Γράφει ο Άρης Κουτάκης (Πολιτικός Επιστήμων – Κοινωνιολόγος)
Οικισμός του Δήμου Αμαρίου, που υπάγεται στην Τοπική Κοινότητα Αμαρίου. Είναι κτισμένος αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού Σάμιτος, σε υψόμετρο 480μ. Απέχει από το Ρέθυμνο 39 χλμ. Από τη Σχολή Ασωμάτων η διακλάδωση δεξιά σε οδηγεί σε Αμάρι – Οψυγιά, ενώ η διακλάδωση αριστερά σε οδηγεί σε Μοναστηράκι – Οψυγιά – Αμάρι.
Περισσότερα...
Αναφέρεται το 1577 από το Franscesco Barozzi ως Psigia, από τον Καστροφύλακα ως Psigia με 40 κατοίκους το 1583 και από το Βασιλικάτα ως Psigia το 1630.
Στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται Opsigha με επτά (7) χριστιανικές οικογένειες και μία (1) τουρκική. Στην απογραφή του 1881 αναφέρεται Οψυγιάς, στο Δήμο Μοναστηριακίου, με 128 κατοίκους. Το 1900 στο Δήμο Πανακραίων, με 135 κατοίκους. Το 1920 γράφεται Οψηγιάς στην Κοινότητα Νευς Αμαρίου κάτοικοι 121, το 1928 κάτοικοι 138, το 1940 γράφεται Οψιγιάς κάτοικοι 125, το 1951 κάτοικοι 117, το 1961 κάτοικοι 93 και το 1972 κάτοικοι 62.
Η ορθή γραφή του ονόματος του χωριού είναι Ψυγιάς. Το «Ο» είναι το άρθρο που συνεκφέρεται και το αλλοιώνει. Το όνομα δηλαδή του χωρίου προέρχεται από το ρήμα ψύγω – ψύχω, που έχει τη σημασία του «στεγνώνω, ξηραίνω, μαραίνω». Οψυγιάς ή Ψυγιάς λέγεται σήμερα στην Κρήτη το μέρος όπου απλώονται τα σταφύλια, προκειμένου να ψυγούν και να γίνουν σταφίδα. Με την έννοια μάλιστα αυτή (στεγνώνω, ξηραίνω, μαραίνω) το ρήμα «ψύγω» συναντάνται και στον Ερωτόκριτο, που αναφέρεται π.χ. για την Αρετούσα πως «Ήτονε νια και δροσερή και αμάθητη στα πάθη, κι ως εμπερδεύτη στη φιλιά, εψύγη κι εμαράθη…». Κι ακόμη «Όσον επέρνα ο καιρός κι οι νύχτες εδιαβαίνα, τόσον οι λογισμοί κρυφά την εψυγομαραίνα…». Με την ίδια έννοια όμως συναντάνται στην Κρήτη το ρήμα «ψύγω» και σε εκφράσεις καθημερινές, όπως: «Εδώκά ντου μια στη χέρα κι εψύγηκενε…» (δηλ. του έδωσα ένα χτύπημα στο χέρι κι εμαράθηκε – ενν. από τον πόνο…).
Συνεπώς η περιοχή του Οψυγιά, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο της Βενετοκρατίας, θα ήταν κατάφυτη από αμπελώνες οι οποίοι σταδιακά αντικαταστάθηκαν με ελιές, όπως τουλάχιστον μας αποδεικνύουν σήμερα και τα τοπωνύμια του χωρίου «Πέρα Αμπέλια» και «Κάτω Αμπέλια», τα οποία, αν και αναφέρνται σε αμπέλια, αμπέλια σ’ αυτά δεν υπάρχουν αλλά μόνον ελιές.
Αλλά και η μαντινάδα:
Ψυγιά μου υπερήφανε
που στέκεις ρίζα – ρίζα
και τα αμπέλια κι οι ελιές
σου κάνουνε κορνίζα
πιστοποιεί την αλήθεια του γεγονότος.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι στις Νοταριακές πράξεις του Συμβολαιογράφου Μανώλη Βαρούχα από το Μοναστηράκι Αμαρίου της περιόδου 1597 – 1613, το χωριό αναφέρεται 27 φορές και πάντα ως «Ψιγιάς».
Στο χωριό υπάρχουν οι εκκλησίες του Αγ. Νικολάου (καθεδρικός), του Αγ. Αντωνίου, του Αγ. Γεωργίου (κοιμητηριακός), με Αναγεννησιακής τεχνοτροπίας θύρωμα (αψιδωτό) και πάνω στο βουνό Σάμιτος ο Άγιος Δημήτριος. Δίπλα στην εκκλησία αυτή υπάρχει πηγή, της οποίας το νερό μετά από έριδες και φιλονικίες μεταξύ των χωριών Μοναστηρακίου και Οψυγιά κατοχυρώθηκε τελικά στον Οψυγιά.
Για την πηγή αυτή υπάρχει παλαιός θρύλος (που ευτυχώς έχει καταγραφεί) που θέλει το Διγενή να παλεύει με το Δράκοντα που φύλαγε την πηγή και το πολύτιμο νερό της.
Στο χωριό συναντώνται επίθετα οικονενειών: Αρχοντάκης, Σπινθουράκης, Κουτάκης, Δρυγιαννάκης, Γιασαφάκης, Λουρωτός, Δαβουνέλης, Κανακάκης, Ανδρουλάκης, Θεοδωράκης, Δρετουλάκης, Παπαδάκης, Τσαχάκης, Μαθιουλάκης, Καλλινικάκης, Τζαγκαράκης, Αγγελάκης, Νικολιδάκης.
Ενώ ενυπάρχουν και πανάρχαια, αρχαιοελληνικά ονόματα, όπως:
Ιφιγένεια, Ανδρονίκη, Δωροθέα, Θάλεια, Αλκυώνη, Ευθαλία, Οδυσσέας, Ροδάμανθος, Εργοτέλης, Νικήστρατος, Αριστείδης κ.α. Στο χωριό διασώζονται και πανάρχαια τοπωνύμια (τα οποία μάλιστα παρουσιάστηκαν στο Παναμαριώτικο Συνέδριο τον Αύγουστο του 2010) και τα οποία φανερώνουν αβίαστα την πανάρχαιη ιστορία, των ανθρώπων και του τόπου (π.χ. Κούπος, Περαύλι, Αμυγδαλόλακκος, Αλωνάκι, Πέρα Αμπέλια, Κάτω Αμπέλια, Σοχώρα κ.α.) σ’ ένα σύνολο 77 τοπωνυμίων τα οποία και έχουν καταγραφεί.
Σπήλαια και σπηλαιοβάραθρα αναφέρονται τα «Σπήλιος», «Μαύρη Τρύπα», «Μανουσές».
Ιδιαίτερο φαινόμενο η «Κάτω Βρύση» του χωρίου, της οποίας το χειμώνα το νερό είναι ζεστό και το καλοκαίρι κρύο.
Ονομαστοί έμειναν οι παλιοί χαρκιάδες του χωριού Κουτάκης Αριστείδης, Κουτάκης Νικόλαος, Κουτάκης Αντώνιος, ενώ για το λυράρη Στέλιο Κουτάκη, που πέθανε σε νεαρή ηλικία, λέγεται πως η λύρα του ήταν μοναδική.
Άφθαστος όμως και αιώνιος θα μείνει και ο λυράρης Ροδάμανθος Ανδρουλάκης, που καταγόταν από τούτο το χωριό.
Ονομαστοί χορευτές του χωρίου ήταν ο Χρήστος Κουτάκης, Δημήτρης Κουτάκης και βέβαια ο νεότερος Κυριάκος Σπινθουράκης.
Ονομαστά όμως έμειναν τα πανηγύρια και οι «παρέες» του χωριού: του Αγ. Γεωργίου παλαιότερα, του Αγ. Δημητρίου και το γλέντι της Κυριακής του Πάσχα, που ξεκίναγε απο την πάνω μεριά του χωρίου και κατέληγε στο κατωχώρι.
Παλαιότερα το χωριό διέθετε δύο (2) φάμπρικες (ελαιοτριβεία) δείγμα της μεγάλης παραγωγικής λαδιού.
Στο Έπος της Μικρασίας το χωριό είχε τέσσερις (4) νεκρούς, ενώ στο Αλβανικό Μέτωπο ένα μοναδικής ανδρείας κατόρθωμα έλαβε χώρα στα παγωμένα βουνά της Αλβανίας με πρωταγωνιστή κάτοικο του χωριού. Στην κατοχή οι κάτοικοι του χωριού έκρυβαν Εγγλέζους στο βουνό Σάμιτος (στην περιοχή του Αγ. Δημητρίου). Φορτώνονταν οι ίδιοι τρόφιμα στις πλάτες τους και τους τα κουβάλαγαν.
Κάτοικοι του χωριού ανέπτυξαν τότε σπουδαία αντιστασιακή δράση η οποία παραμένει άγνωστη σε πολλούς έως σήμερα. Σε σπίτια επίσης του χωριού βρήκαν φιλόξενο καταφύγιο για να ξεχειμωνιάσουν (το χειμώνα του 1944) κάτοικοι των χωριών Άνω Μέρος, Βρύσσες, Δρυγιές, των οποίων τα χωριά είχαν κάψει οι Γερμανοί.
Σήμερα το χωριό αυτό που στην Τουρκοκρατία διέθετε 120 τουφέκια, βιώνει και αυτό την αδιαφορά του επίσημου Ελληνικού κράτους, που με τις λαθεμένες πολιτικές και με την αστυφιλία που δημιούργησε μεταπολιτευτικά ερήμωσε την ύπαιθρο της περιοχής Αμαρίου.
Έτσι στις μέρες μας διαβιώνουν στο χωριό κατά τη διάρεια του χειμώνα μόνο οκτώ (8) κάτοικοι.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιρού αλλά και των εορτών του Πάσχα το χωριό ξαναζωντανεύει με την άφιξη των ξενητεμένων, αναπολώντας παλαιότερες εποχές που η φημισμένη «ψυγιανή φιλοξενία» αλλά και τα «ψυγιανά γλέντια» και οι «ψυγιανές παρέες» μάγευαν όσους τα βίωναν αφήνοντας ανεξίτηλες μνήμες στο πέρασμα του χρόνου…
Στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται Opsigha με επτά (7) χριστιανικές οικογένειες και μία (1) τουρκική. Στην απογραφή του 1881 αναφέρεται Οψυγιάς, στο Δήμο Μοναστηριακίου, με 128 κατοίκους. Το 1900 στο Δήμο Πανακραίων, με 135 κατοίκους. Το 1920 γράφεται Οψηγιάς στην Κοινότητα Νευς Αμαρίου κάτοικοι 121, το 1928 κάτοικοι 138, το 1940 γράφεται Οψιγιάς κάτοικοι 125, το 1951 κάτοικοι 117, το 1961 κάτοικοι 93 και το 1972 κάτοικοι 62.
Η ορθή γραφή του ονόματος του χωριού είναι Ψυγιάς. Το «Ο» είναι το άρθρο που συνεκφέρεται και το αλλοιώνει. Το όνομα δηλαδή του χωρίου προέρχεται από το ρήμα ψύγω – ψύχω, που έχει τη σημασία του «στεγνώνω, ξηραίνω, μαραίνω». Οψυγιάς ή Ψυγιάς λέγεται σήμερα στην Κρήτη το μέρος όπου απλώονται τα σταφύλια, προκειμένου να ψυγούν και να γίνουν σταφίδα. Με την έννοια μάλιστα αυτή (στεγνώνω, ξηραίνω, μαραίνω) το ρήμα «ψύγω» συναντάνται και στον Ερωτόκριτο, που αναφέρεται π.χ. για την Αρετούσα πως «Ήτονε νια και δροσερή και αμάθητη στα πάθη, κι ως εμπερδεύτη στη φιλιά, εψύγη κι εμαράθη…». Κι ακόμη «Όσον επέρνα ο καιρός κι οι νύχτες εδιαβαίνα, τόσον οι λογισμοί κρυφά την εψυγομαραίνα…». Με την ίδια έννοια όμως συναντάνται στην Κρήτη το ρήμα «ψύγω» και σε εκφράσεις καθημερινές, όπως: «Εδώκά ντου μια στη χέρα κι εψύγηκενε…» (δηλ. του έδωσα ένα χτύπημα στο χέρι κι εμαράθηκε – ενν. από τον πόνο…).
Συνεπώς η περιοχή του Οψυγιά, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο της Βενετοκρατίας, θα ήταν κατάφυτη από αμπελώνες οι οποίοι σταδιακά αντικαταστάθηκαν με ελιές, όπως τουλάχιστον μας αποδεικνύουν σήμερα και τα τοπωνύμια του χωρίου «Πέρα Αμπέλια» και «Κάτω Αμπέλια», τα οποία, αν και αναφέρνται σε αμπέλια, αμπέλια σ’ αυτά δεν υπάρχουν αλλά μόνον ελιές.
Αλλά και η μαντινάδα:
Ψυγιά μου υπερήφανε
που στέκεις ρίζα – ρίζα
και τα αμπέλια κι οι ελιές
σου κάνουνε κορνίζα
πιστοποιεί την αλήθεια του γεγονότος.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι στις Νοταριακές πράξεις του Συμβολαιογράφου Μανώλη Βαρούχα από το Μοναστηράκι Αμαρίου της περιόδου 1597 – 1613, το χωριό αναφέρεται 27 φορές και πάντα ως «Ψιγιάς».
Στο χωριό υπάρχουν οι εκκλησίες του Αγ. Νικολάου (καθεδρικός), του Αγ. Αντωνίου, του Αγ. Γεωργίου (κοιμητηριακός), με Αναγεννησιακής τεχνοτροπίας θύρωμα (αψιδωτό) και πάνω στο βουνό Σάμιτος ο Άγιος Δημήτριος. Δίπλα στην εκκλησία αυτή υπάρχει πηγή, της οποίας το νερό μετά από έριδες και φιλονικίες μεταξύ των χωριών Μοναστηρακίου και Οψυγιά κατοχυρώθηκε τελικά στον Οψυγιά.
Για την πηγή αυτή υπάρχει παλαιός θρύλος (που ευτυχώς έχει καταγραφεί) που θέλει το Διγενή να παλεύει με το Δράκοντα που φύλαγε την πηγή και το πολύτιμο νερό της.
Στο χωριό συναντώνται επίθετα οικονενειών: Αρχοντάκης, Σπινθουράκης, Κουτάκης, Δρυγιαννάκης, Γιασαφάκης, Λουρωτός, Δαβουνέλης, Κανακάκης, Ανδρουλάκης, Θεοδωράκης, Δρετουλάκης, Παπαδάκης, Τσαχάκης, Μαθιουλάκης, Καλλινικάκης, Τζαγκαράκης, Αγγελάκης, Νικολιδάκης.
Ενώ ενυπάρχουν και πανάρχαια, αρχαιοελληνικά ονόματα, όπως:
Ιφιγένεια, Ανδρονίκη, Δωροθέα, Θάλεια, Αλκυώνη, Ευθαλία, Οδυσσέας, Ροδάμανθος, Εργοτέλης, Νικήστρατος, Αριστείδης κ.α. Στο χωριό διασώζονται και πανάρχαια τοπωνύμια (τα οποία μάλιστα παρουσιάστηκαν στο Παναμαριώτικο Συνέδριο τον Αύγουστο του 2010) και τα οποία φανερώνουν αβίαστα την πανάρχαιη ιστορία, των ανθρώπων και του τόπου (π.χ. Κούπος, Περαύλι, Αμυγδαλόλακκος, Αλωνάκι, Πέρα Αμπέλια, Κάτω Αμπέλια, Σοχώρα κ.α.) σ’ ένα σύνολο 77 τοπωνυμίων τα οποία και έχουν καταγραφεί.
Σπήλαια και σπηλαιοβάραθρα αναφέρονται τα «Σπήλιος», «Μαύρη Τρύπα», «Μανουσές».
Ιδιαίτερο φαινόμενο η «Κάτω Βρύση» του χωρίου, της οποίας το χειμώνα το νερό είναι ζεστό και το καλοκαίρι κρύο.
Ονομαστοί έμειναν οι παλιοί χαρκιάδες του χωριού Κουτάκης Αριστείδης, Κουτάκης Νικόλαος, Κουτάκης Αντώνιος, ενώ για το λυράρη Στέλιο Κουτάκη, που πέθανε σε νεαρή ηλικία, λέγεται πως η λύρα του ήταν μοναδική.
Άφθαστος όμως και αιώνιος θα μείνει και ο λυράρης Ροδάμανθος Ανδρουλάκης, που καταγόταν από τούτο το χωριό.
Ονομαστοί χορευτές του χωρίου ήταν ο Χρήστος Κουτάκης, Δημήτρης Κουτάκης και βέβαια ο νεότερος Κυριάκος Σπινθουράκης.
Ονομαστά όμως έμειναν τα πανηγύρια και οι «παρέες» του χωριού: του Αγ. Γεωργίου παλαιότερα, του Αγ. Δημητρίου και το γλέντι της Κυριακής του Πάσχα, που ξεκίναγε απο την πάνω μεριά του χωρίου και κατέληγε στο κατωχώρι.
Παλαιότερα το χωριό διέθετε δύο (2) φάμπρικες (ελαιοτριβεία) δείγμα της μεγάλης παραγωγικής λαδιού.
Στο Έπος της Μικρασίας το χωριό είχε τέσσερις (4) νεκρούς, ενώ στο Αλβανικό Μέτωπο ένα μοναδικής ανδρείας κατόρθωμα έλαβε χώρα στα παγωμένα βουνά της Αλβανίας με πρωταγωνιστή κάτοικο του χωριού. Στην κατοχή οι κάτοικοι του χωριού έκρυβαν Εγγλέζους στο βουνό Σάμιτος (στην περιοχή του Αγ. Δημητρίου). Φορτώνονταν οι ίδιοι τρόφιμα στις πλάτες τους και τους τα κουβάλαγαν.
Κάτοικοι του χωριού ανέπτυξαν τότε σπουδαία αντιστασιακή δράση η οποία παραμένει άγνωστη σε πολλούς έως σήμερα. Σε σπίτια επίσης του χωριού βρήκαν φιλόξενο καταφύγιο για να ξεχειμωνιάσουν (το χειμώνα του 1944) κάτοικοι των χωριών Άνω Μέρος, Βρύσσες, Δρυγιές, των οποίων τα χωριά είχαν κάψει οι Γερμανοί.
Σήμερα το χωριό αυτό που στην Τουρκοκρατία διέθετε 120 τουφέκια, βιώνει και αυτό την αδιαφορά του επίσημου Ελληνικού κράτους, που με τις λαθεμένες πολιτικές και με την αστυφιλία που δημιούργησε μεταπολιτευτικά ερήμωσε την ύπαιθρο της περιοχής Αμαρίου.
Έτσι στις μέρες μας διαβιώνουν στο χωριό κατά τη διάρεια του χειμώνα μόνο οκτώ (8) κάτοικοι.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιρού αλλά και των εορτών του Πάσχα το χωριό ξαναζωντανεύει με την άφιξη των ξενητεμένων, αναπολώντας παλαιότερες εποχές που η φημισμένη «ψυγιανή φιλοξενία» αλλά και τα «ψυγιανά γλέντια» και οι «ψυγιανές παρέες» μάγευαν όσους τα βίωναν αφήνοντας ανεξίτηλες μνήμες στο πέρασμα του χρόνου…
Αριθμός Προβολών: 312