Το 1940, στα τριαντατρία του, επιστρατεύεται για τον πόλεμο στην Αλβανία, αφήνοντας τρία παιδιά και τη γυναίκα του ο Καλογεροστελιανός (Κατσαντωνιά), από τον Άι-Γιάννη Αμαρίου, όπως σημειώνει στα Απομνημονεύματά του.

Την παραμονή πριν φύγει, βάζει τη σέλα στη ψαρί φοράδα του και τα καλά, πλουμιστά, επίσημα σελοσκαλοχάλινα, που είχε για τις ξεχωριστές περιστάσεις, τους γάμους, τα βαφτίσια, τα πανυγήρια. Τη στολίζει και πάει να αποχαιρετίσει τα τσιφλίκια, τα λιόφυτα και τα χωράφια του, με τα οποία τόσα χρόνια έκανε παρέα. Συγκινημένος ξέρει πως μπορεί να μην ξαναγυρίσει, να μην τα ξαναχαρεί. Ποιός ξέρει θα τα ξαναδεί; Θα γυρίσει ζωντανός ή πεθαμένος, ή μισερός και σακατεμένος από τον πόλεμο; Αυτά ο Θεός τα ξέρει μόνο. Γυρίζει στο σπίτι και ετοιμάζεται.

Η Στελιανή η γυναίκα του κλαίει συγκινημένη, γιατί δεν ξέρει τί την περιμένει και του ετοιμάζει το βουργίδι για το δρόμο μέχρι την Αλβανία, που δεν ήξερε και πόσο μακριά ήταν. Βάζει τυρί, ψωμί, ελιές, κρεμμύδια. Κοπελιά 27 χρονών την αφήνει με τρεις γιους και τη μάνα του. Αφήνει και το φαμέγιο (υπηρέτη) του, το Νικολή, που αργότερα καλογέρεψε στα Ηρακλειώτικα και Λασιθιώτικα μοναστήρια, να τη βοηθά στα ζώα και στις δουλειές. Την έγνοια της θα είχαν και οι αδερφοί της ο Μακρυγιώργης και ο Ιάκωβος.

Παίρνει στη συνέχεια τα παλιά τουφέκια του τα ασημοπλουμισμένα, που είχε από το παππού της Στελιανής, τον Καπετάν Ψαρουδογιάννη και τα κρύβει σ’ ένα τρόχαλο έξω από το χωριό, στου Κυμηνάρη και παραγγέλνει στη γυναίκα του:

-Έκε τάκρυψα δεν θα το πεις κιανενούς. Αν δε γυρίσω και σκοτωθώ, θα τα ξεχώσεις, όταν μεγαλώσουν τα κοπέλια και θα δώσεις καθανούς ένα, επαναλαμβάνοντας άθελά του την ιστορία του Θησέα:Πρβλ. Πλουτάρχου, Θησέας 8-12.

Ο Στελιανός καλός σκοπευτής από το στρατό ήδη, είναι οπλοπολυβολητής με το περίφημο οπλοπολυβόλο Bren (Μπρέν) και προωθείται στον ανεξάρτητο λόχο Κρητών, μαζί με αρκετούς συνεπαρχιώτες του από τη Νίθαυρη, το Άνω Μέρος, το Αποδούλου, τον Πλάτανο, τη Λοχριά κλπ., στην πρώτη γραμμή σε απόσταση αναπνοής από τα Ιταλικά φυλάκια.

Οι Ιταλοί γνώριζαν ότι απέναντι τους ήταν Κρητικοί και γνωρίζοντας την ευαισθησία τους σε θέματα ηθικής τους φώναζαν με μεγάφωνα, για να τους σπάσουν το ηθικό, στα πλαίσια της προπαγάνδας και του ψυχολογικού πολέμου: «Κρητικοί φύγετε, μην ακούτε τι σας λένε, οι Εγγλέζοι είναι στην Κρήτη τώρα και γ….τις γυναίκες και τις κόρες σας».

Συμμετείχε σε μάχες και στο χαλασμό του πολέμου, είδε συγχωριανούς του και συστρατιώτες του, αλλά και Ιταλούς σκοτωμένους, διαλυμένους, παραμορφωμένους. Έζησε όλη τη φρίκη του πολέμου, αλλά και το μεγαλείο της θυσίας και του χρέους για την πατρίδα και τη λευτεριά, που τόσες γενεές προγόνων του πριν απ’ αυτόν είχαν επιτελέσει. Έζησε με αντρειωμένους, που στη φωτιά της μάχης δεν λογάριαζαν τη ζωή

τους και συνειδητά ριψοκινδύνευαν προκαλώντας με την τόλμη τους τον ίδιο το θάνατο.

Είδε το λοχαγό του Σγουρό να βγαίνει από το χαράκωμα μέσα στο θανατηφόρο κροτάλισμα των πολυβόλων του εχθρού και να στέκεται όρθιος.

-Μπές μέσα λοχαγέ γιατί καμιά ώρα θα σε σέρνω από τη ποδάρα σου σε κανένα λάκκο και είσαι και βαρύς και δε θα σέρνεσαι, του φώναζε.

-Μωρέ Καλόγερε η σφαίρα όταν βγαίνει από το εργοστάσιο γράφει πάνω για ποιον είναι και άμα γράφει το όνομα σου, ότι και να κάνεις δε γλιτώνεις, θα σε βρει όπου και νάσε.

-Πρόσεχε εσύ και ας γράφει αυτή ότι θέλει. Εμένα μου αρέσουν οι παλικαριές του λέω μα όταν χρειάζονται, αλλιώς είναι κουζουλάδες. Τα παλικάρια πρέπει να προσέχουν όχι να σκοτώνονται χωρίς λόγω, γιατί η πατρίδα τάχει ανάγκη. Να κάνεις την παλικαριά μα να ζεις όχι να πεθάνεις χωρίς λόγο.

Σε μια μάχη ήμουν πεσμένος πίσω από ένα χαράκι. Οι Ιταλοί με είχαν επισημάνει και δεν με άφηναν να κουνηθώ καθόλου. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή πάνω στο χαράκι και δίπλα μου. Ποιός κερατάς, λέω στο διπλανό μου, μωρέ Γιώργη μου βάνει, μπάς και με χτυπά δικός μας. Ξάνοιξε επαέ ήντα γίνεται. Κουνώ λίγο το κράνος μου, βροχή πάλι οι σφαίρες. Άμε διάολε σκάσε λέω και ήντα γίνεται. Κάτσε ετά μου λέει ο Γιώργης μέχρι να δούμε ήντα θα γίνει γιατί σ’έχουν επισημάνει οι Ιταλοί. Όταν σε λίγο οι δικοί μας τους αρχίζουν ομαδικά πυρά βρίσκω το χρόνο και μ’ένα σάλτο πέφτω στο χαράκωμα και γλίτωσα.

Είδε το χέρι του Θεού πολλές φορές να τον προστατεύει:

-Πήγαινε μωρέ Καλόγερε στο παρατηρητήριο σήμερα, που έχεις και γερά μάτια, να δεις τι κάνουν οι Ιταλοί.

-Λοχία κάθε μέρα θα πηγαίνω εγώ; Βαρέθηκα να πάει και κανένας άλλος.

-Γιώργη πήγαινε εσύ γιατί ο Καλόγερος έχει τα μπουριά του σήμερα, λέει τότε ο λοχίας.

Σηκώνεται ο Γιώργης και ετοιμάζει την εξάρτηση βάζει τις αρβήλες του, παίρνει τις μπαλάσκες με τις σφαίρες…

Τότε διηγείται ο Καλογεροστελιανός σαν νάκουσα μια φωνή μέσα μου, στα αυτιά μου δεν κατάλαβα, να μου λέει: Καλιά σου είναι να πας. Και ξαφνιασμένος λέω ας το μωρέ Γιώργη εγώ θα πάω. -Εγώ ντύθηκα τώρα άς το.

-Δεν πειράζει άλλη φορά θα πας εσύ, του λέω. Παίρνω την εξάρτηση και φεύγω. Δεν προλαβαίνω να απομακρυνθώ στα 300 μέτρα και μια οβίδα όλμου πέφτει στο χαράκωμα τις ομάδας μου και δε μένει κανείς. Γυρίζω και τι να δω! Κομματιασμένα τα σώματα των φίλων μου, χέρια, πόδια, κεφάλια, σάρκες σκόρπιες, αίματα και μυαλά. Συγκλονίστηκα βλέποντας κομμάτια αυτούς που πριν λίγο κουβέντιαζα και αστειευόμουν. Τότε σκοτώθηκαν ο Κουτελιδάκης από το Γερακάρη και ο Γενεράλης. Ο Λοχίας Γενεράλης Μιχάλης γλίτωσε γιατί ήταν έξω από το χαράκωμα και τον σκότωσαν αργότερα οι Γερμανοί. Η φρίκη του πολέμου σ’ όλο της το μεγαλείο.

Άλλη φορά ξαφνικά χωρίς να το αντιληφθούμε, πρόβαλαν οι Ιταλοί στα εκατό μέτρα μπροστά μας. Βάρα Καλόγερε φωνάζει ο λοχαγός. Σφίγγει το οπλοπολυβόλο και αρχίζει να ξερνά φωτιά και θάνατο. Άναψαν τα αίματά του, ξανάρθαν τα νιάτα του, αναστήθηκαν μέσα του όλοι οι πρόγονοί του που πολέμησαν την Τουρκιά και σκοτώθηκαν. Στα μπράτσα του στα πόδια του στην ψυχή του μια παμπάλαιη δύναμη τρομερή και ακατάλυτη.

Το αετίσιο μάτι του παγάνιζε τους Ιταλούς. Και κάθε που έβλεπε ένα κεφάλι να σηκώνεται τού ριχνε κατά κούτελα. Κακή δουλειά ναι αυτή να σκοτώνεις ανθρώπους ας είναι και οι εχθροί σου συλλογίζονταν. Μα δε φταίμε εμείς τη λευτεριά μας θέμε. Κακή δουλειά ο πόλεμος, έστω και αν σκοτώνεις Ιταλούς ψυχή έχουν κι αυτοί, μάνα τους γέννησε κοπέλια έχουν σα και μένα και τους περιμένουν, μα τι να κάνουμε που ήρθαν να μας σκλαβώσουν. Στη συνείδησή του κυριαρχούσε, αν και ως ολιγογράμματος δεν το γνώριζε, το «είμαστε καταδικασμένοι, υποχρεωμένοι, να είμαστε ελεύθεροι» του Γάλλου φιλοσόφου Satre.

Άλλη φορά μέσα από το χαράκωμα βλέπουμε στην απέναντι πλαγιά τους Ιταλούς να ανεβαίνουν. Σημαδεύω με το Μπρέν και ρίχνω ριπές. Πέφτουν μερικοί και ένας με γρήγορο

ζάλο ανέβαινε πάλι. Σφίγγω πιο δυνατά πάνω μου το οπλοπολυβόλο για να σταθεροποιηθεί καλύτερα και στοχεύω σταθερά. Μόλις σηκώθηκε για να προχωρήσει ρίχνω τη ριπή και τον βλέπω να πέφτει κάτω, χωρίς να σηκώνεται πάλι. Ο Θεός να συγχωρέσει κ’ αυτόν τον κακομοίρη και μένα είπα μέσα μου, σήμερα αυτός αύριο εγώ, αν και κατά πως λένε τα βιβλία ο σκοτωμός στο πόλεμο φόνος δε λογάται, γιατί η λευτεριά τ’ ανθρώπου αξίζει πιο πολύ απ’ τη ζωή του κατακτητή.

Δίπλα του πολεμούσε τραυματισμένος ο Μανώλης. Δεμένο ήταν το κεφάλι του, χάρβαλο από τα τραύματα, οι πληγές δεν πραγάλιαζαν μήτε και σταματούσαν τα αίματα και αυτός συνέχιζε να πολεμά. Τα γένια του είχαν κατακοκκινίσει και έσταζαν. Μα είχε γονατίσει στην τουφεκίστρα του με την ψυχή στο στόμα μέχρι τέλους. Αθάνατη ράτσα, ηρωική, στο DNΑ σου φέρνεις την αγωνιστικότητα, αιώνες τώρα, η ίδια πάντα.

Μερικοί σκότωναν Ιταλούς αιχμαλώτους, παρά τις διαταγές.

Τους αιχμαλώτους πάντα τους σεβόμουν και τους προστάτευα. Μου έδωσαν μια μέρα ένα αιχμάλωτο Ιταλό να τον γυρίσω πίσω στο Σύνταγμα. Προχωρούσαμε από χαράκωμα σε χαράκωμα γιατί βομβάρδιζαν οι Ιταλοί. Κάποια στιγμή τον χάνω από δίπλα μου κοιτάζω και τον τραβούσαν οι δικοί μας πιο πέρα να τον σφάξουν. Μόλις με είδε ο κακομοίρης μου φώναζε στη γλώσσα της ράτσας του γιατί καταλάβαινε τον κίνδυνο. Είχαμε και μεις τέτοιους δεν είμαστε αγγελούδια. Πετάγομαι έξω από το χαράκωμα και τρέχω προς το μέρος του. Γυρίζω το οπλοπολυβόλο πάνω τους και φωνάζω αφήστε τον μωρέ. Αν θέλετε να σκοτώσετε Ιταλούς να πάτε στη πρώτη γραμμή και όχι να κάθεστε στα μετόπισθεν και να σκοτώνετε αιχμαλώτους. Πάρ’ όλο το μεγαλείο του έπους του 40 είχαμε και εμείς ανέντιμους όπως σ’ όλους τους στρατούς.

Άλλοτε είχαμε ανακαταλάβει μετά από μάχη το ύψωμα της Σπαθάρας, και προχωρούσαμε με το λοχαγό για να δούμε για τραυματίες. Τότε ένας τραυματίας Ιταλός πετάγεται από ένα σκίνο με τα χέρια ψηλά να παραδοθεί μόλις είδε τον αξιωματικό. Τότε ο συστρατιώτης μου και κοντοχωριανός μου ο Κ…σηκώνει

το τουφέκι του και τον πυροβολεί. Μία, δύο, τρεις φορές. Έβλεπα τις σφαίρες να μπαίνουν στο κορμί του και τον λυπήθηκα, βλέποντας τον να πέφτει νεκρός. Ο λοχαγός τον κατσαδιάζει. Γιατί τόκανες αυτό του λέει; Πού ξέρεις τι μυστικά του εχθρού μπορούσαμε να μάθουμε απ’ αυτόν;

-Εδά θα τον μαρτεύω (κρατώ για πάχυνση) απαντά εκείνος.

-Τέλειωσε ο πόλεμος και γυρίζουμε πίσω. Μετά από χρόνια παίρνει φωτιά το σπίτι του και του καίγονται μέσα δυό γιοι του. Σκέφτηκα. Τώρα πληρώνει για τον Ιταλό αιχμάλωτο που σκότωσε. Θεία δίκη; δεν ξέρω.

Κάνανε τέτοια οι δικοί μας στους αιχμαλώτους και το ήξεραν οι Ιταλοί και δεν παραδιδόταν, αλλιώς θα λιποταχτούσαν σε μας πολλοί περισσότεροι. Και στο πόλεμο όταν σκοτώσεις αιχμάλωτο ή χωρίς λόγο, έξω από τη μάχη είσαι φονιάς και όχι αντρειωμένος και ήρωας. Στον πόλεμο ούτε όλα επιτρέπονται ούτε όλα είναι ηθικά, δίκαια, έντιμα, έστω και αν δεν τιμωρήσαι.

Τους σκοτωμένους Ιταλούς και δικούς μας τους έψαχναν τους ξεψείριζαν για ρολόγια και δαχτυλίδια. Εγώ δεν το έκανα γιατί το θεωρούσα γρουσουζιά, επειδή έλεγαν πως όποιος πάρει αντικείμενο σκοτωμένου σκοτώνεται και αυτός.

Μωρέ Στελιανέ μου λέει μετά από μια μάχη ο Τζίτζικας ο Γιώργης(Ζούλης), από το Άνω Μέρος, ξεψείρισες τους σκοτωμένους Ιταλούς; -Όχι του λέω γιατί κάνουν κακό αποδοσούδι. -Ναι καλά, μπουνταλές. Ψάχνει ένα σκοτωμένο Ιταλό. Φορούσε δακτυλίδι, δεν έβγαινε, του κόβει το δάκτυλο και το παίρνει.

Τη νύχτα μαζευόμαστε στη σκηνή ανάβαμε φωτιά για να ζεσταθούμε, λέγαμε ιστορίες για να γελάσουμε να περάσει η ώρα. Στη σκοπιά πάνω στα χιόνια πάντα κινιούμουν για να μη πάθω κρυοπαγήματα και μου κόψουν τα πόδια, όπως σε τόσους άλλους και δόξα το Θεό τη γλύτωσα και από τις σφαίρες και από το κρύο.

Βέβαια υπήρχαν στρατιώτες που πήγαν στην Αλβανία και ούτε Ιταλό είδαν ούτε τουφεκιά έριξαν, όπως μου έλεγαν, γιατί ήταν λόγω της ειδικότητάς τους στα μετόπισθεν (νοσοκόμοι,

ιπποκόμοι) κ.λ.π. Πρόσφεραν βέβαια έμμεσα, γιατί και αυτοί είναι απαραίτητοι.

Θυμούμαι τη περίφημη εαρινή επίθεση του Μουσουλίνι που έγινε χαλασμός από τους βομβαρδισμούς, που σκεφτόσουν το τέλος του κόσμου γίνεται.

Δύσκολες ώρες που ο άνθρωπος χρειάζεται πίστη, δύναμη, περηφάνια για να μη ξεπέσει. Στη φρίκη της μάχης άκουγα πολλές φορές τους στρατιώτες να επικαλούνται και να ζητούν τη βοήθεια ο καθένας του Αγίου του Χωριού του και του ονόματός του: Άγιε Γιώργη φύλαξέ με, Άγιε Δημήτρη μου βοήθα με να γλιτώσω και έχω κοπέλια μικρά, Αγία μου Παρασκευή προστάτεψέ με. Άκουσα άλλους να λένε πως είδαν την Παναγία με μαύρα σα καλόγρια ντυμένη.

Αλήθεια από πού η τόση αντρειοσύνη και χαρά μπρος το θάνατο, που έζησαν εκεί στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας; Από πού αυτή η ακατάλυτη δίψα, δύναμη της ζωής, το ηρωικό και άφοβο χαμόγελο μπρος στον κίνδυνο και το θάνατο;

Είχαν φιλιώσει ο χάρος και η ψυχή και έπαιζαν μαζί σαν μικρά κοπέλια.

Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης M.A., Ph.D

Αριθμός Προβολών: 159