(Γράφει η Σμαράγδη Κουμεντάκη)
Με ποια λόγια μπορεί κανείς να μιλήσει για έναν τόσο άγουρο χαμό, ενός αγγέλου δεκαεπτά χρονών; Τόσο ήταν ο Ναπολέων Χαροκόπος όταν έφυγε για πάντα, μετά από μια σκληρή κι άνιση μάχη με το θάνατο. Μα ήταν μικρό κι ακάτεχο και δεν άντεξε.
Μόνο τα λόγια του ποιητή, που ένιωσε τον ίδιο πόνο, μπορούν να εκφράσουν το μέγιστο, τον απερίγραπτο πόνο της μάνας, του πατέρα, των αδελφών:
Άφκιαστο κι αστόλιστο
του χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ’ ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το χρυσό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια,
πάρτε απ’ τη μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια.
Μήπως και του χάροντα
καθώς θα σε κυττάξει
του φανείς αχάϊδευτο
και σε παραπετάξει.
Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλλάρης,
κύτταξε απ’ το χέρι του,
τίποτε να μην πάρεις.
Κι αν διψάσεις μην το πιεις
από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς
φτωχό κομμένο δυόσμο!
Μην το πιεις κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις,
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μην χάσεις,
κι όπως είσαι ανάλαφρο,
μικρό σα χελιδόνι,
κι άρματα δε σου βροντάν
παλικαριού στη ζώνη,
κύτταξε και γέλασε
της νύχτας το σουλτάνο
γλίστρησε σιγά-κρυφά
και πέταξε εδώ πάνω,
και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας ω! ακριβέ μας
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας.
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πατσωτών Αθήνας Εκφράζει τα θερμά του Συλλυπητήρια στην Οικογένεια του .
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ
Την ημέρα της γιορτής σου διάλεξες Μπάμπη για να ταξιδέψεις, να αλαργέψεις για πάντα από τους ανθρώπους και τον τόπο που αγάπησες. Εκεί, στο χωριό σου, στη σκιά του γεροπλάτανου που κάθε πρωί αντίκριζε η ματιά σου, έκλεισες τα μάτια σου για πάντα.
Έφυγες μόνος, όπως μόνος πορεύτηκες και σ’ όλη σου τη ζωή. Μόνος στο πυκνό σκοτάδι μιας βροχερής νύχτας του Φλεβάρη, τη δική σου μέρα, την καλή σου! Τη γιορτινή.
Έφυγες νέος, χωρίς να ολοκληρώσεις τον κύκλο της ζωής σου κι άφησες ένα μεγάλο κενό στ’ αδέλφια σου, στα ανίψια σου και σ’ όλους τους συγγενείς σου.
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πατσωτών Αθήνας Εκφράζει τα θερμά του Συλλυπητήρια στους Συγγενείς του .