Του Άρη Κουτάκη

 

Φθινόπωρο του 2013 ήτανε. Τα δυο τσουβάλια με καρπό Ζέας, που οι άνθρωποι της ΑΜΑΡΙ ΑΕ ΟΤΑ εξασφάλισαν, σπάρθηκαν με σεβασμό και περισσή συγκίνηση στο φρεσκοοργωμένο χωράφι στον Αγροτουριστικό Πολυχώρο Πάνακρον, εκεί στην Σχολή Ασωμάτων Αμαρίου, στο ΙΕΡΟ ΑΜΑΡΙΟΝ ΑΛΣΟΣ του Κρηταγενούς Διός.                                                                                 

Ο ιερός σπόρος της Ζέας, του πανάρχαιου αυτού σταριού της Κρήτης, του πανάρχαιου αυτού καρπού των Ελλήνων, χώθηκε βαθειά στην αιματοποτισμένη γη της Σχολής Ασωμάτων, που το 1272 κατακοκκίνισε από το άλικο αίμα της πνιγμένης στο αίμα «Επανάστασης των δυο Συβρίτων» που με αρχηγούς τους Αμαριώτες αδελφούς  Γεώργιο και Θεόδωρο Χορτάτζη, είχε και αυτή το άδοξό της τέλος…                                                               

Στην αρχή, η Μάνα Αμάρια Γη παραξενεύτηκε :ποιος είναι αυτός ο σπόρος που μπήκε ξαφνικά στα σπλάχνα της; Από πού ήρθε; Και τι θέλει; Ξένος της φαινόταν. Ξένος και άγνωστος… Μα σαν εκατακάθισε από το όργωμα το αγιασμένο χώμα και πήρε και ο νιος καρπός την θέση του στην μυρισμένη αγκαλιά του, γύρισε κατά την Μάνα Γη :  -Μάνα, Μάνα, δε με γνωρίζεις; Δεν με θυμάσαι Μάνα; Κοπέλι σου είμαι Μάνα. Η Ζέα είμαι… Ναι, η Ζέα σου. Το δικό σου στάρι…

    Μέχρι πριν από 90 τόσα χρόνια, φύτρωνα και στα δικά σου σπλάχνα, εδώ στου Αμαριού τσι τόπους. Μα μ’ απαγόρεψαν το 1928 με νόμους, κάποιοι που εκτελούσανε ξένες εντολές… Θυμάσαι Μάνα; Τότε με το «Σκάνδαλο των αλεύρων»; Κι ύστερα, όταν έφευγαν οι Γερμανοί το ΄44, ό,τι είχενε απομείνει απ’ το σόι μου, το μάζεψαν κι αυτοί. Τυχαία Μάνα ήτανε όλα ετούτα; Τυχαία; Κι εδά ξαναγυρνώ στα μέρη μου. Εδώ που πρωτομεγάλωσα. Εδώ που πρωτόθρεψα ανθρώπους. Εδώ που με ύμνησαν και μ’ αγαπήσαν οι ανθρώποι. Εδώ που η θεά μας η Δήμητρα γύριζε τα βράδια στις βαρυχειμωνιές και μ’ ένα φαναράκι κρατούσενε ζεστούς τους σπαρμένους αγρούς, για να μην παγώσωμενε και να μπορέσουμε να βλαστήσωμενε ξανά την Άνοιξη. Θυμάσαι Μάνα; Επέστρεψα  λοιπόν εδώ. Στον τόπο μου. Εδώ που συνήθιζαν οι άνθρωποι του τόπου να οργώνουν τρείς φορές τα χωράφια τους και να σμίγουνε με τις γυναίκες τους μέσα στη φρεσκοκαωμένη αυλακιά στο τρείς φορές οργωμένο χωράφι, για να καρπίσει καλύτερα η γη. Εσύ Μάνα, τις θυμάσαι Μάνα ετούτες τις γονιμικές ιερουργίες; Πάνω στο χώμα σου γινόταν… Τις ξέχασες; Μάνα, Μάνα μ΄ακούς;   Σώπαινε η Μάνα Αμαριώτικη Γη όση ώρα μιλούσε ο καρπός.  Σώπαινε και δε μιλούσε. Μόνο τα δάκρυα τζη ετρέχανε στο χώμα, που το πότιζαν, το πότιζαν και το μούσκευαν…                                                                      

– Συμπάθα με παιδί μου. Χρόνια ΄χω να σε δω από τότες που μας χωρίσανε άθελά μας, και κόντεψα να σε ξεχάσω. Καλώς όρισες στον τόπο σου παιδί μου. Καλώς όρισες…   Αυτά μπόρεσε μόνο να ψελλίσει κι αποκοιμήθηκε αποκαμωμένη από το όργωμα, παίρνοντας και τον καρπό της Ζέας στην αγκαλιά της. Μα φαίνεται πως τούτος ο ύπνος, εκράτησε πολύ. Ενενήντα χρόνια άλλωστε κράτησε και τούτος ο ξεχωρισμός. Και τώρα, δεν εχόρταινενε ο ένας την αγκαλιά του άλλου…           Κι έτσι, περνούσανε οι μέρες κι οι βδομάδες. Κι ο γλυκός ύπνος της Ζέας, στην αγκαλιά της Μάνας Αμάριας Γης, συνεχιζόταν… 

–  Δε φυτρώνει η Ζέα, δε φυτρώνει… λέγαν και ξαναλέγαν ανήσυχοι οι άνθρωποι της Αμάρι ΑΕ ΟΤΑ βλέποντας να περνά ο καιρός και να ζορίζεται να βλαστήσει ο καρπός. Και τους έπαιρνε η στεναχώρια… Άκουσε μια μέρα τον καημό τους ο αγαπημένος θεός του τόπου, ο Πάνας, που κατέβηκε απ΄το σπηλιάρι του στο Πλατανιανό αόρι, στα Παν-ακραία Όρη της Αμαριώτικης πλευράς του Ψηλορείτη, καθώς κατηφόριζε προς τις όχθες του Λυγιώτη ποταμού, να κόψει πάλι καλάμια για τους αυλούς του…    Άκουσαν τα παράπονα κι η Σύριγγα με την Ηχώ που τον συνόδευαν και βάλθηκαν να το διαλαλούν πέρα και δώθε. Τ’ άκουσε κι ο Έρμής, αγαπημένος και λατρεμένος κι αυτός θεός του τόπου και μια και δυο, το αναγγέλει και στους άλλους θεούς. Ως τ’ άκουσε ο Δίας, αγκούσεψε.  Θυμήθηκε την λατρεία των ανθρώπων του τόπου στο όνομα του, που τον λάτρεψαν σαν ΑΜΑΡΙΟ (ΑΘΑΝΑΤΟ) θυμήθηκε τον Χρυσό Θρόνο (Θρόνος και το σημερινό χωριό) που τουχαν στήσει στην κορυφή του λόφου Κεφάλα στην Σύβριτο, για να θωρεί το ΑΜΑΡΙΟΝ ΑΛΣΟΣ του ( την κοιλάδα του Αμαρίου) και να ξεκουράζεται, θυμήθηκε τα μπάνια του στον Λυγιώτη ποταμό που διαρρέει την κοιλάδα του Αμαρίου, θυμήθηκε τους έρωτες του κάτω απ’ τον πανάρχαιο Πλάτανο στα μέρη της Πανάκρας (σήμερα, χωριό Μοναστηράκι Αμαρίου) του Πλατάνου που ευλόγησε ναναι αειθαλής, θυμήθηκε τις μαντινάδες που και σήμερα βγάζουν γιαυτόν οι άνθρωποι του τόπου,

Θρόνο Χρυσό στη Σύβριτο                            Εις το Λυγιώτη επλένουσουν

σου’χανε καμωμένο,                                       στο Θρόνος κατοικούσες,  

τ’ ΑΜΑΡΙΟ ΑΛΣΟΣ να θωρείς                         στον πλάτανο του Πάνακρου

που’χες ευλογημένο,                                       την Ήρα εφιλούσες,

κι είπενε, «πράμα πρέπει να κάμω για τον τόπο μου…» Και σαν «ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ» που είναι κι έχει εξουσία απόλυτη στα σύννεφα και σαν «ΥΕΤΙΟΣ» θεός δηλ. του ΥΕΤΟΥ, της βροχής, έδωσε εντολή κι ανοίξανε τα τουλούμια τ’ Αμαριώτικου ουρανού.  Κι επέφτανε τα ευλογημένα θεϊκά ψιμόνερα στην ΑΜΑΡΙΑ ΓΗ και μια και δυο και τρείς φορές και σμίγανε με την Μάνα Γη και τον ευλογημένο καρπό της Ζέας που’ κρυβε στα σπλάχνα της, που πήρε τα πάνω του και θέριεψε και έπαιρνε μπόι και ζωή…                                                                                                                                            

  – Εξεπετάχθηκενε η Ζέα, εθέριεψενε, λέγανε οι άνθρωποι της ΑΜΑΡΙ ΑΕ ΟΤΑ και δεν επιστεύανε στα μάθια τους…   Περάσανε οι μήνες Απρίλης, Μάης κι ήρθε και φούντωσε το φυτό κι άρχισενε και μέστωνενε και θέριευενε κι εμεγάλωνενε και σύνωρα έπαιρνε και ΄να χρώμα κοκκινωπό, πυρόχρου. Το καμαρώνανενε οι περάτες και οι επισκέπτες και μείς το δείχναμε στις ξεναγήσεις μας και καμαρώναμε :   Κι εδώ είναι η Ζέα μας, το πανάρχαιο στάρι μας. Αυτό που στέλνονταν απ’ τους Μινωίτες σ’ όλη τη Μεσόγειο. Το λιμάνι της Ζέας στην Αττική, απ’ αυτήν πήρε το όνομά της. Εκεί την ξεφόρτωναν. Ο καρπός της, με την λυσίνη που περιέχει, ενεργοποιεί τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου και κάνει τον άνθρωπο πιο έξυπνο, δραστήριο, δημιουργικό. Γιαυτό κι οι Μινωίτες μεγαλούργησαν κι έφτιαξαν έναν πολιτισμό, που δικαίως χαρακτηρίσθηκε ως «ο πιο κλασσικός πολιτισμός της Αρχαιότητας». Αυτός ο πολιτισμός πρωτογέννησε τους θεούς, τις τέχνες, την γραφή, τον τροχό, το πρώτο πέταγμα του ανθρώπου, το πρώτο θέατρο, ό,τι έχει να κάνει τέλος πάντων με την πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου.  Που αλλού αλήθεια, σε ποιο άλλο μέρος της Γης γεννήθηκαν όλα ετούτα;   Και να μην ξεχνάμε, πως

Στην Κρήτη όντε ν’ εβάφονταν

Μινωικές κολώνες,

χιλιάδες χρόνια πέρασαν

να κτίσουν Παρθενώνες…

Κι επειδή από τότε υπήρχε το μίσος του Σκότους ενάντια στο Φως και από τότε τα σκοτεινά σχέδια των Ερεβαίων σχεδιάζονταν υποχθόνια κατά του Ελληνισμού (… «και έσται Κρήτη νομή ποιμνίων και μάνδρα προβάτων …»Σοφονίας Β’56 και άλλα πολλά … ) γι αυτό και απαγόρευσαν την Ζέα με νόμο!!!     Σήμερα βέβαια, τα παπαγαλάκια του συστήματος, έχουν αναλάβει να τα αμφισβητούν όλα ετούτα, μια και από χρόνια έχουν αναλάβει να εκτελούν υποδειγματικά κάθε «διατεταγμένην υπηρεσίαν» που τους ανατίθεται…   Κι ο Κρητικός λαός, που για ψύλλου πήδημα ξεκινούσε κάθε ντις και λίγο μια επανάσταση, απ’ το ξεκίνημα κιόλας της Ενετοκρατίας ( τότε που οι εξαθλιωμένοι κι απολίτιστοι πρόγονοι του Πάγκαλου κατέβαιναν μπουλούκια σαν Αρβανίτικα (Αλβανικά) φύλλα στην Δυτική Αττική και όχι μόνο και μεις ξεγελαστήκαμε με το δήθεν «ομότροπον» «ομόαιμον» και «ομόγγλωσσον» !!!) ο Κρητικός λοιπόν λαός σήμερα και με τα βρωμόσταρα αλλά και μ’ όλα τ’ άλλα που μας ταΐζουν που ΄ναι τίγκα στην γλουτένη που νεκρώνει ή αδρανοποιεί τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου, φθάσαμε να ανεχόμαστε να μολύνουν τον αέρα μας με τα ψεκάσματα τους, να σκοτώνουν την φύση μας, να μολύνουν τις θάλασσες μας με τα χημικά τους, να καταστρέφουν την ζωή μας με τα μνημόνια τους, που οι «Έλληνες» (Έλληνες, ποιοι Έλληνες;) απόγονοι κοτζαμπάσηδων, ταγματασφαλιτών, κουκουλοφόρων, πουλημένων Γερμανοτσολιάδων και Μάηδων μας επέβαλαν με το έτσι θέλω και που έχουν κάνει την Κρήτη να πρωτοστατεί πανελληνίως με 660 αυτοκτονίες μέχρι στιγμής, στα τρία χρόνια εφαρμογής του Μνημονίου – Μνημοσύνου… Ποιος η Κρήτη. Ο πιο περήφανος λαός του κόσμου ν’ αυτοκτονεί…  Αυτά και άλλα πολλά λέγαμε στις ξεναγήσεις μας εκεί στον Αγροτουριστικό Πολυχώρο Πάνακρον, στο χώρο που η Ζέα θέριευε εντωμεταξύ και εμεγάλωνε, γέμιζε καρπούς και περίμενε υπομονετικά το θερισμό της.   Και μια μέρα που πέρναγε απ’ τον τόπο η θεά Δίκτυνα, προστάτης των αγριμιών και της φύσης, και που λατρεύτηκε κι αυτή έντονα στην περιοχή, είδε την Ζέα να φουντώνει κι έδωσε εντολή στα πετούμενα του τόπου. :  « Να μην αγγίξετε τούτο το στάρι, γιατί ΄ναι ιερό. Σπόρο του να μην φάτε. Αλλού πετάτε… » τους είπε κι αυτά την άκουσαν και σεβάστηκαν την πεθυμιά της…  Οι μέρες πέρασαν, μπήκε ο αλωνάρης μήνας. Λυγίζανε τώρα οι κλάδοι από τον καρπό και κατακοκκίνησε ο τόπος. Βγήκε βουλή για θέρισμα:                                         

  – Ώρα να θερίσουμε τη Ζέα μας. Εμέστωσε καλά. Ώρα τζη είναι…   Στις τρείς του Ιούλη, ο Στεφανής από τον Φουρφουρά με την θεριζοαλωνιστική του μηχανή, ξεκίνησε. Γέμιζαν καρπό τα τσουβάλια κι απλώθηκαν ένα γύρω τα χαμόγελα μαζί με την συγκίνηση…                                                               

– Ετούτο να το είδος είναι η καλύτερη Ζέα, μας λέει ο Στεφανής πουχει καλή γνώση του πράγματος. Είναι κι άλλες, μα τούτη είναι η καλή…                                       

  – Φαίνεται πως εξαναβρήκε τον τόπο τζη. Και τσ’ άρεσε νε… Λέει ο Δημήτρης απ’ το Πετροχώρι , που συνεχίζει : Τούτο να το στάρι, εφύτρωνε αμοναχό ντου στα χωράφια, μόνο ντου μέσα στ’ άλλα. Εγώ κι οι παλιοί στο Πετροχώρι, το θυμούμαστονε… (Ήταν ό,τι καρπός είχε απομείνει από παλιά στα Αμαριώτικα χωράφια. Ό,τι καρπός απόμεινε απ’ τους νόμους, τις απαγορεύσεις και τις αρπαγές, που διάφορα και κατά καιρούς λαμόγια της εξουσίας και κατακτητές (ποια η διαφορά τους;) προσπάθησαν να εξαφανίσουν από την Κρητική Γη…)  Και τα τσουβάλια γέμιζαν, γέμιζαν, γέμιζαν….   Κι εμείς, εκεί κάτω απ’ τους αιωνόβιους δρυγιάδες, είδαμε έκπληκτοι τα δυο τσουβάλια Ζέα πούχαμε σπείρει , να μας δίνουν 42 τσουβάλια καρπό.!!! Τα 70 κιλά, να μας δίνουν σχεδόν 1300!!! Δεκαπενταπλασιασμός  και βάλε…  Τα δύο δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλα, θαμπώσανε τα μάτια μας και κει μέσα στο σύθαμπο τους, σαν να διακρίναμε θαρρώ μια γυναικεία μορφή να στέκεται απόμακρα και να ευλογεί.: η θεά Δήμητρα κρατούσε απ’ το χέρι της τον Πλούτο, τον μικρό γιό, που με την καλλιέργεια της Γης, μοιράζει στους ανθρώπους τον πλούτο της σοδειάς κι’ όλα του κόσμου τ’ αγαθά…     Τζιτζίκοι και πουλιά είχανε στήσει μια θεϊκή μουσική και δυο μορφές, η Σύριγγα και η Ηχώ επέρνανε τον ήχο της και τον διαλαλούσαν.. Πιο πέρα, ο Πάνας είχε στήσει τρελό χορό με τις ΝΗΡΗΙΔΕΣ- ΝΕΡΑΙΔΕΣ του, με τους αυλούς του καμωμένους απ’ τα καλάμια του Λυγιώτη ποταμού, ενώ πιο πέρα στέκονταν αυστηρή η ΔΙΚΤΥΝΑ με την φαρέτρα και με τα βέλη της στον ώμο… Στον ουρανό, μαζώχτηκαν ξαφνικά σύννεφα, που πύκνωσαν και μια μορφή ενός σεβάσμιου Γέροντα ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗ με μακριά γενειάδα, παρατηρούσε αυστηρά, σείοντας τα φύλλα των Δρυγιάδων, στέλνοντας κι αυτός την δική του ευνοϊκή ΔΙΟΣΉΜΙΑ…  Από μια οπή που σχηματίστηκε μέσα στα πυκνά σύννεφα, ο ΕΚΑΤΗΒΟΛΟΣ Φοίβος, ο Κρητικός ΠΑΙΑΩΝ, ξετρύπωνε τις ακτίνες του και φώτιζε τον τόπο…  Κι από την Μάνα Γη, μια βαριά ανάσα, καυτή, έβγαινε από το χώμα και η φωνή της ΔΗΜΗΤΡΑΣ Θεάς από απέναντι που στέκονταν, ακούστηκε να λέει :                  

– Η Γη η κόρη μου, εγεννοκάρπησε… Εγέννησε το σπόρο που της σπείρατε και σας τον παραδίνει πληθιασμένο… Εμείς εκάμαμε το χρέος μας… Κάμετε δα το εδικό σας χρέος :                                                                                                                                             

  ΔΩΣΤΕ ΚΙ ΑΛΛΟΥ ΝΑ ΣΠΕΙΡΟΥΝ ΚΙ ΑΛΛΟΙ….

Αριθμός Προβολών: 2