Το σεβασμό βάνω μπροστά και γω κλουθώ ξ οπίσω,
και προσπαθώ την πιο καλή ανάμνηση ν΄ αφήσω
Αξίζει τον κόπο να αναρωτηθούμε αν απλοί καθημερινοί άνθρωποι έχουν λόγο να μνημονεύονται για ότι άφησαν σε μας και να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε δύναμη από την εγκόσμια ζωή τους. Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να μας έχουν στερήσει τη φυσική τους παρουσία, όμως έχουν σημαδέψει θετικά τη ζωή μας ως αναγνώστες της ιστορικής διαδρομής των άλλων και δημιουργοί της δικής τους αλλά και μέρους της δικής μας ιστορίας. Όλων εκείνων, που και εμείς με τη σειρά μας θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Καθένας μας κουβαλάει και σκορπίζει γύρω του λίγα ή πολλά ψήγματα ανθρωπισμού, αφήνοντας πίσω ένα μικρό κομμάτι στο πάζλ της τοπικής ιστορίας. Μ΄ αυτή την έννοια θα ήταν σημαντικό να μάθουμε περισσότερα για ένα δικό μας άνθρωπο, που μας λείπει σχεδόν ένα χρόνο.
Γεννημένος τον Ιανουάριο του 1921 στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου. Ταυτότητά του η καταγωγή. Το έκτο από τα επτά παιδιά του Αδαμάκη και της Ζαφειρένιας. Ο Γιάννης τ΄ Αδαμάκη, όπως τον προσδιόριζαν στο χωριό, ο σωφέρης – λόγω επαγγέλματος – στην αμπαδιά, ο Γιάννης ο Παραδεισανός. Κληρονόμησε ακριβές αρετές από τους γονείς του και τις διατήρησε ως το τέλος της ζωής του. Οι οικογενειακές καταβολές, αλλά και οι εμπειρίες της καθημερινότητας, τον έκαναν ολοένα και σοφότερο. Παιδικά χρόνια δύσκολα στο μεσοπόλεμο και ακόμη δυσκολότερα τα χρόνια της νιότης, στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Διηγήσεις ατέλειωτες και πολυειπωμένες για ιστορικά γεγονότα της εποχής που ο ίδιος έζησε και βίωσε ή άκουσε και κατέγραψε, γιατί το ενδιαφέρον του για την ιστορία ήταν μοναδικό.
Τραυματισμένος από Γερμανό επιστάτη σε καταναγκαστικά έργα στο Τυμπάκι στην κατοχή, μέχρι την ενεργό συμμετοχή του σε επιχειρήσεις μεταφοράς στρατιωτικού και πολεμικού υλικού από την περιοχή του Πρέβελη στο Αμάρι, για τους αντάρτες της αντίστασης. Το σπίτι του πατέρα του ενδιάμεσος σταθμός και τόπος φιλοξενίας – τροφοδοσίας για τους αντάρτες των περιοχών του Κέδρους και του Ψηλορείτη. Απόφοιτος του Δημοτικού σχολείου, όμως φιλομαθής, διάβαζε και ενημερωνόταν για τα πάντα, με πλούτο ιστορικών κυρίως γνώσεων που πρόσφερε χωρίς φειδώ σε όλους, ντόπιους και ξένους. Χαρακτηριστικός ο τρόπος των αφηγήσεών του για γεγονότα που ο ίδιος έζησε ή μετέφερε πιστά από διηγήσεις μεγαλυτέρων του. Διήγηση δεκατεσσάρων σελίδων σε γνωστό δημοσιογράφο, χωρίς καμιά σημείωση ή σχετική προετοιμασία, για την αντίσταση στο Αμάρι. Στην παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου <<Νικητές στο απόσπασμα … το Αμάρι στις φλόγες>> χαρακτηριστική ήταν η αναφορά και ο σχολιασμός του Μανώλη Γλέζου στα λεγόμενά του. Ακόμη και λίγους μήνες πριν το θάνατό του, για τρεις ολόκληρες ώρες απαντούσε σε ερωτήσεις Νεοζηλανδού επισκέπτη και του περιέγραφε συγγενικό του πρόσωπο, που για μεγάλο χρονικό διάστημα φιλοξενήθηκε σε σπίτια αντιστασιακών στον Αη Γιάννη, στη διάρκεια της κατοχής.
Αξιοπρεπής, ανιδιοτελής, πάντα δίκαιος στην κρίση του. Άδολος, αλτρουιστής, συνεπής στις υποχρεώσεις και ακριβοδίκαιος σε όλες τις συναλλαγές του. Ειλικρινής και οξυδερκής, πάντα σίγουρος για τα λεγόμενά του, κατάφερνε ακόμη και μικρές ιστορίες να τις αναγάγει με επιτυχία σε ενδιαφέρουσες διηγήσεις συμπυκνωμένης σοφίας. Καταδεκτικός και καλόκαρδος, διέθετε αγάπη και καλοσύνη για το συνάνθρωπο γνωστό ή ξένο, ανεξαρτήτου ηλικίας. Ευφυής και πράος, κατάφερνε με ζηλευτή ικανότητα αφήγησης να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του συνομιλητή του. Ανεπιτήδευτος, σε κέρδιζε με τον τρόπο του. Μετριόφρων, μακριά από εγωισμούς, ύβρεις ή χυδαιότητες, μόνο με χιούμορ και περίσσεια ευγένεια, κατάφερνε να επαναφέρει όποτε χρειαζόταν τον συνομιλητή – συνήθως νεότερό του – στην τάξη, με τη φράση: <<εδά όμως εβαθοκαυκίσαμε>>. Σεμνός, έτρεφε απέραντο σεβασμό προς τους μεγαλύτερους, τους προγόνους και αναφερόταν με ιδιαίτερη προσοχή σε περιστατικά, ρήσεις, φράσεις και διηγήσεις γνωστών, συγγενών, συντοπιτών και διανοούμενων, σύγχρονων ή προγενεστέρων του. Κι αυτός με τη σειρά του εισέπραττε σεβασμό και χαιρόταν την αγάπη και την εκτίμηση όλων, ως τα βαθιά γεράματα. Πολύ κοινωνικός, άνθρωπος της παρέας. Η χειραψία του, πάντα σε όρθια στάση – δείγμα ευγένειας – θερμή, γιατί έβγαινε από την καρδιά του και το χαμόγελό του φιλικό μέσα από την ψυχή του. Αυθεντικός, ήταν από εκείνους που μετρούσαν την ποιότητα της ζωής με τη χαρά της Γιορτής. Δεν τον απασχολούσαν τα μικρά και ασήμαντα. Έδειχνε ανωτερότητα. Καλοσυνάτος και ψύχραιμος δεν έλεγε κακό λόγο για κανέναν, ακόμη και για εκείνους που μπορεί να τον είχαν πικράνει. <<Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι>> ψιθύριζε σε ανάλογες περιπτώσεις, εμπνευσμένος και από τα εκκλησιαστικά κείμενα, μιας και πάνω από εξήντα χρόνια τιμούσε το ψαλτήρι στην εκκλησία του χωριού.
Σωστός σύζυγος, υποδειγματικός οικογενειάρχης, τρυφερός και φιλικός παππούς, σεβαστός θείος. Η φιλοξενία του υποδειγματική. Το σπίτι του πάντα ανοιχτό, όπως και η καρδιά του για συγγενείς, φίλους, γνωστούς μα και αγνώστους. Έχοντας αποκτήσει γνώσεις μηχανολογίας στο στρατό, στη σχολή οδηγών στη Λάρισα, ως πολίτης συνδύασε το επάγγελμα του μεταφορέα, για περίπου σαράντα χρόνια, με τις αγροτικές εργασίες που ποτέ δεν εγκατέλειψε ως τα βαθιά γεράματα. Είχε υψηλό αίσθημα ευθύνης τόσο στην προσωπική, όσο και στην επαγγελματική του ζωή. Ενεργός πολίτης, αγαπούσε το χωριό και τους ανθρώπους του, ενδιαφερόταν για τα κοινά και πρωτοστατούσε για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων. Δεν μιλούσε μόνο για ανθρώπινες αξίες, με το ήθος και την καλοσύνη του, τις έκανε καθημερινά πράξη. Εξυπηρετούσε τους πάντες, αδιακρίτως ηλικίας ή κοινωνικής θέσης. Λόγω επαγγέλματος γνώριζε αρκετό κόσμο στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο και στη Μεσαρά και ποτέ δεν έδωσε δικαίωμα σε κανέναν, σε θέματα συναλλαγών ή υποχρεώσεων. Ο λόγος του συμβόλαιο . . . << κι οι λέξεις του καρφώνονταν στέρεα, σαν τις πρόκες που δεν τις παίρνει ο άνεμος >>. Μετά το θάνατο της συζύγου του για δεκαπέντε χρόνια έζησε μόνος, αυτοσυντηρούμενος και απασχολούμενος σε αγροτικές εργασίες. Και σε αυτό το διάστημα το σπίτι του <<Μοναστήρι>>. Το κατώι του γεμάτο με αγροτικά προϊόντα δικής του παραγωγής για τις οικογένειες των παιδιών του, μα και για δώρα σε συγγενείς, συντέκνους, γνωστούς και φίλους. Όμως πάνω απ΄ όλα, το καλό κρασί και η ρακή του. Η φράση: <<λίγο πράμα και πολύ αγάπη>> συνόδευε πάντα τέτοιου είδους χειρονομίες του. Μια ολόκληρη ζωή νοιαζότανε και φρόντιζε τα οικόσιτα ζώα, λέγοντας πως ο άνθρωπος είναι ο θεός τους. Και ο Γκάντι είχε πει πως <<η συμπεριφορά μας στα ζώα δείχνει το πόσο άνθρωποι είμαστε>>.
Τύχη αγαθή ήθελε τα τελευταία χρόνια να ζήσω μαζί του στο χωριό, στο χώρο που δημιούργησε την οικογένειά του, εκεί όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Και λέω τύχη, γιατί όχι μόνο είδα αλλά κοντά του βίωσα πώς είναι πραγματικά να ζεις σε βαθιά γεράματα με στωικότητα, υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια, περιμένοντας το τέλος της ζωής. Το τελευταίο διάστημα τα σημάδια του χρόνου ήταν πολύ εμφανή, όμως δε μεμψιμοίρησε, δεν αγανάκτησε, και ποτέ δεν παραπονέθηκε γι αυτό. <<Ετσά ΄ναι ο νόμος της φύσης>> συνήθιζε να λέει. Ως τις τελευταίες μέρες δεχόταν επισκέψεις από συγγενείς, γνωστούς και συγχωριανούς. Με όλους συζητούσε και για όλους ήθελε να μάθει νέα, από καθαρό ενδιαφέρον. Τετράγωνη σκέψη και ακέραιη μνήμη, ως την τελευταία μέρα. Στις 27 Αυγούστου 2014 το μεσημέρι, ανήμερα του Αγίου Φανουρίου, αναχώρησε για άλλους τόπους χωρίς να ταλαιπωρηθεί και προπαντός . . . δίχως να ταλαιπωρήσει. Έτσι όπως επιθυμούσε. Έφυγε πλήρης ημερών ήσυχα, διακριτικά, ίδια κι απαράλλαχτα όπως έζησε όλα του τα χρόνια. Δεν πάλεψε με το θάνατο, άλλωστε τον θεωρούσε νομοτέλεια. Θαρρείς και ήταν προετοιμασμένος να υποδεχτεί το <<χάροντα μουσαφίρη>>. Έχοντας αφήσει σε μας ακριβή παρακαταθήκη το αποτύπωμά του, που ως παιδιά κι εγγόνια του μας κάνει να νοιώθουμε γι αυτόν περήφανοι, κοιμήθηκε.
Θα τον θυμόμαστε πάντα με σεβασμό και αγάπη, γιατί του πρέπουν.
Καλή αντάμωση.
Αδάμ Ιωάννου Παραδεισανός