Είκοσι χρόνια σήμερο ίσως και παραπάνω

μια ώρα δεν εχάρηκα στον κόσμο τον απάνω..

Την ορφανιά, τη μοναξά , τη δίψα και τη λύπη,

ούλα μου τα ‘δωκε  ο Θεός τίποτα  δε μου λείπει

Τα κάτεχα , τα ξέχασα και πράμα δε θυμούμαι,

στα βάσανα βραδιάζομαι και στους καημούς κοιμούμαι.

Να ‘χε πληθαίνει η χαρά όπως πληθαίνει η λύπη,

το γέλιο απ’ τα χείλη μου ποτέ δε ‘θελα λείπει..

Όσο βραδιάζει ο ουρανός κι αρχίζει να νυχτώνει,

τόσο με βασανίζουνε τα βάσανα κι οι πόνοι.

Σαν τον κατάδικο φονιά η τύχη μου με κρίνει,

ούτε τον κόσμο να χαρώ μια ώρα δε μ’ αφήνει.

Χάρε που παίρνεις τις ψυχές πάρε και την ψυχή μου

γιατί  την εβαρέθηκα την ψεύτρα τη ζωή μου.

Ένα ταξίδι όλοι μας  θα κάνουμε μεγάλο,

το τελευταίο της ζωής που δεν υπάρχει άλλο.

Κακούργα γης κι ώστε να ζω θα σε πατώ θλιμμένα ,

και άνθρωπο δεν αδίκησες στον κόσμο σαν εμένα.

Και σένα γης απού πατώ αν νε σου δίνω βάρος ,

παρακάλεσε το Θεό για να με πάρει ο χάρος

Δε θέλω κόσμο να θωρούν τα μάτια τα δικά μου,

κι ας .ειν’ και  κείνα σκοτεινά  ως είναι κι η καρδιά μου

Ρόδα και τριαντάφυλλα  στο αφόριο καλαθάκι

και δε θα ξανασμίξουμε ξαδέλφια Γιακουμάκη..

       ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΗ

Αριθμός Προβολών: 4