Το μοιρολόι της ζωής το ποιο πικρό τραγούδι,

σβησμένε  Αποσπερίτη μου κομμένο μου λουλούδι.

Άνοιξε πόρτα  τ’ ουρανού του παραδείσου πύλη,

να δω πως ψάλλουν στο Θεό δυο πονεμένα χείλη.

Που λαχταρούσαν τη ζωή και την ετραγουδούσαν

και θέλανε παντοτινά στην ευτυχία να ζούσαν.

Μα ο πανάγαθος Θεός που τις καρδιές γνωρίζει

καρδιές  που είναι αγγελικές για αλλού τις προορίζει.

Έτσι  και εσένα διάλεξε τα ζηλευτά σου νιάτα

και  όρισε να μη φθαρούν στων γηρατειών τη στράτα.

Γιατρός του πόνου γίνηκες και γιάτρευες τον πόνο,

μα ένα δεν εγιάτρεψες τον εδικό σου μόνο.

Η λεβεντιά κι η ανθρωπιά τα δυο συντεριασμένα

Θεέ μου και πώς κείτονται με χώμα σκεπασμένα;

Ποια μάνα δεν εδάκρυσε ποιος κύρης δε πικράθη

αφού τ’αστέρι ενός χωριού τόσο νωρίς εχάθη

Εράισε  η εκκλησιά κι η πόρτα τ’ Αϊ  Γιώργη,

στης πικρομάνας τις κραυγές που σ’ έκλεγε Μανώλη.

Γιατρέ του πόνου η ανθρωπιά κι λεβεντιά δεμένα,

Θεέ μου και πώς βρίσκονται στο χώμα σκορπισμένα;

Όλα στη γη είναι φθαρτά τίποτα δεν αξίζει,

σ’ ένα λιμάνι απάνεμο ο νους μου φτερουγίζει.

Εκεί που τώρα βρίσκεσαι  Αϊτέ-γιατρέ Μανώλη,

γιατί  τη γιατροπόρευες την οικουμένη όλη.

Τώρα λεβέντικη καρδιά του ουρανού πολίτης,

λάμπεις μέσα στη σκέψη μας  πούλια κι αποσπερίτης.

Η ηρωική σου υπομονή την πίκρα μας γλυκαίνει,

γιατί όποιος ζει μες στις καρδιές ποτέ στη γη δεν μπαίνει.

                     Αιωνία η μνήμη σου .

                     Ευγενία Διαμαντάκη

 

Αριθμός Προβολών: 4