
Ι.Η Κρητική Επανάσταση του 1866-1869 υπήρξε από τις πιο σημαντικές σε μια σειρά επαναστάσεων τον 19ο αιώνα στην Κρήτη ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, και ήταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Παρ’ ότι η ίδια η επανάσταση δεν στέφθηκε με επιτυχία, το γεγονός της ανατίναξης της Μονής Αρκαδίου (9 Νοεμβρίου 1866), που προκάλεσε τον θάνατο 300 περίπου πολιορκημένων και 700 αμάχων, είχε μεγάλο αντίκτυπο στη διεθνή κοινή γνώμη. Η Επανάσταση του 66 αποτελούσε κεφάλαιο του κρητικού ζητήματος, το οποίο ήταν ζήτημα εθνικό. Ανήκει σε μία φάση του ανατολικού ζητήματος που χαρακτηρίζεται από τις συνέπειες του κριμαϊκού πολέμου και της συνθήκης των Παρισίων του 1856, με την οποία ο πόλεμος αυτός τερματίστηκε. Στα 1866 η ηττημένη στον κριμαϊκό πόλεμο Ρωσία παρουσιάζεται ως υποστηρικτής των Χριστιανών της Κρήτης, τους οποίους υποκίνησε σε επανάσταση με τους εκεί πράκτορές της, τον πρόξενο Σπυρίδωνα Δενδρινό στα Χανιά και τον υποπρόξενό της στο Ηράκλειο Ιωάννη Μητσοτάκη.
H βαριά φορολογία και η καταπίεση που υφίσταντο οι Κρητικοί Χριστιανοί από την Οθωμανική εξουσία, προκάλεσαν την επανάσταση του 1866-1869. Η επιβολή των φόρων ήταν αντίθετη από τις διατάξεις του Φιρμανίου του 1858. Άλλες αφορμές για δυσαρέσκεια είχε δημιουργήσει η κακοδιοίκηση του Γενικού Διοικητή Ισμαήλ Πασά. H στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ήθελαν τη διατήρηση του status quo στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και η αδυναμία του Ελληνικού κράτους να ενισχύσει ουσιαστικά τους εξεγερμένους, αποτέλεσαν τους κυριότερους λόγους για τους οποίους η επανάσταση έληξε το 1869. Μετά το τέλος της, ένας νέος διοικητικός κανονισμός (ο Οργανικός Νόμος) εφαρμόστηκε στο νησί. Επρόκειτο για ένα καθεστώς υποτυπώδους ημιαυτονομίας, και σύμφωνα με αυτό η Κρήτη θα αποτελούσε ένα βιλαέτι (διοικητική επαρχία) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούμενο από το βαλή, που διοριζόταν από τον σουλτάνο.
Tο έναυσμα για την έκρηξη της μεγάλης Κρητικής επανάστασης του 1866 – 1869 έδωσε η μη εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων του Αυτοκρατορικού διατάγματος Χάττι Χουμαγιούν στο νησί. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα άρχισαν αμέσως να χωρίζονται από αμοιβαίο φόβο. Οι Μουσουλμάνοι κλείνονταν στα κάστρα, οι Χριστιανοί αποσύρονταν στα βουνά, μακριά από τον κίνδυνο των σφαγών. Σε όλο το νησί άρχισαν να γίνονται ένοπλες συναθροίσεις και να συγκροτούνται επαναστατικά σώματα.
Οι επαναστάτες, ήδη συγκροτημένοι σε «Γενική Συνέλευση των Κρητών», συγκεντρώθηκαν στου Ασκύφου Σφακιών, όπου στις 21 Αυγούστου του 1866 ψήφισαν την κατάλυση της Τουρκικής εξουσίας. Ακολούθησε η πλέον επίμονη και αιματηρή από όλες τις Επαναστάσεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. Διήρκεσε περίπου τρία χρόνια και στο διάστημα αυτό δόθηκαν αρκετές αιματηρές μάχες: στο Βαφέ Αποκορώνου (12 Οκτωβρίου 1866), το Καστέλι Κισσάμου (20 Νοεμβρίου 1866), το Σαβουρέ Κυδωνιάς (30 Νοεμβρίου 1866), το Γερακάρι Αμαρίου (1 Φεβρουαρίου 1867), τα Περβόλια Κυδωνιάς (21 Μαρτίου 1867), την Τύλισο Μαλεβιζίου (7 Απριλίου 1867), το οροπέδιο Λασιθίου (20-30 Μαΐου 1867), τον Καλλικράτη και την Αράδαινα Σφακιών (26 Ιουνίου και 12 Ιουλίου 1867).[1]
ΙΙ. Από τα Ακούμια του Αγίου Βασιλείου (30 Ιανουαρίου 1867) ο τουρκικός στρατός θα κινηθεί προς το Αμάρι. Στο διάστημα 1-2 Φεβρουαρίου 1867 (Τετάρτη και Πέμπτη) ο τουρκικός στρατός θα επιτεθεί στα χωριά Γερακάρι και Μέρωνα στην επαρχία Αμαρίου. Οι Οθωμανοί περί τους τέσσερις χιλιάδες είχαν για αρχηγούς τους Σουλεϊμάν Πασά, τον Σαμπρή Πασά και τον Μεχμέτ Εμμίν Πασά. Την πρώτη ημέρα η μάχη κράτησε μέχρι το βράδυ ξεκινώντας από τα Μεσονήσια επεκτάθηκε στο Γερακάρι. Στο Γερακάρι οι χριστιανοί κατέλαβαν τις γύρω από το χωριό οχυρές θέσεις εγκαταλείποντας το χωριό. Ο οπλαρχηγός Γ. Δασκαλάκης, ο Μιχαήλ Κόρακας (1797-1882), ο αντιστράτηγος Πάνος Κορωναίος (1811-1899), ο ανθυπολοχαγός Σμολένσκη, ο καπετάν Κώνστας Τσάκωνας, ο υιός του αρχηγού των εθελοντών από το Ηράκλειο Δ. Πετροπουλάκη, ο οπλαρχηγός Δαγίνης και ο αρχηγός Γ. Ρωμανός κατέλαβαν τις θέσεις στους πρόποδες του όρους Κέντρους. Οι Οθωμανοί αρχικά προέταξαν το ιππικό και τον τακτικό στρατό υποστήριζαν δύο ορεινά πυροβόλα. Οι χριστιανοί δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους στο Γερακάρι, το οποίο τελικά πυρπόλησαν οι Οθωμανοί.[2] Οι Οθωμανοί παρά τις απώλειες που υπέστησαν με περίπου 100 νεκρούς συνέχισαν την προέλασή τους. Τη νύχτα υποχώρησαν προς το χωριό Μέρωνας. Οι χριστιανοί αιχμαλώτισαν 100 οθωμανούς, πήραν πέντε εχθρικές σημαίες και δύο κανόνια.[3]
Οι δυνάμεις των χριστιανών ανέρχονταν περίπου στους 1.000 άντρες από τους οποίους οι 600 ήταν Κρήτες και οι 400 εθελοντές.[4] Οι απώλειές τους ανήλθαν μόλις στους 9 νεκρούς.[5] Μετά τη μάχη γύρω από το Γερακάρι αποφασίστηκε να συμπτυχθούν λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων. Το χωριό Μέρωνας είχε ήδη εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι Οθωμανοί το λεηλάτησαν και το έκαψαν το πρωινό της 2ας Φεβρουαρίου 1867.[6] Εφορμώντας από αυτό οι Οθωμανοί έλαβαν θέσεις μάχης. Οι χριστιανοί με τον Κ. Σμολένσκη χτυπούσαν από τους λόφους πάνω από τον Μέρωνα. Την επόμενη ημέρα (3 Φεβρουαρίου 1867) οι δυνάμεις των χριστιανών υποχώρησαν προς την επαρχία Αγίου Βασιλείου με σκοπό να χτυπήσουν τους Τούρκους στα Σελιά. Χωρίς να συνάψουν μάχη οι χριστιανοί κινήθηκαν προς το χωριό Άνω Μέρος Αμαρίου με σκοπό να χτυπήσουν 300 ντόπιους Οθωμανούς που λεηλατούσαν την επαρχία. Στο χωριό Αποδούλου έγινε δίωρη μάχη με τον τουρκικό στρατό που έδρευε στο Τυμπάκι. Οι χριστιανοί θα υποχωρήσουν στο Φουρφουρά και ο τουρκικός στρατός θα λεηλατήσει το χωριό Αποδούλου (17 Φεβρουαρίου 1867).[7]
Για την εκστρατεία των Τούρκων τον Αύγουστο του 1867 στο Αμάρι θα στηριχτούμε στις αναφορές του υποπρόξενου της Ρωσίας στο Ρέθυμνο προς το Ρωσικό Προξενείο στα Χανιά και τον εκεί πρόξενο Σπυρίδωνα Δενδρινό. Ο Γεώργιος Σκουλούδης, υποπρόξενος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο, αντέκρουσε τις κατηγορίες των εγχωρίων αρχών και ορισμένων ξένων πρακτόρων για επαφές του με τους επαναστατημένους χριστιανούς και ζήτησε να διαβεβαιωθεί ο στρατηγός Ιγνάτιεφ ότι αυτές είναι αβάσιμες: μέχρι την έναρξη των εχθροπραξιών, η συμβουλή του ήταν οι χριστιανοί να αποφύγουν κάθε ανάμειξη προκειμένου να μην υποστούν τις συνέπειες˙ μολονότι συμπάσχει με τους χριστιανούς και διαφωνεί με τις απόψεις του απεσταλμένου της Υψηλής κ. Σάββα, η στάση του, χαρακτηρίζεται από «αυστηρή ουδετερότητα». Το γεγονός ότι το υποπροξενείο της Ρωσίας έγινε αποδέκτης των διαμαρτυριών της Συνέλευσης και των Προυχόντων εναντίον των Οθωμανών, δεν ευσταθεί ως κατηγορία καθώς το ίδιο έπραξαν και άλλα υποπροξενεία.[8]
Τον Ιούνιο του 1897 το Τμήμα Ρεθύμνου βρισκόταν «εν πλήρη αναρχία» καθώς ενέδρες και σποραδικοί φόνοι διενεργούνταν από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.[9] Στις 11 Αυγούστου 1868 ο οθωμανικός στρατός επιχείρησε νέα εκστρατεία στην επαρχία Αμαρίου, αλλά υποχώρησε την επόμενη μέρα. Σύμφωνα με πληροφορίες ο οθωμανικός στρατός δέχθηκε επίθεση από χριστιανούς φρουρούς στην είσοδο της επαρχίας, στη θέση «Πέτρας νερό». Μετά από μικρή συμπλοκή προχώρησε έως τα χωριά Μέρωνα και Γερακάρι, καίγοντας και αρπάζοντας ό, τι έβρισκε στην πορεία. Στην περιοχή δόθηκε μεγάλη μάχη, καθώς ο οθωμανικός στρατός βρέθηκε περικυκλωμένος. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν άγνωστες για το υποπροξενείο.[10]
Τον Αύγουστο ο οθωμανικός στρατός εισέβαλλε συνεχώς στις επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου συνεχίζοντας τις καταστροφές στα χωριά από τα οποία διερχόταν και αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να καταφεύγουν στα βουνά. Συγκεκριμένες πληροφορίες δεν ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν από το υποπροξενείο λόγω της απόστασης και του γεγονότος ότι οι Οθωμανοί τραυματίες δεν μεταφέρονταν πλέον στην πόλη αλλά στα φυλάκια. Πιθανολογούνταν ότι οι συγκρούσεις θα διαρκέσουν πολύ, με καταστροφικά αποτελέσματα για την άφθονη σοδειά των ελαιοδέντρων. Η τοπική διοίκηση ζήτησε από τους Αμαριώτες που βρίσκονταν στο Ρέθυμνο να γράψουν επιστολή προς τους συντοπίτες τους ζητώντας τους να παραδοθούν, χωρίς όμως επιτυχία.[11] Πρόθεση του Γενικού Διοικητή Κρήτης ήταν να καταλάβει στη συνέχεια και το Αμάρι. Πολλοί από τους κατοίκους που είχαν παραδοθεί επέστρεψαν στα χωριά τους. Οι λόγοι που τους οδήγησαν στην υποταγή αποδίδονταν στον επερχόμενο χειμώνα και στη σοδειά των ελαιών.
Την πεποίθηση ορισμένων ότι η επανάσταση θα συνεχιζόταν την άνοιξη δεν τη συμμεριζόταν ο υποπρόξενος, καθώς, παντού οικοδομούνταν φυλάκια (πύργοι) και τοποθετούνταν ισχυρές φρουρές.[12] Από την επαρχία Αμαρίου δεν δήλωσε κανείς υποταγή σε αντίθεση με άλλες επαρχίες.[13]
ΙΙΙ. Το Σεπτέμβριο του 1867 ο Σουλτάνος αναγκάστηκε σε κάποιες υποχωρήσεις, ύστερα και από τον αναβρασμό που είχαν προκαλέσει οι ωμότητες του Ομέρ Πασά. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1867 ο Σουλτάνος κήρυξε αναστολή των εχθροπραξιών για έξι εβδομάδες και αμνηστία. Ακολούθως έστειλε στην Κρήτη στις 22 Σεπτεμβρίου τον Μέγα Βεζίρη Ααλή Πασά κομιστή διοικητικών παραχωρήσεων προς τους επαναστάτες. Όμως, η απάντηση της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών υπήρξε αρνητική και έτσι ο αγώνας των χριστιανών συνεχίστηκε ως τις αρχές του 1869.[14]
Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1867 ο Καβουλή Εφένδης έφτασε στο Ρέθυμνο με οθωμανικό ατμοδρόμονα και αναχώρησε την επομένη μέρα για το Ηράκλειο. Κατά την παραμονή του στην πόλη αποφυλάκισε χριστιανούς που είχαν κατηγορηθεί για πολιτικά εγκλήματα και απέστειλε στις επαρχίες προκηρύξεις του Μεγάλου Βεζύρη περί παύσεως των εχθροπραξιών και αμνηστία. Οι επαναστάτες, όμως, δεν φαίνονταν να επιθυμούν καμία επαφή με τις τοπικές αρχές. Είχαν σχηματίσει αρκετά στρατόπεδα σε διάφορα μέρη του Τμήματος Ρεθύμνου και από εκεί εξαπέλυαν επιδρομές, φόνευαν Οθωμανούς και άρπαζαν ζώα.[15]


Ζαχαρίας Δ. Αντωνάκης