Γράφει ο Αντώνιος Μυτιληνάκης Αντιστρατήγου ε.α
Μετά από 267 χρόνια Τουρκικής κατοχής και μια 15ετή περίοδο αυτονομίας, η Κρήτη θα ενωθεί οριστικά με την μητέρα πατρίδα την 1 Δεκ 1913.
Η πτώση του Χάνδακα το 1669, θεωρείται ως απαρχή της Τουρκικής κυριαρχίας στο νησί, η οποία διέκοψε απότομα και οριστικά την πλούσια και ελπιδοφόρα ανθοφορία της κρητικής αναγέννησης.
Το νησί που μέσα στο βαθύ σκοτάδι του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού ήταν η μοναδική εστία φωτός και ελπίδας, δέχτηκε με την σειρά του την κοινή μοίρα του Έθνους.
Ο αστικός βίος που είναι η ουσιαστική προϋπόθεση κάθε πολιτιστικής δημιουργίας, καταστράφηκε με την ερήμωση των μεγάλων κέντρων της Κρήτης, στα οποία εγκαταστάθηκαν κυρίως Τούρκοι.
Η κρητική οικονομία υποχώρησε σε υποτυπώδεις μορφές αγροτικού και ποιμενικού βίου, ενώ το εμπόριο, τουλάχιστον κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια της κατοχής, ουσιαστικά απονεκρώθηκε. Για πολλές δεκαετίες η τουρκική δεσποτεία στο νησί ήταν αδιατάρακτη. Αναβίωση της κρητικής αντίστασης παρουσιάζεται, μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 κατά την εποχή του φοβερού γενιτσαρισμού. Ήταν το πρώτο σκίρτημα ελευθερίας, αλλά και η πρώτη οδυνηρή εμπειρία για τις τραγικές συνέπειες της αποτυχίας.
Οι επαναστάσεις, μικρές και μεγάλες, συνεχίστηκαν με μια σχετική περίοδο ειρήνης (1841-1866) όπου ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να εκδώσει το περίφημο Χάττι Χουμαγιούν, με το οποίο παραχωρούσε σημαντικά προνόμια στους Χριστιανούς υπηκόους του.
Έτσι φθάσαμε στην επανάσταση του 1866-1869 η οποία αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα.
Η επανάσταση αυτή απέδειξε τον εθνικό χαρακτήρα του Κρητικού Ζητήματος και με τις διαστάσεις που έλαβε, απασχόλησε σοβαρά την ευρωπαϊκή διπλωματία, ως σημαντική πτυχή του όλου Ανατολικού Ζητήματος.
Η ηρωική θυσία της μονής του Αρκαδίου δημιούργησε συγκλονιστικές εντυπώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο καθώς ξαναθύμισε το Μεσολόγγι και το Κούγκι.
Μετά την κατάρρευση της Τουρκίας στο μέτωπο με την Ρωσία τον Οκτώβριο του 1878 υπογράφηκε η λεγόμενη Σύμβαση της Χαλέπας η οποία προέβλεπε σημαντικές παραχωρήσεις στους Κρήτες.
Κατά την επόμενη δεκαετία, η Κρήτη γνώρισε περίοδο έντονων κομματικών διαιρέσεων και φατριασμών, που είχε δυσμενέστερες επιπτώσεις στην εσωτερική γαλήνη και ανάπτυξη του τόπου, καθώς μετέβαλον πάντας «εις εμμανείς πολιτευτάς» κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δημιουργήθηκαν δύο μεγάλα κόμματα. Των Καραβανάδων που αντιπροσώπευε την συντηρητική μερίδα και τους πλέον μορφωμένους πολιτευτές Κρήτης και το κόμμα των Ξυπόλητων που εκπροσωπούσαν τις προοδευτικές και φιλελεύθερες δυνάμεις.
Ο κομματικός φανατισμός διχάζει βαθιά το λαό και οδηγεί πολλές φορές σε πράξεις βίας, βανδαλισμούς και φόνους. Παράλληλα οργιάζει αυτήν την εποχή η ζωοκλοπή, ένα ενδημικό πάθος της λαϊκής ζωής στην Κρήτη.
Η Τουρκία με το πρόσχημα ότι οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί δεν απέδωσαν στην Κρήτη, ανακάλεσε το χάρτη της Χαλέπας την 17 Δεκεμβρίου 1889 και επανέφερε στην Κρήτη την τουρκοκρατία των περασμένων καιρών.
Ο ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (8 Απριλίου – 8 Μαΐου 1897) αναγκάζει και τους τελευταίους ενωτικούς ηγέτες της κρητικής επανάστασης να αποδεχθούν την λύση της αυτονομίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν ως ύπατο Αρμοστή του πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος. Τον Νοέμβριο του 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκαταλείπει την Κρήτη. Ένα μήνα αργότερα (9 Δεκ 1898) ο ύπατος Αρμοστής αποβιβάστηκε στην Σούδα. Η μακραίωνη περίοδο της δουλείας είχε τελειώσει ουσιαστικά.
Αμέσως άρχισε το δυσχερές έργο της οργάνωσης της Κρητικής πολιτείας. Εκτός όμως από τις συνταγματικές και διοικητικές αδυναμίες που είχε το κρητικό Σύνταγμα δεν άργησε να φανεί και διάσταση απόψεων στο κρίσιμο ζήτημα της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Γεώργιος έμεινε πιστός στο καθεστώς της Αυτονομίας, ενώ ο Βενιζέλος πίστευε στην σταδιακή λύση και δεν αναγνώριζε στον πρίγκιπα το δικαίωμα της προσωπικής διαχείρισης του Εθνικού Ζητήματος.
Αυτό ήταν το προμήνυμα της επανάστασης που εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα (10 Μαρ 1905) και είναι γνωστή ως επανάσταση της Θερίσου. Οι επαναστάτες κήρυξαν ένοπλο αγώνα κατά της Αρμοστείας και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και συγκρότησαν «Προσωρινή Κυβέρνηση Κρήτης».
Τα πράγματα προχωρούσαν σε εμφύλιο πόλεμο και οι διαφορές λύθηκαν τελικά με την παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων. Την 2 Νοεμβρίου 1905 υπογράφηκε πρωτόκολλο για τον τερματισμό του κινήματος με ουσιαστική αποδοχή των όρων της επανάστασης.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1906 ο πρίγκιπας Γεώργιος υπέβαλε την παραίτησή του και απεχώρησε από την Κρήτη γεμάτος πικρία και αντικαταστάθηκε από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.
Το Σεπτέμβριο του 1908 μετά από μία επιβλητική παγκρήτια λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά, εξεδόθη ψήφισμα με το οποίο η κυβέρνηση της Κρήτης κηρύσσει την ένωση με την Ελλάδα.
Οι Μ. Δυνάμεις φάνηκαν να δέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις και δεν αντέδρασαν παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας. Η ευτυχής όμως έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων επέφερε και την πολυπόθητη οριστική λύση του κρητικού Ζητήματος. Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαϊ 1913) ο Σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη.
Η προσάρτηση της νήσου στην Ελλάδα είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Με την προκήρυξη που απηύθυνε στον κρητικό λαό ο Στέφανος Δραγούμης γνωστοποιούσε την άφιξη του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου στα Χανιά για την επίσημη ανακήρυξη της ένωσης την Κυριακή 1 Δεκ 1913. Οι λαϊκές εκδηλώσεις υπήρξαν πρωτοφανείς. Αιώνες αγώνων, αιμάτων και δακρύων, έβρισκαν την ιστορική τους δικαίωση. Κατά την επίσημη τελετή η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά.