χ. Μέρωνας, οπόθεν διεσκορπίσθησαν εις άλλα γειτονικά χωρία. Η λεηλασία των Βρυσών διήρκεσεν 8 ημέρας. Μετά ταύτα κατεστράφησαν αι οικίαι των, 77 εν όλω».
Και στις Βρύσες, όπως και στα άλλα εφτά χωριά του «Κέντρους», το χωριό ζώστηκε από ισχυρές δυνάμεις των Γερμανών πριν χαράξει η Τρίτη 22 Αυγούστου του ’44. Οι περισσότεροι από τους άντρες και τα γυναικόπαιδα που βρίσκονταν ακόμα στα κρεβάτια τους και αιφνιδιάστηκαν, συγκεντρώθηκαν στο σχολείο. Τριάντα άντρες που επελέγησαν οδηγήθηκαν στο σπίτι του Βαγγέλη Χ. Κορωνάκη ή Χαριτοβαγγέλη, όπου εκτελέστηκαν και οι γυναίκες και τα παιδιά διασκορπίστηκαν σε κοντινά χωριά και φιλοξενήθηκαν σε συγγενικά ή φιλικά τους σπίτια…
ΟΡΦΑΝΟΣ ΣΤΑ 17 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
Οι κάτοικοι αφού εκτελέστηκαν, τα πτώματά τους πυρπολήθηκαν με εύφλεκτο υγρό. Οι Γερμανοί παρέμειναν στις Βρύσες οκτώ μέρες και αφού λεηλάτησαν όλη την περιουσία που υπήρχε μέσα και στα εβδομήντα εφτά σπίτια, έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν ή τοποθέτησαν δυναμίτιδα και τα ανατίναξαν. Το χωριό είχε γίνει ένας απέραντος τόπος ερειπίων…
Στα 17 του χρόνια ο Νίκος Σταματάκης, ο Δεσποτονικολής όπως τον γνωρίζουν όλοι στο χωριό και ευρύτερα, βίωσε με τον πιο σκληρό τρόπο τα φρικτά γεγονότα. Σε αυτή την ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα γιατί στις ομαδικές εκτελέσεις των χωριανών ήταν και ο προστάτης της οικογένειας μέσα στα θύματα. Είναι φυσικό, λοιπόν, και σήμερα στα 93 του χρόνια, στο Καματερό στην Αθήνα που ζει κοντά στην κόρη του, ο Νίκος Σταματάκης να γυρίζει ίσως και καθημερινά, τη θύμησή του σε εκείνη τη αποκρουστική μέρα.
Είχε εξιστορήσει(Νικητές στο απόσπασμα… Το Αμάρι στις φλόγες σελ. 288,289): «Εκείνηνά τη-μ-πρωινή εγώ έβλεπα κάτι πρόβατα που ‘χα εκεί που τσι σκοτώσανε δίπλα. Αλλά τότεσδά ήτονε σπίτι. Τα ξημερώματα άκουγα απού το δρόμο και περνούσανε και δεν επονηρεύτηκα, γιατί επερνούσα΄οι Εγγλέζοι πολλές φορές. Τσ’ αρβυλές όμως τσ’ άκουγα. Για μια στιγμή λέω: «Δεν είναι αυτοί Εγγλέζοι!» Σηκώνομαι και βλέπω κι αντιλαμψίζανε τα πυροβόλα. Είχανε στέσει πολυβόλα γύρω-γύρω και δεν είχα πως φύγω.
»Κάθισα κι έβαλα ένα δεμάτι ξύλα και πετρώθηκα. Βλέπω και παίρνανε τσ’ αθρώπους και τσι περνούσανε από ‘κεια απού το δρόμο. Ήτονε ξεροπέτρι εκειά που ‘μουνε, δεν ήτονε τοίχος κι έβλεπα. Και πήρα’ και το-μ-πατέρα μου, είδα απού τσι περνούσανε, αλλά δεν ήξερα πού ‘θελα τσι πάνε. Σε λιγάκι πηγαινοερχότανε, κάνανε έρευνα, βλέπω το απέναντι σπίτι του Κραουνάκη του Νικολή, κι εσέρνανε τη-γ-κασέλα στη μέση του σπιθιού και μετά τσ’ αρχίξανε τσι λαχτές κι εψάχνανε. Λέω ‘γω: « Δεν είναι αυτή η κύκλωση που κάμανε τη-ν-άλλη φορά και μας εμαζέψανε και μας επήγανε στσι Μέλαμπες. Δεν είναι ‘παέ…»
«ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΕΚΑΠΝΙΖΕΝΕ ΑΚΟΜΗ…»
»Μια στιγμή, βλέπω και απ’ τ΄άλλο σπίτι απέναντι βγαίνουνε και τσ’ είχανε πάρει τσ’ αθρώπους. Το σπίτι το ΄χανε κλειδώσει οι σπιτονοικοκύρηδες, και παίζουνε μια λαχτέ στη-μ-πόρτα και πέφτει. Λέω: «Επαέ ΄ναι μεγάλη υπόθεση…» Εγύρισα ΄γω, ελούφαξα ΄κειά πέρα, αλλά πώς θα φύγω απου ‘μουνε κυκλωμένος; Ήτονε τα πολυβόλα γύρου-γύρου, εκοκκινίζανε οι πατανίες! Με βλέπουνε εκειά που ‘μουνε, και μπαίνουνε ΄σαμε τριάντα. Μ’ αρχίξανε και με δέρνανε και με φέρνουνε στο σκολειό, που ‘χανε και τσ’ άλλους που ‘θελα σκοτώσουνε. Πάω στο σκολειό, με πάνε στη-ν-αίθουσα και βλέπω ‘κεια πέρα και το –μ-πατέρα μου. Βλέπω όλους αυτούς που τσι σκοτώσανε. Αλλά έρχεται ένας Γερμανός αποπάνω και φωνάζει. Ήτονε στο Φουρφουρά στο φυλάκιο, κι ήξερενε τα ελληνικά. Λέει και δείχνει εμένα: «Αυτός στο γραφείο μου…»
»Με πάνε στο γραφείο κι είδα πάλι άλλους εκειδά πέρα. Μας επήρανε από ‘κει για το Μέρωνα. Το βράδυ μας εβάλανε σ’ ένα φορτηγό, μας εβλέπανε τέσσερις Γερμανοί με τα ταχυβόλα, και μας επήγανε στσι φυλακές στη Φορτέτζα, στο Ρέθεμνος. Εκεί έκαμα δεκαοχτώ μέρες στα σύρματα. Στη-ν- αρχή, στη Φορτέτζα, μας είπανε πως θα μας πηγαίνανε στη Γερμανία για τσι φούρνους. Μετά ήρθενε άλλη διαταγή και μας εδώκανε παλάμες, κασμάδες κι ανοίξαμε δυο-τρεις λάκκους κι υποθέσαμε πως ‘θελα μας εσκοτώσουνε, να μας εβάλουνε μέσα. Όμως ήρθενε διαταγή και μας αμολάρανε. Μαζί με μας στσι φυλακές στη Φορτέτζα, είχανε πάρει κι απού του Γερακάρη…
»’Ηρθα στο χωριό κατά τση 10 του Σετέμπρη, και το χωριό εκάπνιζενε ακόμη. Όλο το χωριό ήτονε ερείπια. Δεν υπήρχενε εκτός ένα σπίτι μόνο. Και τσ’ εκκλησίες και το σκολειό τα ‘χανε ανατινάξει. Εβάλανε φωθιά και μετά βάλανε δυναμίτες κι ανατινάξανε τσι Βρύσες. Τα ντουβάρια πετούντονε από ‘δω σε μεγάλη απόσταση».