ΕΥΤΥΧΙΟΣ Σ.ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Το αγωνιστικό ήθος, το πνεύμα θυσίας, η αντρειοσύνη, η περιφρόνηση του θανάτου, το πάθος για τη λευτεριά και την προσφορά, μεταδίδεται επί αιώνες, ως ιερή παρακαταθήκη, από τους προγόνους στους απογόνους:
Κατσαντώνης Ιωάννης: Διακεκριμένος αγωνιστής του 1866, ατρόμητο παλικάρι, που πολέμησε συνολικά σε 63 μάχες στη ζωή του. Στις επαναστάσεις 1878 και 1889 ήταν υπαρχηγός της επαρχίας Αμαρίου και αργότερα πληρεξούσιος της επαρχίας.
Ο Αναγνώστης, ήταν άνθρωπος πιστός, ευσεβής και ενάρετος, όπως όλοι οι μεγάλοι αγωνιστές της λευτεριάς. Ήταν ψάλτης γι’ αυτό είχε το παρατσούκλι Αναγνώστης. Είχε πάντα πάνω του ασημένια θήκη με τίμιο ξύλο, για να μην τον πιάνουν οι σφαίρες, που σώζεται.
Στο μοναστήρι της Καλόειδενας στο Κέντρος, συχνά κατάφευγε, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους. Κάποιες φορές είχε ακούσει ψαλμωδίες, ενώ η εκκλησία ήταν άδεια. Άλλη φορά, που προσευχόταν μέσα, άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει «φύγε, φύγε!», βγήκε έξω και είδε τούρκικο ασκέρι ν’ ανηφορίζει για να τον συλλάβει, διηγιόταν η εγγονή του Γαρυφαλλιά Καλογεράκη, που τον είχε ζήσει, στο τσιφλίκι του στη Νερατζέ απέναντι από τον ΄Αϊ Γιάννη.
Ήταν άριστος στη σκοποβολή. Το 1866, στην πολιορκία του Αρκαδίου, συναντάται με τον απεσταλμένο της Ελληνικής Κυβέρνησης, Συνταγματάρχη Κορωναίο, στο Κλεισίδι, και αποφασίζει παρά τις διαταγές του, να προχωρήσει με τους επαναστάτες στο Αρκάδι για να χτυπήσει τους Τούρκους από τα νώτα. Η σφοδρή καταιγίδα που ακολουθεί, δυσκολεύει τις κινήσεις τους, μουσκεύει το μπαρούτι τους, τα όπλα τους δεν πυροβολούσαν. Αναγκάζονται έτσι να επιστρέψουν άπρακτοι.
Ο πρίγκιπας Γεώργιος το 1899 που επισκέφθηκε το Άνω Μέρος, τον ασπάστηκε στο μέτωπο ως ένδειξη σεβασμού στο μεγάλο αγωνιστή. Η Κρητική Μούσα, δεν ξέχασε κι αυτή να υμνήσει τις πολεμικές αρετές του.
Τις τελευταίες ημέρες του, έβγαζε πολεμικές ιαχές και έκανε κινήσεις σκόπευσης, βγάζοντας το περιεχόμενο του υποσυνειδήτου του.
Καλογεράκης Στυλιανός: Εγγονός του, Βετεράνος του Έπους του 1940, της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου.
Αισθάνθηκε επανειλημμένα τα χνώτα του Χάρου δίπλα του, από τις σφαίρες και τις βόμβες του εχθρού. Εμποδίζει εκτελέσεις Ιταλών αιχμαλώτων ως ανέντιμες.
Κατεβάζει και καταστρέφει, τη μεγάλη Γερμανική σημαία απ’ την Αϊγιαννιώτικη κορφή και τους παραπλανεί για να μη προβούν σε αντίποινα.
Προδίδεται στους Γερμανούς, ότι περιθάλπει στο σπίτι του επικηρυγμένους αντιστασιακούς. Κυκλώνεται το σπίτι του τη νύχτα από τις κατοχικές δυνάμεις για έρευνα και πείθει τον επικεφαλή ότι δήθεν ξέρει που μένουν και φεύγουν για έρευνα.
Αυστριακός αξιωματικός, βρίσκει χειροβομβίδες στο σπίτι του και δεν τον εκτελεί. Υπήρχαν και Αξιωματικοί που δεν ήταν Ναζί.
Συναντάται με Γερμανικό απόσπασμα, ενώ μεταφέρει σφαίρες στη Νίθαυρη. Δεν μπορεί να διαφύγει. Ψύχραιμα, θαρραλέα, χαριεντίζεται μαζί τους, καμαρώνουν την περιστερή φοράδα του, τη χαϊδεύουν, ακουμπούν στο ντορβά, χωρίς να αντιληφθούν το περιεχόμενο του.
Τρώει και πίνει με αντάρτες και Εγγλέζους των Ειδικών επιχειρήσεων στον οντά του, και στο ισόγειο καταφθάνουν χωρίς να το αντιληφθούν Γερμανοί, που τον ζητούν ως Πρόεδρο.
Αποτρέπει εκτελέσεις από τους σκληρούς της αντίστασης, όταν οι λόγοι δεν ήταν σοβαροί.
Σε κτήμα του στον Πλατύ ποταμό στήνεται μηχανισμός φόρτισης παταριών των ασυρμάτων, εγγλέζων και ανταρτών, με το νερό του νερόμυλού του.
Συναντά με τον Ζωϊδαντώνη τον απαχθέντα Στρατηγό Κράϊπε, όταν βρισκόταν στην περιοχή του Άι Γιάννη.
Οι Γερμανοί υποψιάζονται τη δράση του, συλλαμβάνεται, στήνεται για εκτέλεση στην εκκλησία του χωριού, δεν τα χάνει, αντιδρά, προσποιείται και ακυρώνεται η εκτέλεση.
Την περίοδο του εμφυλίου, οργανώνεται ως ομαδάρχης των εθνικών δυνάμεων, υπερασπίζεται τη ζωή χωροφυλάκων και αστυνομικών σταθμών, συμμετέχει σε ενέδρες με τη χωροφυλακή και γλυτώνει από ενέδρες.
Για την προσφορά του στους αγώνες, τιμήθηκε με μετάλλιο από την ελληνική πολιτεία και με «εύφημο μνεία» από τον Διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων Μεσογείου, Στρατηγό Αλεξάντερ.
Η ζωή παππού και εγγονού, διαρκώς, ανιδιοτελώς, εθελούσια, και ανυστερόβουλα, σ’ ένα διαρκή αγώνα για την ελευθερία και την πατρίδα. Προτίμησαν το «επικινδύνως ζην» από το «ανωφελώς βιωτεύειν», αν και πολύτεκνοι και μεγαλονοικοκύρηδες.
Ας είναι αιωνία η μνήμη τους, 101 χρόνια από το θάνατο του πρώτου και 9, από του δευτέρου.