Η ΣΦΑΚΟΜΠΙΣΤΟΛΑ ΜΕ ΤΑ ΕΦΤΑ ΜΠΙΛΕΖΙΚΙΑ

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ, ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΙΣ ΚΟΥΡΟΥΤΕΣ

Με τον Μανώλη έχουμε ένα χρόνο διαφορά. Τα σπίτια μας είναι κολλητά και οι αυλές μας επικοινωνούν από τότε που ήμασταν παιδιά. Τα γούστα μας στα παιγνίδια δεν ήσανε τα ίδια. Ο Μανώλης είχε τη μανία να μαζώνει κελύφη από χοχλιούς, χοντρούς λιανούς, μικρούς μεγάλους.

 

Τους έβαζε στη σειρά, και ήτανε τα κουράδια του. Ανάλογα με το μέγεθος πέρνανε και τον κατάλληλο ρόλο. Τράγοι, μπροσταρότραγοι, αίγες, ρίφια, κριγιοί και πρόβατα. Χώρια τα έγγαλα, χώρια τα στείρα. Τα στάλιζε, τα ξεστάλιζε, τα μάντριζε, τα ξεμάντριζε… Για τις αίγες ήξερε και τα χαρακτηριστικά τους: η κούλτα, η χελιά, η κουρνή, η λαγαράτη… Το σόι του Μανώλη ήσανε κτηνοτρόφοι και είχε άμεσες εμπειρίες για όλα τα σχετικά. Η άλλη του συλλογή ήσαν τα κέρατα, κι αυτά για τον ίδιο ρόλο. Κέρατα από τράγους, αίγες, ρίφια, κριγιούς, από τα χασαπιλίκια του πατέρα του. Εγώ πάλι είχα άλλες συνήθειες. Επιδιδόμουν περισσότερο σε κάθε είδους κατασκευές. Μ΄ άρεσε όπως και σε άλλα παιδιά, να κτίζω σπιτάκια κανονικά με πέτρες, δώμα με δοκαράκια, ντόγιες, φύλα, χωμάτισμα, λεπίδιασμα, ή ν΄ανοίγω λαγούμια και στοές στς΄αμουδαρότοπους. Πολλά από αυτά ήτανε κατάλληλα για μάντρες και μιτάτα για τους χοχλιούς του Μανώλη.

Δεν είχαμε ιδέα από μολυβένια στρατιωτάκια, γυάλινους βόλους, σβούρες του τόρνου, φουρφούρια απ΄ τα ψιλικατζίδικα που είχαν τα παιδιά της πόλης. Παιχνίδια κάναμε, ότι βρίσκαμε στη φύση γύρω μας, ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Για τα αγροτόπαιδα αυτής της περιόδου, στα απόμακρα και απομονωμένα τότε ορεινά χωριά, τα παιχνίδια συνεπάγονταν αυτενέργεια, επινοητικότητα στη χρήση υλικών που παρείχε το φυσικό περιβάλλον. Τα παιδικά παιχνίδια αποτελούν ενστικτώδεις εκδηλώσεις μιμητικών πράξεων που αργότερα κατά την ενηλικίωση, ανάλογα με το παιδευτικό υπόβαθρο και την ατομική φυσική προικοδότηση – αυτό που λέμε ταλέντο – εξελίσσονται σε ενσυνείδητη δημιουργική πρακτική στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Στη θέση Κασάρη, στην πηγή που υπάρχει ακόμα στο πλάι του δρόμου, το στεγανό στρώμα της λεπίδας σχημάτιζε έναν μπλε άργιλο, τον γλινόπηλο, κατάλληλο για πλαστικές κατασκευές. Εκεί τα καλοκαίρια, μαζευόμασταν πολλά παιδιά από τα γύρω βοσκοτόπια, αδιαφορώντας για τις ζημιές στ’ αμπέλια και τα περβόλια, και επιδιδόμασταν σε «έργα γλυπτικής». Ανθρωπάκια, ζωάκια, αραμπάδες κι΄ αμαξάκια με ρόδες, κανατάκια κυπελάκια. Κάποια παιδιά, που είχαν και τους δύο γονείς, αρέσκονταν να φτιάχνουν ανθρωπάκια το ένα πάνω στ΄ άλλο!

Το τόπι με τσι λάκκους ήταν ένα παιχνίδι επίδοσης ευθείας βολής, όπως και αυτό με τις δύο πέτρες: τον μούτη και την αμάδα. Πάνω σε ίσιο πατημένο έδαφος με λακκάκια στη σειρά, ένα μπαλάκι έπρεπε να κυλήσει και να μπει σε συγκεκριμένη θέση. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη διαδικασία, το αναφέρω εδώ για να πω πως κατασκευάζαμε το μπαλάκι σε μέγεθος σαν αυτό του τένις. Πρώτη ύλη ήταν οι λεπτές τριχίτσες, το χνούδι από τα αχαμνά τω(ν) βουγιώ(ν). Με λεπτές στρώσεις και συγκολλητική ουσία το σάλιο μας, προέκυπτε ένα μπαλάκι ελαστικό με απαραμόρφωτη τη σφαιρικότητα του.

Η ξερή ασφεντιλιά και ο αγγέλαμος ήταν τα υλικά για την κατασκευή ανεμοσβούρου, κάτι σαν φουρφούρι. Στα αλώνια αυτό χρησίμευε και για την ένδειξη κατεύθυνσης του ανέμου κατά το λίχνισμα.

 

Τα καλάμια του Καλλωτά προσφέρονταν για πολλές κατασκευές. Για τους μεγάλους καλάθια, κοφίνια, ωραίες ρόκες και άλλα. Δικής μου ιδέας κατασκευή ήταν μια απομίμηση στο σχήμα όπλου. Η ελαστικότητα μιας καμπυλωμένης λωρίδας καλαμιού κατάλληλα τοποθετημένης, που έμοιαζε με σκανδάλη, μπορούσε να «εκτοξεύσει» ένα μικρό «βλήμα».

 

Ενδιαφέρον είχαν οι κατασκευές παραγωγής ήχου.

-Το γνωστό κλασικό χαμπιόλι. Αυτοσχέδιο μουσικό όργανο, από ένα κόνδυλο λεπτού καλαμιού. Απαιτούσε επιδέξιους χειρισμούς ειδικά για την διαμόρφωση της γλωσσίδας.

-Η τσιρίχτρα. Δύο κόνδυλοι από κλήμα αμπελιού, κατάλληλα διαμορφωμένοι και ταιριασμένοι, αφήνουν μεταξύ τους μια λεπτή σχισμή. Μια μεμβράνη από τον ξερό φλοιό του ίδιου κλήματος, κατά μήκος της σχισμής, παράγει έναν οξύ τσιριχτό ήχο μιας νότας όταν το φυσάς με τρόπο.

 

– Η νουνούρα από κέλυφος χοντρού χοχλιού. Το στόμιο του έκλεινε με μια μεμβράνη από τη σκέπη της φωλιάς μιας αράχνης, της ανυφαντούς. Η μεμβράνη όταν ακουμπούσε στα μισόκλειστα χείλη με κατάλληλο φύσημα παρήγαγε έναν μουρμουριστό ήχο.

 

-Η μουγκρινάρα. Μια κατασκευή -πιο πολύ για μεγάλους -με δυνατό ήχο από σταμνί χωρίς πάτο και τεντωμένο δέρμα στο στόμιο όπου συρόταν ένα λουρί. Ο Βαγγέλης Κ. ήταν ο καλύτερος γνώστης αυτής της κατασκευής.

 

Και τα κορίτσια μόνα τους έφτιαχναν τα αυτοσχέδια παιχνίδια τους, τις κουτσούνες. Ντυμένες με πολύχρωμα κουρελάκια, με ξύλινα ποδαράκια τυλιγμένα με χοντρή μάλλινη κλωστή από το πλεχτό της μάνας τους ή της γιαγιάς τους. Κουζινικά από σπασμένα πιατάκια και άλλα. Οι απανωχωριανές κάποτε, αποφάσισαν να βαφτίσουν τη κούκλα τους και με καλέσανε για… ανάδοχο. Το μυστήριο και το κέρασμα έγινε στου παππού τους του Αντωνιό το φουρνόσπιτο. Η Αγγελική ακόμα σύντεκνο με λέει.

Το πιο ενδιαφέρον παιχνίδι των κοριτσιών ήταν τα κίσκιντα- (πεντόβολα). Παιχνίδι που απαιτούσε γρήγορα αντανακλαστικά, ακρίβεια και σβελτάδα κινήσεων. Έπρεπε με τα λεπτά δακτυλάκια τους, με το ένα χέρι, πετώντας το ένα πετραδάκι ψηλά να μαζεύουν τα άλλα τέσσερα από κάτω, ένα ένα, δύο δύο, τρία κι΄ένα, όλα μαζί. Το πιο δύσκολο ήταν η τελική φάση που τα πετραδάκια έπρεπε να περάσουν και να ξαναμαζευτούν κάτω από μια καμάρα που σχημάτιζαν με τον αντίχειρα και τον μεσαίο του αριστερού χεριού.

 

Για τα αγόρια όμως η πιο σπουδαία αυτοσχέδια κατασκευή παιχνιδιού κατά την εποχή της άνοιξης ήταν η σφακαμπιστόλα. Οι βλαστοί της σφάκας (πυκροδάφνη) διαθέτουν φλοιό με συνεκτικό ομοιογενή ιστό. Την άνοιξη έχει την δυνατότητα με κατάλληλους χειρισμούς να αποκολληθεί, από το ξυλώδες στέλεχος το οποίο μπορεί να παλινδρομεί στον αποκολλημένο φλοιό σαν έμβολο. Ο αρχικός βλαστός με τον αποκολλημένο φλοιό επενδύεται σταδιακά με φλοιούς μεγαλύτερης διαμέτρου και μειούμενου μήκους, τα λεγόμενα μπιλεζίκια. Προέκυπτε ένα αντικείμενο, ένα αυτοσχέδιο αεροβόλο, με μορφή σαν αυτή του τηλεσκόπιου. Όσο περισσότερα είναι τα μπιλεζίκια τόσο ποιο δύσκολη ήταν η κατασκευή, αλλά και ο χειρισμός της σφακομπιστόλας ήθελε περισσότερη δύναμη. Η κατασκευή απαιτούσε ακρίβεια εφαρμογής, άρα επιδεξιότητα και γνώση στη σωστή επιλογή των βλαστών. Η κάτω άκρη του ξύλινου τμήματος με ελαφριά κτυπήματα σε αδρή πέτρα αποκτούσε ένα χνούδι. Ένα τμήμα, μήκους περίπου ενός πόντου που αποκόβεται, αποτελεί το βλήμα της σφακομπιστόλας, ο πάπιρας. Τοποθετείται στην κάτω οπή και συγκρατείται με τον δείκτη του αριστερού χεριού. Το έμβολο ξανακτυπάται στην πέτρα για να αποκτήσει και αυτό χνούδι. Το χνούδι αυτό λειτουργεί σαν βαλβίδα όπως στη τρόμπα.

του ποδήλατου. Κατά την παλινδρομική κίνηση του εμβόλου ο αέρας συμπιέζεται στη θαλάμη και αποτελεί τη δύναμη που θα εκτοξεύσει με σχετικό κρότο τον πάπιρα.

 

Ένα βράδυ ήρθε στην πλατέα ο Κωστής και με περίσσιο κομπασμό λέει: Έσαξα μια σφακομπιστόλα με εφτά μπιλεζίκια!…

 

Εκείνη την ημέρα, 18 Απρίλη 1948, ο αδερφός του Μανώλη ο Αλέξανδρος, τρία χρόνια μεγαλύτερος μου, ευαίσθητο και αγαπητερό παιδί, καθημερνός επισκέπτης στο μαραγκούδικο του Νουκογιώργη, θέλοντας να με αποσπάσει από τα θλιβερά συμβαίνοντα στο σπίτι, με πήρε και πήγαμε στη Ρουσά να φτιάξουμε σφακομπιστόλες. Δεν θυμάμαι τι μπιστόλες φτιάξαμε. Εκείνη τη μέρα, η πίκρα των χυμών της σφάκας ήταν πιο ταιριαστή στην εσώψυχη διάθεση, παρά στην απόλαυση του παιχνιδιού και της ανοιξιάτικης φύσης.

Μνήμες πικρές, μνήμης γλυκές που η ζείδωρος φύση και η δύναμη του ενστίκτου μας έκανε να απωθούμε τις πρώτες και να προτάσσουμε τις δεύτερες ως υπόβαθρα στην αισιόδοξη αντιμετώπιση ενός απαιτητικού δημιουργικού βίου.

Αντώνης Νουκάκης

Αριθμός Προβολών: 730