Νικόλαος Κ. Μαρκαντώνης
160 χρόνια της θυσίας που συγκλόνισε τη σκλαβιά –
ακούω κούφια τα ντουφέκια
ακούω σμίξιμο σπαθιών
ακούω ξύλα ακούω πελέκια
ακούω τρίξιμο δοντιών
Δ. Σολωμός
Ο συγκλονιστικός στίχος, έμπνευση, από το μέγα Κούγκι και το τραγικό Μεσολόγγι, χωρίς να υπερέχουν – σε ρίγος – εκείνης της φλόγας που άστραψε μέσα από τα σπλάχνα του Αρκαδιού! Το θέαμα και το άκουσμα φρίκης και μεγαλείου … «όταν εβάλανε φωτιά στη μπαρουταποθήκη κι ο κόσμος όλος στρώθηκε από νεκρών κομμάτια» …!
Θέαμα και άκουσμα φρίκης, βαθιά χαραγμένα στο μάρμαρο της ιστορίας και πιο βαθιά στα κρανία ηρώων, την ώρα εκείνη του μεγάλου μακελειού! Κρανία πελεκημένα – αδάμαντες πολυτελείς – θησαυρισμένοι με λείψανα, αιώνων, ιερά της παλαίφατης θρυλικής Μονής. Τριακόσιοι και εδώ όσοι κράτησαν ντουφέκι και γιαταγάνι δίπλα στη σημαία της λευτεριάς, με τον Ηγούμενο Γαβριήλ στη θέση του Λεωνίδα. Τούτοι οι απλοϊκοί ήρωες της πίστης δεν φαντάστηκαν ότι οι 18 χιλιάδες Τούρκοι, χωρίς να κλονίσουν, χωρίς να κάμψουν το φρόνημά τους, θα χάριζαν αιώνια δόξα στους ίδιους και στο Μοναστήρι._
Το Αρκάδι ανέκαθεν υπήρξε καταφύγιο και προστασία των κατατρεγμένων, παράλληλα με την αντιστασιακή αποστολή και τη δράση του. Στις γκρίζες προεπαναστατικές εποχές, μοναχοί αναδείχθηκαν ήρωες πριν από το 1866, συνεχίζοντας, από το 1912 και το έπος του 1940, μέχρι την αντίσταση. Ίσχυσε πάντοτε ο στίχος: «Σαν άστρο νάτο ιδέτε το λάμπει κι εδώ τ’ Αρκάδι και φέγγει μέσα στης σκλαβιάς το φοβερό σκοτάδι». Συγκεκριμένα οι Τούρκοι όσο δε κατάφεραν να το καταστρέψουν, χορηγούσαν προνόμια, όπως το δικαίωμα της κωδωνοκρουσίας – Τσανλί Μοναστίρ – με δόλο ως συνήθως, ή από φόβο.
Το 1866 το Αρκάδι ορίζεται επαναστατικό κέντρο και έδρα της επιτροπής αγώνα με επάξιο ηγέτη τον Ηγούμενο Γαβριήλ. Την ελευθερωμένη Ελλάδα εκπροσωπούν ο συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος και ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος φρούραρχος της Μονής. Δεν έλειψαν όμως οι γενναίοι εθελοντές απ’ όλη τη χώρα, επώνυμοι ή ανώνυμοι που έπεσαν ηρωικά μέσα και έξω από τα τείχη. Ανάμεσά τους 17 τουφεκίσθηκαν μαζί και ο Δημακόπουλος που θαυμάζεται για τη σωφροσύνη και τον ηρωισμό του, αρνούμενος να παραδώσει ζωντανός το ξίφος του.
Αφήνοντας το τραγικότερο επεισόδιο και την αποτρόπαια λήξη του ολοκαυτώματος ως γνωστά, η σύντομη αυτή αναφορά περιορίζεται στην άντληση στοιχείων από τα έντυπα εκείνων των ημερών. Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για θρίαμβο του Μουσταφά πασά (Κυριτλή) και δεινή ήττα των Χριστιανών στο Αρκάδι. Τα γεγονότα μολονότι δεν αμφισβητούνται, η προσπάθεια υποτίμησης της θυσίας από την πλευρά των
μεγάλων δυνάμεων και της τουρκικής διπλωματίας είναι καταφανής. Πρόκειται για το φόβο των συνεπειών μιας παγκόσμιας απήχησης, την οποία σαφώς αδυνατούσαν να διαψεύσουν. Αντιθέτως ο απόηχος της δόξας ενδυνάμωσε καίρια το φρόνημα, τον πόθο και το πάθος για την κατάκτηση της λευτεριάς.
Από την πλευρά των ελληνικών πηγών η αποτίμηση του φοβερού Δράματος έδινε κιόλας τους πρώτους καρπούς. Χάρις στα πρακτικά από τον πρόξενο Ν. Σωκόπουλο στα Χανιά, η Ελλάδα γνώριζε άμεσα τα γεγονότα της Κρητικής Επανάστασης (1866), όπου και οι πληροφορίες σε σχέση με την αρκαδική τραγωδία. Εδώ ο αριθμός τούρκων και Αιγυπτίων, τουρκαλβανών, τουρκοκρητικών, τακτικών και ρέμπελων που συγκεντρώθηκαν την 7 Νοέμβρη 1866, ανερχόταν σε 14.000 έως 16.000. Απέναντι οι 300 πολεμιστές και οπλαρχηγοί, 600 άμαχοι -γυναίκες, παιδιά και γέροντες- που βρήκαν άσυλο στο φιλόξενο μοναστήρι. Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου, ο Μουσταφά Πασάς με επιστολή προς την επαναστατική επιτροπή, απαιτεί, υπό όρους, άμεση παράδοση. Η απάντηση δίδεται με τον ίδιο «μαντατοφόρο» τον οποίο και φιλοξένησαν σύμφωνα με την παράδοση της Μονής. Στο διάστημα αυτό ο Ηγούμενος, φέρεται, να συγκαλεί επίσης καπετάνιους και αρχηγούς στο κελί του για από κοινού απόφαση η οποία -τόσο λιτά- αναφέρει: «πασά το Αρκάδι δεν παραδίδεται με το μελάνι, μοναχά με το αίμα»!
Την απάντηση υπέγραψε η καπετάνισσα Δασκαλοχαρίκλεια, καθώς είπαν, «γιατί δεν καταδέχθηκε κανένα παλικάρι»!
Για λόγους οικονομίας σημειώνονται προκαταβολικώς:
α) το πρωί – 7 Νοέμβρη – ο Ηγούμενος ετέλεσε θεία λειτουργία και κοινώνησαν πάντες, αφού εκφώνησε θερμότατο πατριωτικό, πύρινο λόγο.
β) κατά τη σύρραξη και το ολοκαύτωμα της επομένης – 8η Νοεμβρίου-«αναιρέθηκαν» 800 ψυχές χριστιανών και 2000 εισβολείς, αναφέρει η έκθεση του Ν.Σακόπουλου προς τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, υπουργό εξωτερικών της Ελλάδος. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται ασφαλώς όσοι ξεψύχησαν μαχόμενοι ηρωικά έξω από τα τείχη όπως στα μετερίζια, στο Δραγατοκάλυβο και στους στάβλους της Μονής.
γ) ανάμεσα στους νεκρούς ήρωες αναγνωρίστηκαν επίλεκτα μέλη της επιτροπής, γνωστοί οπλαρχηγοί απ’ όλα τα διαμερίσματα του επαναστατημένου νησιού. Σημειώνονται εδώ οι εθελοντές της υπόλοιπης χώρας, επώνυμοι και ηγήτορες ομάδας πολεμιστών. Ορκισμένοι όλοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους, πρώτος ο Ηγούμενος Γαβριήλ – που αυτοπυρπολήθηκε, αποφεύγοντας τον βέβαιο διασυρμό εν ζωή – απλά εκπλήρωσαν στο ακέραιο τον όρκο τους. Οι σοφοί πρωταγωνιστές – τέλος – του αρκαδικού φρικτού δράματος, για πρώτη φορά αντιτάχθηκαν στη «σύνεση» γνωστού κρητικού κανόνα ότι: «η γνώση και η παλικαριά πάντα χέρι με χέρι πρέπει να συμπερπατούν»! Ο ίδιος ο αρχηγός Πάνος Κορωναίος φερεται να πρότεινε συμβιβασμό, γνωρίζοντας, ωστόσο την αμετάκλητη γνώμη της επαναστατικής επιτροπής.
Διάλεξαν την Υπέρβαση, πιστοί στο καθολικό αίτημα της επαναστατημένης Κρήτης! Τούτη τη φορά, διασκελίζοντας την απόσταση, από το λογικό και παράλογο στο υπέρλογο, τίμησαν την αξία ενός φρικτού θανάτου χωρίς προοπτική σωτηρίας. Αποτόλμησαν το θάνατο άνευ της ιδέας απονομής δόξας. Στερεωμένοι μονάχα στην πίστη. Γι αυτό η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα υπό τη ρωμαλέα πνοή του Ηγούμενου Γαβριήλ: «Θα μουτζώσω» είπε «με τα κάρβουνα του 21, από τα μεσοδόκια αυτού του κελιού, όσους θα κατηγορήσουν εμάς και την απόφαση»! Και αποδείχτηκε στο τέλος, πόσο μακρύτερα, πόσο ψηλά οι απόγονοι εκείνοι του Λεωνίδα έδεσαν τον πήχη του άλματος, πειθόμενοι και πείθοντες για την αξία μιας, ασυμβίβαστα, ελεύθερης πατρίδας!


