Ζαχαρίας Δ. Αντωνάκης, ιστορικός-φιλόλογος
I. Η μνήμη της πολιτικής τρόμου και των μαζικών εκτελέσεων είναι την ίδια στιγμή και μνήμη των θυμάτων, που ποτέ δεν έπαψαν να μας μιλούν. Στις πρακτικές των αντιποίνων ξεδιπλώθηκε η ωμή ναζιστική θεωρία ενάντια σε κάθε δίκαιο πολέμου, το οποίο, όμως, επικαλούνταν για να το καταστρατηγήσει την ίδια στιγμή. Ανάμεσα στη σχέση κατακτητή και κατακτημένου οι μορφές των αντιποίνων που αναπτύχθηκαν από το στρατό κατοχής έθεταν με σαφήνεια τα όρια και ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, αφού η μορφή που πήραν αυτά έδειξαν ένα καλά σχεδιασμένο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και όχι μία μορφή άμυνας της Βέρμαχτ. Πίσω από τις αντιλήψεις των ανώτερων κλιμακίων της Βέρμαχτ, τις διαδοχικές διαταγές για τη διαχείριση των έκρυθμων καταστάσεων, το στρατηγικό σχεδιασμό με βάση την αποτελεσματικότητα, κρυβόταν η αλήθεια της αντιμετώπισης των ανθρώπων ως αριθμών.
II. Σε επιστολή του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης Andrae προς τον Επίσκοπο Αγαθάγγελο στις 18 Ιουνίου 1942 η απειλή των τυφλών αντιποίνων διατυπώνεται χωρίς περιστροφές: «Εάν η ανεύρεσις των πραγματικών δραστών δεν καθίσταται δυνατή, παρίσταται ανάγκη για λόγους εξιλεώσεως και εκφοβισμού να ζητούνται συλλογικώς ευθύναι και από μη αμέσως συμμετασχόντα πρόσωπα, μέχρι της στιγμής εκείνης κατά την οποίαν θα παύση κάθε παροχή βοηθείας εις τον εχθρόν».1 Ήδη από τον Ιούλιο του 1943 οι συστάσεις των κατακτητών διαμέσου και των τοπικών οργάνων τους και της προπαγάνδας αφορούσαν την αυστηρή ουδετερότητα των πληθυσμών των κοινοτήτων της Κρήτης. Το μήνυμα ήταν σαφές και σημαντικό. «Η τήρησις αυστηράς ουδετερότητας εκ μέρους όλων των κατοίκων των Κοινοτήτων είναι απολύτως επιβεβλημένη διότι και η ελάχιστη εχθρική πράξις εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής, εάν λάβη χώρα εις μίαν Κοινότηταν, είναι δυνατόν να προκαλέση την πλήρην καταστροφήν της Κοινότητος ταύτης. Ο πόλεμος ούτως έχει το δίκαιον του, το οποίον διαφέρει εντελώς από το δίκαιον των περιστάσεων της ειρήνης, ο δε πληθυσμός πρέπει να κατανοήση ότι δέον να
συμμορφούται απαρεγκλίτως προς αυτό».2 Ως υπεύθυνους για τη συμμόρφωση των τοπικών πληθυσμών ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Πασσαδάκης καθιστά τους προέδρους των Κοινοτήτων μαζί με τους προκρίτους της κοινότητας. Αυτοί «πρέπει να παρακολουθούν διαρκώς την στάσιν και τας κινήσεις όλων των κατοίκων και ιδία των ανυποτάκτων στοιχείων της Κοινότητος και να συγκρατούν τούτα από οιανδήποτε δράσιν ή ενέργειαν εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής».
Το επόμενο έτος, όταν οι μαζικές εκτελέσεις θα γενικευτούν μαζί με το κάψιμο των χωριών, η ωμότητα των πράξεων θα συμφωνεί με την ήδη από το 1943 διακηρυγμένη άρνηση της ναζιστικής Γερμανίας να εφαρμόζει τις διεθνείς συνθήκες όπως και αυτής της Συνθήκης της Γενεύης του 19293, καθώς και το διεθνές ποινικό δίκαιο.4 Επιπλέον, όσο το αντιστασιακό κίνημα στην Κρήτη δυναμωνόταν τόσο περισσότερο οι γερμανικές αρχές κατοχής κατέφευγαν στην τακτική των αντιποίνων, παρακάμπτοντας οποιαδήποτε λογική περί δικαίου και τα ίδια τα στρατοδικεία. Στην πρακτική τους αυτή καμία διεθνής σύμβαση δε στάθηκε εμπόδιο, γεγονός που ενισχύθηκε και από την ίδια την ασάφεια περί αντιποίνων των ίδιων των συμβάσεων.
Μέσα σε αυτό το ήδη διαμορφωμένο κλίμα η γερμανική προπαγάνδα θα κληθεί να διαχειριστεί και το γεγονός της απαγωγής του στρατηγού Κράιπε τη νύχτα της 26ης προς 27ης Απριλίου 1944. Αμέσως ο στρατηγός Μπρώυερ στοχοποιεί τους ενόχους: «Πληρωμένοι συμμορίται υπό την αγγλικήν ηγεσίας».5 Επιπλέον κατηγορεί και ένα μέρος του αστικού πληθυσμού «όστις[…] συμπράττει με τους συμμορίτας και προδότας του λαού[…]», οι οποίοι «από εβδομάδων δολοφονούν […] κατ’ εντολήν των άγγλων και κομμουνιστών χρηματοδοτών των, κατά κτηνώδη τρόπον έλληνας πατριώτας». Αυτό που παρατηρούμε είναι πως σε επίπεδο λόγων ο τρόπος διαχείρισης της απαγωγής εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο προπαγάνδας που ήδη είχε τεθεί και συνδέεται με την πολιτική εξολόθρευσης του εσωτερικού εχθρού. Οι όροι «συμμορίτες» και «κομμουνιστές» εξακολουθούσαν στα τέλη Αυγούστου 1944 να έχουν την ίδια απροσδιοριστία που είχαν και στις διαταγές της 22ας Δεκεμβρίου του 1943. Ο στόχος των αρχών κατοχής ήταν να παρουσιαστούν τα αντίποινα ως μια πράξη δικαιοσύνης που συμφωνούσε με το πολεμικό δίκαιο, το οποίο πρώτη η Γερμανία δεν αναγνώριζε για τον αντίπαλο.
Στις 26 Ιουνίου 1944 αναλαμβάνει διοικητής του Φρουρίου Κρήτης ο στρατηγός του πεζικού Βάλτερ Μύλλερ, ο οποίος ήδη είχε διαγράψει μια πορεία στο νησί ως μέραρχος και συνεπώς ήταν γνώστης των καταστάσεων. Ο Μύλλερ σύντομα εγκαταλείπει τις πρώτες πράξεις καλής θέλησης, όπως ήταν η απελευθέρωση ομάδας κρατουμένων από την Αγυιά, και προχωρεί σε φυλακίσεις, εκτοπίσεις, εκτελέσεις ομήρων και κρατουμένων και στην ανηλεή καταδίωξη των ανταρτών. Οι εκτελέσεις που αποφασίστηκαν από το στρατοδικείο αναφέρονταν σε πράξεις κατασκοπείας, στην κατοχή όπλου και την «κομμουνιστική σύμπραξιν». Για την τελευταία ήδη με τη διαταγή της 27ης Δεκεμβρίου 1942 προβλεπόταν από το γερμανικό ποινικό δίκαιο η δυνατότητα της ποινής του θανάτου.6 Στην διάταξη της 17ης Ιουνίου 1943 περί εφαρμογής του γερμανικού ποινικού δικαίου διατυπωνόταν ρητά πως η παροχή βοήθειας σε κομμουνιστικές επιδιώξεις τιμωρούνταν σε βαριές περιπτώσεις με θάνατο.7 Στις 10 Μαΐου 1944 η διάταξη αυτή αλλάζει στη διατύπωσή της-στην παράγραφο εννέα-, αποτυπώνοντας τη σκλήρυνση της γερμανικής πολιτικής: «Η εύνοια κομμουνιστικών επιδιώξεων, ιδιαιτέρως δε πάσα προσωπική ή περιουσιακή ένωσις προς τον σκοπόν αυτόν τιμωρείται με θάνατον […]».8 Η διαφοροποίηση ως προς την έννοια του δικαίου στο λόγο και στην πρακτική των αρχών κατοχής ήταν ουσιαστική. «Διότι […] θα σημάνη αληθείς συμφοράς διά το σύνολον». «Αι Γερμανικαί αρχαί διαθέτουσαι εις πάσαν στιγμήν ισχυρά πολεμικά μέσα θα καταστρέψουν εκ ρίζης όλας τας εστίας των ληστανταρτών. Είνε φυσικόν κατόπιν τούτου να μη δυνηθούν να αποτρέψουν δεινά τα οποία θα επιπέσουν πάλιν κατά της κεφαλής όχι μόνον των ενεχομένων εις τα τελευταία γεγονότα (σημ. ως τέτοια αναφέρονται φόνοι, απαγωγές, ληστείες, κλοπές, σαμποτάζ, επιθέσεις σε γερμανικά φυλάκια και αυτοκίνητα, δολοφονίες γερμανών στρατιωτών) αλλά και άλλων μη ενόχων και κατά του πληθυσμού γενικώτερον».9
Η έννοια της συλλογικής ευθύνης είχε πια γίνει κυρίαρχος λόγος των αρχών κατοχής. «Εις το μέλλον κάθε πράξις σαμποτάζ εναντίον των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και κάθε επίθεσις απροσδόκητος εναντίον γερμανού στρατιώτου και κάθε εκ ταύτης φονευόμενος ή απαγόμενος γερμανός υπήκοος μέλος των ενόπλων δυνάμεων θα πληρώνεται με αίμα. Η εκτέλεσις θα στρέφεται κατά πρώτον λόγον
εναντίον εκείνων των προσώπων άτινα ανήκουν εις συμμορίας ή είναι γνωστοί ως ύποπτοι συμμορίται. Ο φιλήσυχος πληθυσμός καλείται διά τα ίδια συμφέροντά του ν’ αρχίση τον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας […]».10 Αυτά διατυπώνονταν από τις αρχές κατοχής οχτώ ημέρες πριν τις επιδρομές του γερμανικού στρατού στη νοητή γραμμή από το Άνω Μέρος μέχρι το Γερακάρι. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι αρχές κατοχής της Κρήτης, στηριγμένες στην ασάφεια του νομικού πλαισίου και των διαταγών, θα προχωρήσουν στην επιλεκτική εφαρμογή των αντιποίνων, ανάλογα με τη συγκυρία και αναλογιζόμενοι κάθε φορά τις συνέπειές τους ως προς τα γενικά σχέδιά τους. Παράλληλα με την προετοιμασία των αντιανταρτικών επιδρομών και την εφαρμογή των αντιποίνων, η γερμανική προπαγάνδα λίγες μέρες πριν την εξαπόλυση των επιθέσεων προσπαθούσε να τρομοκρατήσει τον τοπικό πληθυσμό και τους αντάρτες, αλλά και να νομιμοποιήσει αυτό που θα ακολουθούσε. Αυτό που διακήρυξε ήταν πως ο νομοταγής κρητικός λαός «πρέπει να συνέλθη, και να συσπειρωθή περί εαυτόν και τας νομίμους Αρχάς του, προς απόκρουσιν του κομμουνιστικού κινδύνου».11
III. H απαγωγή ενός Γερμανού στρατηγού, του Κράιπε, στις 26-27 Απριλίου 1944 και η εγκληματική δράση της 22ας Αυγούστου 1944 δεν συνδέονται με μια ευθεία γραμμή, ούτε αυτής της σχέσης αιτίου-αποτελέσματος, ούτε αυτής της χρονικής διαδοχής. Το αντίθετο υπήρξε προϊόν της γερμανικής προπαγάνδας που έπρεπε να αιτιολογήσει τις πράξεις της ως σύννομες με το διεθνές δίκαιο του πολέμου. Οι Γερμανοί εξαρχής θεώρησαν πως «τα Βρετανικά στρατεύματα Κομάντο πέτυχαν να συλλάβουν και να απαγάγουν/απομακρύνουν από την Κρήτη τον ανώτατο αρχηγό των γερμανικών στρατευμάτων της νήσου». Αυτό που οι ίδιοι διαπίστωναν στις 7 Ιουνίου του 194412 θα άλλαζε και για λόγους που ήδη εξηγήσαμε. Στόχος της προπαγάνδας θα είναι οι «κομμουνιστές», «τα κακοποιά στοιχεία». Η ηττημένη γερμανική προπαγάνδα θα οδηγήσει τη Βέρμαχτ στη καθολική εφαρμογή των αντιποίνων χωρίς διακρίσεις. Ο γερμανικός στρατός αυτό που πραγματικά επιχείρησε ήταν να χτυπήσει περιοχές που διέθεταν ικανή παραγωγική βάση για τη συντήρηση αντάρτικων ομάδων, ώστε να εξασφαλίσει την αναγκαία κάλυψη υποχωρώντας σταδιακά προς τα Χανιά. Ήταν πια ένας ηττημένος στρατός.
2 Παρατηρητής, 10 Ιουλίου 1943. 3 Convention relative to the Treatment of Prisoners of War, Geneva, 27 July 1929. 4 The United Nations war crimes commission, Law reports of trial of war criminals, volume XII, The High Command Trial, London, 1949. 5 Παρατηρητής, 29 Απριλίου 1944. 1 Εφημερίδα Παρατηρητής, 27 Ιουνίου 1942. 6 Κρητικός Κήρυξ, 11 Απριλίου 1943, «Το Γερμανικόν Ποινικόν Δίκαιον εις τα κατεχόμενα ελληνικά 7 Παρατηρητής, 1 Αυγούστου 1943, «Διάταξις της 17ης Ιουνίου 1943 περί εφαρμογής του γερμανικού Ποινικού Δικαίου και περί προστασίας της εσωτερικής ειρήνης και των αρχών κατοχής», παράγραφος 9. 8Παρατηρητής, 10 Αυγούστου 1944. 9 Κρητικός Κήρυξ, 11 Αυγούστου 1944. 10 Παρατηρητής, 14 Αυγούστου 1944,«Γνωστοποίησις».11 Κρητικός Κήρυξ, 9 και 13 Αυγούστου 1944, «Ενωθώμεν προ του Κομμουνισμού». Βλέπε και Κρητικός Κήρυξ, 5 Αυγούστου 1944, «Προκήρυξις προς τον κρητικόν λαόν, Χανιά, 29 Ιουλίου 1944»και Παρατηρητής, 2 Αυγούστου 1944.12 Γερμανική αναφορά σχετικά με το στρατηγό Κράιπε, Targau, 7 Ιουνίου 1944. Ευχαριστώ τον κ. Γιώργο Καλογεράκη, διδάκτωρ Ιστορίας, που την έθεσε υπόψιν μου.
Accounts of audacious abduction of Nazi General Heinrich Kreipe now in Greek