Που να το βρω λευκό χαρτί, δυο λόγια να σου γράψω,
στον άδικό σου μισεμό, Λενιώ, χωρίς να κλάψω.
Μολύβια δεν υπάρχουνε, μελάνια δε μπορούνε,
όσα χαρθιά κι ανέ γραφτούν το πόνο δε χωρούνε.
Ο πόνος δε γιατρεύγεται, αθρώπου νους δε βάνει,
τόσο μεγάλο πού ’βρενε κακό τον Άϊ Γιάννη.
Από νωρίς πληγώθηκες με βάσανα και πόνους,
έτσα ’τανε μελλούμενο να ζήσεις λίγους χρόνους.
Ο Χάρος παραμόνευγε και σού ’κοψε το νήμα,
εις τα τριάντα χρόνια σου, Θέ μου, δεν είναι κρίμα;
Τα νιάτα σου λιμπίστηκε στα δώδεκα σου χρόνια
και τον επάλευγες, Λενιώ, σε μαρμαρένια αλώνια.
Φάρμακα και λαβωμαθιές σου γέμισε το σώμα,
όσο κι ανέ προσπάθησες σε σκέπασε στο χώμα.
Δε σ’ άφηκενε να χαρείς το ψεύτη τούτο κόσμο,
άνθη να βρεις έκεια που πας και γιασεμιά και δυόσμο.
Μήδε γιατροί και φάρμακα το Χάρο δε μπορούνε,
στα βρώμικα του σχέδια ποτέ ν’ αντισταθούνε.
Ήσουνα ρόδο του μπαξέ, ένα μικρό λουλούδι,
εις τσι καρδιές μας πάντοτε θα μείνεις αγγελούδι.
Άγγελος ήσουνα σωστός, Αγγέλοι κατεβήκαν,
στσι Τέσσερις τσι Μάρτυρες στ’ άσπρα σ’ υποδεχτήκαν.
Ο Άϊ Γιάννης σε θρηνεί, γονέοι κι αδερφή σου,
άνθη και μοσκολούλουδα να βρει γι αγνή ψυχή σου.
Ιούνιος 2016 Σταύρος Φωτάκης