Κάθε φορά, που πρέπει να γράψω δυο κουβέντες σαν και τούτες ψυχοπλακώνομαι, μα δεν μπορώ να κάμω αλλιώς, όταν πρόκειται για πρόσωπα, που έχομε ζήσει πολύ κοντά και μάλιστα σε πολλές χαρές. Χαρές, μα οι παντέρμες περνούνε γλήγορα, γι αυτό πρέπει να μην τις αφήνομε να φεύγουνε όντε μασε παντίχνουνε. Τέθοιες χαρές, επρόσφερε για πολλά χρόνια στους Αηγιαννιώτες κυρίως, αλλά και σε όλους τους Αμαριώτες, ο Ανάστος Μπαγουράκης.
Γαμπρός του χωριού μας, με καταγωγή από τις Δρυγιές Αμαρίου, δεν ξεχώριζε από τους υπόλοιπους Αηγιαννιώτες. Ξεχώριζε μόνο, για το χαμόγελό του, για την καλοσύνη του, για την ντομπροσύνη του, για την εργατικότητά του, για την αντρειά του, για τη λεβεδιά του, για την πρεπειά του, για το μερακλίκι του. Ήρθε νεολαίος στον Άη Γιάννη Αμαρίου, φτωχός μα δουλευταράς, γι αυτό πρόκοψε και αγαπήθηκε. Παντρεύτηκε την Νικολίτσα, το γένος Παραδεισανού, με την οποία αποχτήσανε μια πολυμελή και ξεχωριστή οικογένεια. Τέσσερα κοπέλια, το Βαγγέλη, το Μανώλη, το Δημήτρη και την Κατίνα, όλα τους το ’να καλύτερο από τ’ άλλο.
Ήρθε μαζί με τη λύρα του και το χαρισματικό τραγούδι του, δημιούργησε τον δικό του μουσικό δρόμο, στον οποίο συμπορευτήκαμε όλοι οι Αηγιαννιώτες. Δεκαετίες του 1950 και του 1960, τότες που οι μεγάλοι δάσκαλοι της κρητικής μουσικής, Σκορδαλός και Μουντάκης, μεσουρανούσανε, ο Ανάστος δεν άφηνε σκοπό να του ξεφύγει. Δυο-τρεις φορές ήτονε αρκετές, να ακούσομε στο ράδιο ή σε καμιά πλάκα γραμμοφώνου τον καινούργιο σκοπό κι ύστερα να μονομερίσομε με τον Ανάστο, να τονε τραγουδήξομε και αυτό ήτονε όλο κι όλο. Αυτοδίδαχτος, γνήσιος, αληθινός και σωστός λυράρης άφησε την δική του σφραγίδα στην κρητική μουσική μας παράδοση. Παρέες αυθόρμητες, αξέχαστες, αυτές εδόκανε το μερακλίδικο όνομα στον Άη Γιάννη και αυτό οφείλεται κυρίως στον Ανάστο. Ξεκινούσαμε δυο-τρεις κατ’ αρχήν και συνήθως πρώτα από το σπίτι του Ανάστο, αδειάζαμε ένα πεντακοσάρι κρασί με το βρισκούμενο, ακολουθούσε το κούρντισμα της λύρας και στη συνέχεια πιάναμε το χωριό, σπίτι σε σπίτι. Γλέντια όμορφα και ξακουστά στον Άη Γιάννη, με τη λύρα του Ανάστο και το λαγούτο του Ιάκωβου Μαριδάκη (Διάκουβου), που παίζανε με μπαξίσι μια ή δυο δραχμές, αν υπήρχανε κι αυτές κι όχι με πέντε και έξε χιλιάδες ευρώ που γυρεύγουνε σήμερο κάποιοι αυτοαποκαλούμενοι «καλλιτέχνες». Και πού δεν επήγαμε μαζί, στο Άνω Μέρος, στο Χορδάκι, στις Κουρούτες, στη Νίθαυρη, στην Αγία Παρασκευή και αλλού και πάντα με ξωμονή δυο ή τρεις μέρες. Θα σταματήσω γιατί, όσα και να γράψω για τον Ανάστο θα’ ναι λίγα.
Ανάστο, η γυναίκα σου ,τα κοπέλια σου και όλοι εμείς, που μασε χάρισες τόσες και τόσες χαρές, θα σε θυμούμαστε πάντα. Καλό σου ταξίδι.
« Στον Άδην εξεμείνανε από καλό λυράρη
κι επέψανε το Χάροντα Ανάστο να σε πάρει »
Απρίλιος 2012 Σταύρος Φωτάκης