(Γράφει η ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ) (με Κρητική ντοπιολαλιά)
η Κυριακώ έπρεπε να θρέψει τη φαμίλια της. Σ’ αυτόν τον αγώνα πάντα ήτανε μονάχη της, μα τώρα που χήρεψε κιόλας ένα παραπάνω. Έγινε άντρας και γυναίκα μαζί. Σε ένα σώμα, σε μια ψυχή. Μια ψυχή αντρίκια κι ένα σώμα γεμάτο αδυναμίες. Κυριακή πρωί ήτανε και αφού εγύρισενε από την εκκλησία επέταξενε τα καλά τζη πάνω στην ντιβανοκασέλα, έριξενε τσάτρα-πάτρα πάνω τζη δυο τσουλόρουχα, τράβηξε ίσαμε την κουζίνα για να ετοιμάσει το προσφάι, κι έφυγενε για το λιόφυτο.
Ένα παγούρι με κόκκινο κρασί ήτανε ό,τι έπρεπε για ένα καλό ζέσταμα και η απόλαυση του σέρτικου με τον αέρα ελευθερίας, μοναδική.
Κείνη τη μέρα όμως το καλοχρησιμοποιημένο καπάκι του παγουριού έδειχνε να μην υπακούει σωστά στις κυκλικές κινήσεις για το σφράγισμα του δίκιλου άλλοτε άσπρου δοχείου. Στη φούρια τζη να μην αργοπορήσει, το’ ριξενε μέσα στη βούργια παραβλέποντας ότι δεν έκανε σωστά τη δουλειά του. Το ατύχημα διαπιστώθηκε όταν έφτασε στον προορισμό της.
Βγάζοντας από τη μεγάλη τσέπη της ασπρόμαυρης ποδιάς της το ήδη στριμμένο τσιγάρο και με την αγωνία του παθιασμένου αναζήτησε το μικρό σπιρτόκουτο, που την τελευταία στιγμή καταχώνιασε μέσα στην καρό πετσέτα με το φρεσκοζυμωμένο καρβέλι, με χέρια τρεμάμενα.
«Πο! Πο! Συμφορά. Έπαθα τηνε για τα καλά. Γιάντα να μην το βαστήξω η ρουφιάνα στη χέρα μου το παγούρι αφού το’ δα πώς ήτονε πορνεμένο το καπάκι; Όφου ζημιά που την έπαθα επά στην ερημιά!
Το κρασί απόμεινε μισό. Το ψωμί δεν τρώγεται και τα σπίρτα άχρηστα. Το κρασί θα το πιω με ρέγουλα. Τσ’ ελές θα τσι φάω σκέτες. Χωρίς το τσιγαράκι μου όμως; Ίντα θα γενώ χωρίς αυτό; Πώς θα τη βγάλω ούλη μέρα;»
Έπεσε με τα μούτρα στο μάζεμα της ελιάς για να ξεχαστεί, μα το μυαλό δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Τώρα η επιθυμία γίνηκε εμμονή. Ίντα σεκλέτι ήτανε κι αυτό! «Όφου ίντα’ παθα η ρουφιάνα!» έλεγε και ξανάλεγε μέχρι που μία σκέψη της φώτισε το μυαλό και το πρόσωπο.
«Ο Αη-Γιάννης δεν είναι μακριά και η καντήλα του δεν ξομένει ποτέ από λάδι μήτε από φυτίλι. Μεγάλη η χάρη σου Παντοδύναμε, ελπίζω να με συγχωρέσεις. Μη με τιμωρήσεις Θεέ μου την αμαρτωλή και βρω την καντήλα του σβηστή» έλεγε και ξανάλεγε μέχρι ν’ αποσώσει.
Μόλις προσπέρασε το κατώφλι του Άη-Γιαννιού, βιαστικά προσκύνησε το εικόνισμά του και σταυροκοπούμενη κατευθύνθηκε στο ένα και μοναδικό κρεμασμένο καντήλι. «Το’ ξερα Θεέ μου πως μ’ αγαπάς και μ’ έχεις κιόλας συγχωρέσει. Δεν είμαι ιερόσυλη. Μία αμαρτωλή είμαι κυριευμένη απ’ το πάθος. Αλλά αν ήθελε η χάρη σου να μη μ’ ευχαριστήσει, θα την είχενε πνιγμένη τούτη τη φλογίτσα η αμαρτία μου. Θα σου τη δανειστώ για λίγο» ψιθύρισε ανάβοντας προσεκτικά ένα μισοκέρι. Μόλις έφτασε στο μικρό σοκάκι που την έφερε ως εκεί άναψε το τσιγάρο ανακουφισμένη.
«Ο Θεός είναι μεγάλος και δεν μ’ άφηκε χωρίς φωθιά. Εκατάλαβέ με ο Κύριος με συμμερίστηκενε και με φρόντισενε. Αν εξόμενα ως αργά θα με βρίσκανε μαργωμένη, κι αν εγιάερνα γιαμιάς θα στερούσε το φαΐ των κοπελιών μου. Ετσαέ, μου την εσυγχώρεσενε την αμαρτία προτού την έχω καμωμένη.»