( Υπό του Γεωργίου Α. Χαραλαμπάκη)

Αγαπητέ μου Ιωσήφ,

Έφυγες τόσο νωρίς και τόσο παράδοξα, που δεν βρίσκω λόγια να γράψω για να εκφράσω τον πόνο μου. Στο  άκουσμα αυτού του θλιβερού μαντάτου, όλοι μείναμε άφωνοι. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Δε  πίστευα στα λόγια που μου έλεγαν. Από  το στόμα μου έβγαινε μια φωνή. Γιατί Ιωσήφ, γιατί; Απάντηση δεν μου έδινε κανένας, όλοι την ίδια ερώτηση έκαναν, γιατί Ιωσήφ, γιατί; Όταν βουβός και χωρίς δάκρυα έστεκα στο φέρετρό σου, γιατί ούτε  να κλάψω ούτε να μιλήσω μπορούσα, το μυαλό  είχε γυρίσει στα πρώτα χρόνια της ζωής μας στο χωριό. Το χρόνο εκείνο που τόσο άδικα και παράδοξα έχασες τον πατέρα  σου, χωρίς να μάθεις ποτέ το λόγο. Και  όλο μου έλεγες γιατί; Μείνατε ορφανά εσύ  και η αδερφή σου, με μία νέα μάνα, που προσπαθούσε να σας μεγαλώσει με τη φτώχεια της κατοχής και σ’ ένα όχι και τόσο ευχάριστο και φιλικό περιβάλλον. Τα κατάφερε η μάνα σου. Και μόλις λίγο μεγαλώσατε αυτή η ηρωίδα μάνα, σας πήρε και ανεβήκατε στην Αθήνα. Το πώς περνούσατε στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια, το ξέρω εγώ που είχα φιλικές σχέσεις μαζί σας και σας επισκεπτόμουν τόσο στα Εξάρχεια ,όσο και στην οδό Ακαδημίας που μένατε. Κατέβαλλες τεράστιες  προσπάθειες με αντίξοες συνθήκες να σπουδάσεις και να γίνεις Αρχιτέκτων Μηχανικός. Έγινες ο εκλεκτότερος του χωριού μας. Όλοι οι φίλοι σου  και οι συγγενείς σου ήταν υπερήφανοι για εσένα. Σε  βλέπαμε και σε καμαρώναμε. Γιατί η καλοσύνη σου  και η αγάπη για το συνάνθρωπό σου  ήταν ζωγραφισμένη στο χαμόγελο που του προσέφερες. Επάξια και για πολλά χρόνια ήσουν Πρόεδρος στο Σύλλογο Πετροχωριανών και αντιπροσώπευες το χωριό μας στην Ομοσπονδία Σωματείων Επαρχίας Αμαρίου και όλοι είχαν να πουν ένα καλό  λόγο για εσένα. Το χωριό μας, το Πετροχώρι,  για ακόμα  μια φορά  ορφάνεψε και η απουσία σου είναι αναντικατάστατη. Ήσουν ο άνθρωπος που με καμάρι δήλωνες τον τόπο καταγωγής σου και το χωριό που γεννήθηκες. Σήμερα όλοι  κλαίνε και διερωτούνται γιατί;

Αυτά περνούσαν σαν κινηματογραφική ταινία στο μυαλό μου, όση ώρα έστεκα βουβός στο φέρετρό σου. Συνήλθα όταν άκουσα( δεύτε τελευταίο ασπασμό) τότε κατάλαβα τι γινόταν γύρω μου και τα μάτια μου άρχισαν να κλαίνε. Έχασα έναν δικό μου άνθρωπο, ένα δικό μου φίλο, έναν έντιμο  οικογενειάρχη, ένα άριστο επιστήμονα.

Αγαπητέ μου Ιωσήφ. Καλό σου ταξίδι εκεί που θα πας και να είσαι μακάριος και ευδαίμων διότι σαν άνθρωπος και σαν χριστιανός έκανες το καθήκον και στο Θεό και στους συνανθρώπους σου. Εμείς οι συγγενείς σου και οι φίλοι σου, σου υποσχόμαστε ότι θα σε θυμόμαστε πάντα γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν  τους ξεχάσουν  οι ζωντανοί. Ιωσήφ, η ευλογημένη γη της Αττικής σε έχει δεχτεί με σεβασμό και αγάπη όπως έχει  δεχτεί και τόσους άλλους από διάφορα μέρη της πατρίδας μας χωρίς  ρατσιστικές διαθέσεις διότι η γη είναι η σαρκοφάγος όλων μας.

(Ας μην βρέξει ποτέ το σύννεφο και ο άνεμος σκληρός ας μη σκορπίσει το χώμα το μακάριο που σε έχει σκεπάσει).

Καλό σου ταξίδι αγαπημένε μου φίλε. Αιωνία η μνήμη.

 

Αριθμός Προβολών: 121