ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

                                      Σχολή Κοινωνικών Επιστημών.

                    Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας

                                       ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

        ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΑ ΡΙΖΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Της Παναγιώτας Κοντού ΑΜ 1312003062

Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης Παπαγεωργίου

                                                                Μυτιλήνη Σεπτέμβριος 2009

 

                          Αποσπάσματα Πτυχιακής εργασίας

   Η συγκεκριμένη εργασία αναφέρεται στη μουσική παράδοση της Κρήτης και συγκεκριμένα στα Ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης. Πρόκειται για μία εργασία η οποία συνοδεύεται από μία εφαρμογή ντοκιμαντέρ. Στόχος της εργασίας είναι να γνωστοποιήσει το συγκεκριμένο πολιτισμικό αγαθό, αλλά και να τονίσει τη σημαντικότητα της διατήρησης των πολιτισμικών χαρακτηριστικών ενός τόπου υπό την απειλή της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.

Ευχαριστίες

   Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κόσμο που βοήθησε όχι μόνο για την εκπόνηση της εργασίας αυτής αλλά επίσης για τη γενικότερη βοήθεια που μου προσέφερε κατά τη διάρκεια των σπουδών μου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ λοιπόν στον Αλέξανδρο Σπάθη για τις ατελείωτες ώρες που μου αφιέρωσε στο μοντάζ. Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στον άνθρωπο «κλειδί» Κώστα Παραδεισανό. Ήταν αυτός που όχι μόνο μεσολάβησε για να βρω το μέρος (το χωριό του) και τον κόσμο που χρειαζόμουν για την διεξαγωγή του ντοκιμαντέρ αλλά και για τη γενικότερη φροντίδα που μου παρείχε (μετακίνηση, φυλλάδια και επικοινωνιακές διευκολύνσεις και πολλά άλλα).

Ευχαριστώ τους Αντώνη Παραδεισανό, Παντελή Παραδεισανό, Σταύρο Φωτάκη και Ρήγα Παραδεισανό για τον ενθουσιώδη και γεμάτο μεράκι τρόπο που συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ.

Ευχαριστώ τους καθηγητές μου για τις γνώσεις που μου δώσανε όλα αυτά τα χρόνια.

……………………………………

Εισαγωγή

   Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μια παρουσίαση της ιστορίας και της εξέλιξης των δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης και συγκεκριμένα των ριζίτικων τραγουδιών, σε συνδυασμό με την ανάδειξη της ευρύτερης κρητικής παράδοσης. Σ’ αυτό το σημείο κρίνω σκόπιμο να αναφέρω μία παρατήρηση για το σχεσιακό σχήμα της κρητικής παράδοσης και κουλτούρας με το ριζίτικο τραγούδι και την κοινωνική ζωή των Κρητικών. Η παράδοση της Κρήτης, όπως και το ριζίτικο τραγούδι, έχουν μείνει ζωντανά και σχεδόν αναλλοίωτα στο χρόνο, γεγονός το οποίο φαίνεται ακόμα και σήμερα. Οι κοινωνικές συμπεριφορές, οι αξίες, οι συνήθειες, ο τρόπος ζωής, τα έθιμα και τα ήθη διατηρούνται σχεδόν ατόφια στη νοοτροπία των σύγχρονων Κρητικών. Με αυτά τα δεδομένα, ενώ ζούμε σε μία εποχή όπου η κοινωνική και η προσωπική ταυτότητα ανασχηματίζεται ή καλύτερα αναθεωρείται διαρκώς, ή ακόμα και ομογενοποιείται, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να ασχοληθώ πιο διεξοδικά με το συγκεκριμένο θέμα.

   Το ριζίτικο τραγούδι από το στίχο ως τη μελωδία του αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κρητικής κουλτούρας και παράδοσης. Στη διπλωματική μου το προσεγγίζω όχι τόσο από τη σκοπιά της μουσικής μελωδικής γραμμής, αλλά από τη σκοπιά του περιεχομένου των στίχων, που με βοηθάει για να προσδιορίσω τον όρο «κρητική παράδοση». Τα ριζίτικα τραγούδια μιλούν με «εικόνες», μιλούν περιγραφικά για όλες τις συνήθειες και τις αξίες των Κρητικών, μιλούν για τον τόπο και τη φύση της Μεγαλονήσου και παρουσιάζουν πάντα – με υποκειμενική βέβαια ματιά – διάφορα ιστορικά γεγονότα. Μέσα από το ριζίτικο «επικολυρικό» τραγούδι μαθαίνει κανείς την Κρήτη «εκ βάθρων», τις «παραξενιές» της, τα έθιμά της, τη στάση του κρητικού λαού ως προς σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Πέρα από το γεγονός λοιπόν ότι το ευρύ πεδίο της έννοιας της κουλτούρας και του πολιτισμού αποτελούν τις βασικές συνισταμένες των επιστημονικών μου ενδιαφερόντων, είναι και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που με ώθησε στην επιλογή του θέματος, αυτό της προσβασιμότητας της πηγής. Οι γνωριμίες μου, οι γνώσεις μου σαν ντόπια θα μου εξασφάλιζαν χρήσιμες πληροφορίες για το θέμα. Εξαιτίας λοιπόν της κρητικής (κατά το ήμισυ τουλάχιστον) καταγωγής μου μπορούσα εύκολα να ασχοληθώ με ένα θέμα το οποίο κατά τη γνώμη μου – τουλάχιστον – δεν έχει καλυφθεί όπως του αρμόζει, ακόμα, αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές σ’ αυτή την τοποθέτηση. Εγώ πιστεύω ότι δεν έχει διασωθεί και κατ’ επέκταση δεν έχει διαδοθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θέλω να πω, ότι πέρα από το κρητικό αντάρτικο τραγούδι που γενικά τραγουδιέται στην Ελλάδα, στην αντίληψη του μέσου Έλληνα άλλο πράγμα είναι το δημοτικό τραγούδι και άλλο το κρητικό. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν θα ήταν σημαντική και θετική η ένωση αυτών των μουσικών «παραδόσεων», αφού, μιλάμε για κοινή ιστορία, κοινή κουλτούρα, κοινή ταυτότητα. Σε αυτό το σημείο θέλω να αναφέρω κάτι σχετικό με τα προβλήματα προσβασιμότητας στις πηγές. Κατά την εξέλιξη της πτυχιακής, όχι μόνο στο μοντάζ, αλλά και κατά τη διάρκεια συγγραφής, συνειδητοποίησα πόσο σημαντική κίνηση ήταν να επιλέξω κάτι γνώριμο και οικείο. Το γεγονός δηλαδή ότι είμαι γνώστρια της διαλέκτου, της κουλτούρας και γενικότερα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας της Κρήτης, με βοήθησε κατ’ αρχήν να εξοικονομήσω χρόνο και ενέργεια, μα πάνω απ’ όλα με βοήθησε να ερμηνεύσω πολιτισμικούς κώδικες χωρίς να αμφιβάλλω – κατά το δυνατόν – για την εγκυρότητα της ερμηνείας που τους αποδίδω.

   Η κρητική κουλτούρα και το ριζίτικο τραγούδι δεν αποτελούν μία πολιτιστική κληρονομιά με την έννοια του μουσειακού εκθέματος. Τα στοιχεία των ριζίτικων διαμορφώνονται μέσα σε ένα ζωντανό οργανισμό που εξελίσσεται αυτόνομα, παρά τις επιρροές από εξωτερικούς παράγοντες. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν εννοώ ότι ο κρητικός λαός μένει αδιάφορος και απαθής στα έντονα κοινωνικά φαινόμενα, κινήματα και επεκτατικές πολιτικές, όπως παγκοσμιοποίηση, πόλεμοι κ.α., αλλά εννοώ ότι αφομοιώνει και εντάσσει τις εμπειρίες του στις προϋπάρχουσες «νόρμες» και «φόρμες» που προσδιορίζουν τις απαιτήσεις του ριζίτικου τραγουδιού. Άλλωστε, ένας από τους στόχους της εργασίας αυτής είναι να εξετάσω την αμφίδρομη σχέση των ριζίτικων με την καθημερινή κοινωνική ζωή των Κρητικών, καθώς και το ρόλο που παίζουν τα ριζίτικα στη διαμόρφωση της ευρύτερης πολιτισμικής ταυτότητας των Κρητικών.

  Το θέμα της αναζήτησης της πολιτισμικής ταυτότητας (και κατ’ επέκταση των πολιτισμικών ταυτοτήτων), με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και αποτελεί ένα από τους βασικούς προβληματισμούς που με ώθησαν στην υλοποίηση αυτής της διπλωματικής. Ίσως να προσέφυγα στα πρώτα μου βήματα σε οικεία και ασφαλή πεδία για να είναι πιο σταθερά, σίγουρα και ενθαρρυντικά. Παρ’ όλα αυτά, κρίνω αναγκαίο να πω ότι κατά τη διαδικασία ολοκλήρωσης της διπλωματικής, συνειδητοποίησα ότι μόνο γνωρίζοντας ποιος είσαι, από πού κατάγεσαι και γενικά την ταυτότητά σου (εθνική, πολιτισμική, κλπ.) είσαι σε θέση να κρίνεις, να αμφισβητήσεις και να αυτό-αμφισβητηθείς. Παράλληλα όμως, συνειδητοποίησα ότι για να καταφέρω να ολοκληρώσω αυτή την εργασία θα έπρεπε να προσπαθήσω να αποστασιοποιηθώ όσο μπορώ συναισθηματικά από τοπικιστικά βιώματα και τα αντίστοιχα συναισθήματα που συνάδουν με αυτά.

   Θεωρώ ότι μέσα από τη διαδικασία υλοποίησης της διπλωματικής μου μπόρεσα να προσεγγίσω ένα λαό που αντιστέκεται στη πολιτισμική ομοιογένεια (ομογενοποίηση), που αρνείται να αποδεχτεί ένα σύγχρονο πολιτισμικό «χυλό», όμοιο με την υπόλοιπη σύγχρονη αστική κουλτούρα που κυριαρχεί σήμερα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (αλλά και του εξωτερικού). Θέλει να διατηρήσει το «χαρακτήρα» του, την ταυτότητά του και τα ιδιαίτερα πρότυπά του. Μέσα από την εργασία αυτή θέλω να τονίσω κι εγώ τη σημασία της διατήρησης της παράδοσης, τη σημασία της διατήρησης ποικίλων πολιτισμικών προτύπων και ιδεών. Πιστεύω πως αν χαθεί η εθνογραφική ποικιλία, τότε θα μιλάμε για λαούς κενούς, μαζικοποιημένους και χωρίς χρώμα: μια κατ’ όνομα «πολυπολιτισμική» κοινωνία με ομογενοποιημένη κουλτούρα. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα είναι καταστροφικό για τους πολιτισμούς του κόσμου αλλά και για την αλλοίωση των ανθρώπινων αξιών. Έχω την εντύπωση ότι είναι επιτακτική ανάγκη να διασώσουν όλοι οι λαοί τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, τα οποία κινδυνεύουν εξαιτίας των σύγχρονων τάσεων που συγχέουν την άμεση διάδοση και την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων με τη βοήθεια τεχνολογιών αιχμής, με την επικράτηση παγκόσμιων προτύπων. Τέλος θα ήθελα να πω ότι θεωρώ ευκαιρία την εκπόνηση μιας πτυχιακής εργασίας. Αν και προαιρετική πιστεύω ότι μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει κανείς, ακόμη κι αν δε χρησιμοποιηθεί αργότερα σαν «κλειδί» στην αγορά εργασίας. Και αυτό γιατί μαθαίνεις να μελετάς, να ερευνάς και να εκφράζεσαι. Μαθαίνεις να διαμορφώνεις μια εσωτερική πειθαρχία και να διατυπώνεις τις σκέψεις σου με συγκεκριμένη δομή. Χωρίς να περιορίζεις τη σκέψη σου είσαι σε θέση να την εκφράσεις συστηματικά. Εγώ προσωπικά, είχα την ευκαιρία – μέσω της διπλωματικής εργασίας – να αποκτήσω μια πρώτη επαφή με το πεδίο της έρευνας, της καταγραφής και τελικά της συγγραφής μιας εργασίας, σε μια κάπως μεγαλύτερη έκταση απ’ ότι έχω συνηθίσει. Με την πτυχιακή εργασία «παιδεύεσαι», «εκπαιδεύεσαι». Εμβαθύνεις στη σκέψη σου και μαθαίνεις να την ξετυλίγεις. Το θέμα που θα επιλεχθεί είναι σημαντικό για να δημιουργηθούν τα ερεθίσματα για την «παιδεία», μέσα από την «εκ-παίδευση» και τη μελέτη. Γενικότερα το θέμα είναι το εργαλείο μέσα από το οποίο θα εξελιχθείς σαν άνθρωπος πάνω απ’ όλα και πιθανόν σαν επιστήμονας αργότερα.

Συμβολή των πολιτιστικών συλλόγων

   Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε τη συμβολή διάφορων ομάδων φίλων του ριζίτικου τραγουδιού, πολιτιστικών συλλόγων όπως αυτή του πολιτιστικού συλλόγου Σελίνου & Κισσάμου ή του πολιτιστικού συλλόγου Αϊγιαννιωτών Αμαρίου. Η συνεισφορά τους είναι σημαντική, αφού συμβάλουν στη διάσωση και διάδοση των ριζίτικων τραγουδιών, διοργανώνοντας βραδιές αφιερωμένες στο ριζίτικο τραγούδι αλλά και γενικά συμμετέχοντας όπως μπορούν στη διατήρηση και διάσωση της συγκεκριμένης πολιτισμικής πρακτικής. Πάντως πρέπει να αναφερθεί ότι υπάρχει μία γενικότερη στροφή προς τη παράδοση. Όχι μόνο ο κόσμος αλλά και δήμοι και κοινότητες και διάφοροι φορείς διοργανώνουν εκδηλώσεις με δημοτικά τραγούδια και αναπαραστάσεις εθίμων. Μία κίνηση για «αναβίωση» της παλιάς κρητικής παράδοσης, μία για «επιστροφή» στις ρίζες είναι κατά γενική ομολογία αισθητή.

   Έχοντας λάβει όλα αυτά υπόψιν μου εντόπισα στο χάρτη τη περιοχή που θα ήθελα να κινηθώ. Δεν έμενε παρά να σκεφτώ άτομα γνωστά από τα μέρη αυτά προκειμένου να με κατατοπίσουν Εδώ, λοιπόν σε αυτό το κρίσιμο σημείο είναι που η προσβασιμότητα στη πηγή σου λύνει τα χέρια. Ο άνθρωπος «κλειδί» βρέθηκε και πρέπει να τονίσω ότι η συμβολή του ήταν πολυεπίπεδη. Έτσι, πρώτα βρέθηκα με τον δάσκαλο Κωστή Παραδεισανό, ο οποίος κατάγεται από το συγκεκριμένο χωριό στο οποίο εστίασα την προσοχή μου, τον Αϊ-Γιάννη της πρώην κοινότητας Αμαρίου, στο νομό Ρεθύμνου. Η αγάπη του για τα ριζίτικα και τη παράδοση τον διακρίνει. Μάλιστα συμμετέχει στον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού. Ένας σύλλογος ο οποίος έχει συμβάλει αρκετά στη διάδοση του ριζίτικου τραγουδιού, διοργανώνοντας διάφορες εκδηλώσεις αφιερωμένες στο ριζίτικο. Με πληροφόρησε για την έντονη σχέση του χωριού με τα ριζίτικα. Άποψη η οποία επιβεβαιώθηκε και σε σχετική βιβλιογραφία. Μπορεί να είναι ένα χωριό του Ρεθύμνου και όχι των Χανίων – γενέτειρα περιοχή των ριζίτικων, αλλά στο συγκεκριμένο χωριό υπάρχει έντονο μεράκι για το ριζίτικο τραγούδι, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνουν με τη στάση τους και οι κάτοικοι του χωριού. Αλλά δεν είναι μόνο το ενδιαφέρον των κατοίκων για το ριζίτικο, είναι επίσης και η ιστορία του χωριού, που αποδεικνύει τη βαθιά αυτή σχέση (βλ παρακάτω υποκεφάλαιο). Μελετώντας λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου τα στοιχεία που μου έδωσε ο Κωστής Παραδεισανός, τον οποίο δε θα παραλείπω ποτέ να ευχαριστώ για την αμέριστη συμπαράστασή του στην εργασία αυτή, καθώς και διαβάζοντας πληροφορίες σχετικά με το χωριό, κανόνισα μια συνάντηση για να πάμε να δούμε μαζί το χώρο. Όταν πήγα στο χωριό έγινε μία ξενάγηση, όχι μόνο στο πλαίσιο του οικισμού, αλλά και στις γύρω περιοχές. Ήρθα σε επαφή με τους ντόπιους, είδα το περιβάλλον που ζουν και γενικότερα προσπάθησα να συλλάβω όσο πιο βαθιά μπορούσα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, τα πάθη, τους φόβους, τις προκαταλήψεις τους. Γεγονός που δεν με δυσκόλεψε ιδιαίτερα λόγω της καταγωγής μου. Το ότι γνώριζα τελικά τη διάλεκτο και την παραδοσιακή κρητική κοινωνία νομίζω ότι είναι πλεονεκτήματα τα οποία θα εκτιμήσω μόνο αν τα στερηθώ. Πέρα από το έντονο επικοινωνιακό πρόβλημα, ίσως να δυσκολευόμουν να συλλάβω κάποια σημαντικά πολιτισμικά νοήματα, γεγονός που μπορεί να αποβεί μοιραίο για την σωστή ολοκλήρωση μιας έρευνας. Υπό άλλες συνθήκες θα χρειαζόμουν τουλάχιστον δύο μήνες παραμονής στο συγκεκριμένο χωριό, προκειμένου να μάθω τη κουλτούρα και τις συνήθειες τους, να ευαισθητοποιηθώ κι εγώ η ίδια σε θέματα σημαντικά για τους ντόπιους, να με αποδεχτούν και να με εμπιστευτούν, να αποκτήσω μια εξοικείωση με το περιβάλλον τους, καθώς και να είμαι σε θέση να αποκωδικοποιήσω τους πολιτισμικούς τους κώδικες. Βέβαια αυτό που μπορεί να φαίνεται σωτήριο, αυτό είναι το ίδιο που μπορεί να αποβεί και μοιραίο. Τον φόβο μου για μη αξιόπιστη ερμηνεία, εξαιτίας της καταγωγής μου δεν τρόμαξα να τον παραδεχτώ. Έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να γίνεται θύμα της καταγωγής μου. Σε αυτό το σημείο, στην απαλοιφή των προκαταλήψεων, καθώς και στην αποβολή πιθανών τοπικιστικών στοιχείων, είναι που προσπάθησα όσο μπορούσα και ευελπιστώ ότι πέτυχα τους στόχους μου -ως ένα βαθμό. Γνώρισα τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαζόμουν. Αυτό το στάδιο της έρευνας ήταν απολαυστικό. Προσωποποιήθηκαν επιτέλους οι «ηθοποιοί» μου. Άνθρωποι απλοί, γελαστοί, ζεστοί, πρόθυμοι να βοηθήσουν. Αποτελούν μία συνεκτική ομάδα η οποία είναι ενταγμένη στη τοπική κοινωνία. Το ντοκιμαντέρ γι’ αυτούς ήταν δεν ήταν παρά μία ακόμη, διαφορετικού ίσως τύπου, προσπάθεια μετάδοσης και διάσωσης του ριζίτικου. Θα ήθελα να τονίσω ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν τυχαίοι άνθρωποι που έχουν μεράκι για το ριζίτικο. Έχουν μελετήσει το ριζίτικο και γενικά έχουν αφιερώσει αρκετό χρόνο για τη διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού τους. Η δράση τους εκτείνεται στην ίδρυση και λειτουργία πολιτιστικών συλλόγων, έχουν λάβει μέρος σε διαγωνισμούς και έχουν βραβευτεί από διάφορους οργανισμούς και ιδρύματα για τα ριζίτικα και τις μαντινάδες. Έχουν γράψει βιβλία και έχουν εκπονήσει έργα μικρότερης έκτασης, έχοντας ως κύριο θέμα τη διάσωση και διάδοση της κρητικής πολιτιστικής κληρονομιάς.Όλα αυτά με καθησύχαζαν κάπως όσον αφορά στις πληροφορίες που θα έπαιρνα από αυτούς, αφού, το θέμα της πτυχιακής μου είναι το δικό τους μεράκι που φροντίζουν να το εξελίσσουν όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και ως προς το περιεχόμενο. Μάλιστα έπρεπε διαρκώς να μην ξεχνάω ότι τώρα περνούσα μία δοκιμασία γνώσεων η οποία ήταν απαραίτητη για τη σχέση μου με τους ανθρώπους αυτούς. Βέβαια και εγώ είχα στο νου μου ότι είναι άνθρωποι που είναι γνώστες του αντικειμένου πολλά χρόνια και ότι ασχολούνται συστηματικά με αυτό. Θεώρησα ότι έπρεπε να δομήσω μια σχέση ισότιμη μαζί τους, με αμοιβαία εμπιστοσύνη, γι’ αυτό και έπρεπε να περάσω κάποιες ώρες μαζί τους, μιλώντας και ανταλλάσσοντας απόψεις για το συγκεκριμένο θέμα. Έπρεπε να τους κερδίσω, δείχνοντάς τους ότι με ενδιαφέρει το θέμα και έχω κάποιες γνώσεις, αλλά συγχρόνως να τους δείχνω ότι μαθαίνω παραπάνω πράγματα από αυτούς. Το γεγονός δηλαδή ότι είχα προνοήσει και είχα μελετήσει αρκετά στη βιβλιοθήκη, πριν μιλήσω με τους ανθρώπους αυτούς, ήταν πραγματικά σωτήριο. Το συνιστώ σε όλους όσους κάνουν ή θέλουν να κάνουν κάτι τέτοιο. Διότι όσο γνώστης και να νομίζει κανείς ότι είναι πάνω σε ένα θέμα, πρέπει να το μελετήσει πολύ ώστε να το κατακτήσει.

Λίγα λόγια για το χωριό Άϊ-Γιάννης Αμαρίου

   Το χωριό που αλλιώς λέγεται και Άϊ-Γιάννης ο Χλιαρός, βρίσκεται στο νότιο τμήμα του Νομού Ρεθύμνου και ανήκει στο δήμο Κουρητών. Αποτελεί ένα από τα 11 χωριά της «Αμπαδιάς». Είναι χτισμένο σε υψόμετρο ύψους 380 μέτρων και απέχει 55 χλμ από το Ρέθυμνο. Ανατολικά έχει τον Ψηλορείτη, δυτικά το Κέντρος, βόρεια τη Σάμιτο και νότια τις ακτές του Λιβυκού πελάγους. Το χωριό έχει έκταση 4 τετραγωνικά χλμ περίπου. Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων είναι η γεωργία, κυρίως ελιές, καθώς και η κτηνοτροφία Τα παλιά σπίτια είναι χτισμένα με πέτρα και κεραμοσκεπή και όλοι οι δρόμοι του χωριού σκεπάζονταν στο παρελθόν από τις μικρές χτιστές πέτρες, τα γνωστά

«καλντιρίμια», τα οποία όμως δεν υπάρχουν πια. Λόγω της μεγάλης απόστασης του χωριού από το Ρέθυμνο, ο δρόμος άργησε να φτιαχτεί. Μόλις στις αρχές του 1950 φτιάχτηκε ο δρόμος ύστερα από πεντάμηνη εθελοντική, χειρωνακτική εργασία των κατοίκων του χωριού, έγινε η σύνδεση με το χωριό Νίθαυρη και στις 6 Αυγούστου του 1950 ήρθε το πρώτο λεωφορείο. Το χωριό πέρα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά που το καθιστούν ιδιαίτερο (δραστηριότητες κατοίκων, τοποθεσία) έχει σημαντική συμβολή στους αντιστασιακούς αγώνες κατά τις περιόδους Γερμανικής κατοχής και της Οθωμανικής κυριαρχίας, με παράδοση στο ριζίτικο τραγούδι. Πρόκειται δηλαδή για έναν οικισμό στον οποίο οι δραστηριότητες των κατοίκων, η ιστορία του, η τοποθεσία του αλλά και τα οικοδομικά χαρακτηριστικά του, το καθιστούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα παραδοσιακού κρητικού χωριού, ιδιότητες που ήταν κρίσιμες για την επιλογή του ερευνητικού πεδίου. Εξάλλου η παράδοση που έχει το χωριό στο ριζίτικο τραγούδι, πιστοποιείται και από το γεγονός της ύπαρξης μιας συγκεκριμένης ριζίτικης μελωδίας, που αποκαλείται λέγεται Αι – γιαννιώτικος σκοπός. Είναι μοναδικός και τραγουδιέται μόνο από το χωριό αυτό. Δεν έχει ακόμα καταγραφεί, δισκογραφικά τουλάχιστον.

Γυρίσματα

   Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο χωριό Άϊ Γιάννης Αμαρίου και στις γύρω περιοχές. Η διάρκεια της διαδικασίας των γυρισμάτων ήταν γύρω στις 6 μέρες. Για τη σωστή καταγραφή των μηνυμάτων που επρόκειτο να περιληφθούν στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, θεώρησα καλό να γίνει προηγουμένως μια ποιοτική προεργασία η οποία αναλύθηκε παραπάνω.

Εξωτερικά πλάνα

   Στο δια ταύτα λοιπόν, μπήκαμε σε ένα αγροτικό 4Χ4 (προφανώς, αφού δε μιλάμε για ασφαλτοστρωμένους δρόμους), εγώ, η κάμερα και άλλοι τέσσερις άνδρες ηλικίας 40 έως 65 χρονών και πήραμε τα όρη και τα βουνά. Ανά διαστήματα σταματούσαμε για να τραβάω διάφορα πλάνα, που θα χρησίμευαν στο μοντάζ, προκειμένου να δοθεί στο κοινό μία εικόνα χαρακτηριστική των βουνών της Κρήτης. Τα πρώτα πλάνα λοιπόν που τραβήχτηκαν ήταν εξωτερικά στην τοποθεσία «Καταφύγιο» στο βουνό Ψηλορείτης. Κάτσαμε κάτω από ένα μεγάλο γέρικο δέντρο και φτιάξαμε τη πέτρινη «τάβλα» μας. Είχαν προνοήσει όλοι να φέρουν κι από κάτι. Ακόμη και τα προϊόντα τα οποία υπήρχαν ήταν η χαρακτηριστική κουζίνα της Κρήτης: αμύγδαλα, αρνί, φραγκόσυκα, καρύδια, σπιτική ρακή και κρασί.

Κάτω από αυτές τις ιδανικές συνθήκες (αν και η φύση – λόγω αέρα – δεν ήταν σύμμαχός μας, όπως φαίνεται και στο ντοκιμαντέρ) μιλήσαμε για τα ριζίτικα τραγούδια και την κρητική παράδοση όπως την είχαν βιώσει οι ίδιοι σαν παιδιά και όπως τη βιώνουν σήμερα. Γενικά η συζήτηση ήταν χαλαρή. Δεν υπήρχε ένα συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο, για να είναι πιο αυθεντικά αυτά που θα έβγαιναν από τους ίδιους. Με παρεμβάσεις δικές μου, αν και όχι πολύ συχνές για να μη κόβω τη ροή της κουβέντας, καθοδηγούσα τη συζήτηση όπου έβλεπα ότι ξέφευγε από το θέμα. Αν και το τονίζω ότι προσπαθούσα να μη διακόπτω. Οι παρεμβάσεις μου είχαν επεξηγηματικούς σκοπούς, όπως για παράδειγμα μία λέξη που δεν ήταν γνωστή λόγω ντοπιολαλιάς, μία παραπάνω ανάλυση ενός εθίμου, ή ιστορικές επεξηγήσεις σε ιστορίες που αφορούν το συγκεκριμένο χώρο. Ήταν συνειδητή η ύπαρξη ενός ελαστικού σεναρίου. Συνειδητά επέλεξα τα συγκεκριμένα υποκείμενα να διαμορφώσουν τη δομή της ταινίας. Στο πρόσωπό τους σκιαγραφείται η παράδοση της Κρήτης, αυτοί θα αναδείκνυαν στη συγκεκριμένη φάση της κρητικής κουλτούρας. Εγώ απλά θα κατέγραφα και θα παρέμβαινα όπου έκρινα σκόπιμο για καθαρά επικοινωνιακά προβλήματα.

Εξάλλου γνώριζαν ότι το προϊόν που θα παραχθεί δε θα απευθύνεται μόνο σε Κρητικούς, αλλά σε όλη την ελληνική κοινότητα. Άρα φρόντισαν οι ίδιοι να υπάρχει μία θεωρητική βάση για τη κρητική παράδοση. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε μόνο ένας πρωταγωνιστής αλλά τέσσερις, διευκόλυνε την προσπάθεια ανάλυσης και εμβάθυνσης του θέματος. Άλλωστε και ο αριθμός των ατόμων της ομάδας ήταν τέτοιος που τυχόν παρερμηνείες, διαφωνίες και αντιρρήσεις μπορούσαν να αναπτυχθούν και να φανούν μέσα από τη διαδικασία του διαλόγου.

Εσωτερικά πλάνα –συνεντεύξεις

   Τα εσωτερικά πλάνα συγκρότησαν ένα επιπλέον πληροφοριακό υλικό. Έγιναν μετά τα εξωτερικά. Οι πληροφορίες που προσπάθησα να αποσπάσω από τα υποκείμενα της έρευνας ήταν κυρίως για να προσεγγίσω, θεωρητικά πάντα, την καθημερινότητα σε ένα χωριό της Κρήτης – κυρίως – τις δεκαετίες 1940, 1950 και 1960. Οι διάφορες ερωτήσεις που έκανα, αλλά και οι βοηθητικές παρεμβάσεις του Κωστή Παραδεισανού, είχαν σαν στόχο να δώσω στο κοινό να καταλάβει τις συνήθειες της καθημερινότητας, τα συναισθήματα, τα νοήματα που υπήρχαν τότε. Σαν απώτερο σκοπό να αποκαλύψουν στοιχεία της καθημερινότητας και της τότε κουλτούρας, καθώς και αν και πως αυτά αποτυπώθηκαν στο ριζίτικο τραγούδι. Μέσα από τις συνεντεύξεις ήθελα να δείξω την αμφίδρομη σχέση του κρητικού λαού με το ριζίτικο.

Προβλήματα

   Τα προβλήματα που συνάντησα ήταν κυρίως τεχνικής φύσεως. Αυτό οφείλεται σε μία σειρά προβλεπόμενων αλλά και απρόβλεπτων γεγονότων. Συγκεκριμένα όπως έχει αναφερθεί και αλλού τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν κυρίως από ένα άτομο. Αυτόματα λοιπόν τα αντανακλαστικά σε διάφορες δυσκολίες που προέκυπταν ήταν μειωμένα, για να μη χαθεί η ουσία, το περιεχόμενο της εργασίας. Τη μέρα για παράδειγμα που ξεκίνησαν τα εξωτερικά γυρίσματα με τη παρέα των ριζιτών ανεβήκαμε πάνω στον Ψηλορείτη. Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός και το έδαφος αρκετά δύσβατο. Οπότε αυτό που θα ήταν ορθό να κάνω θα ήταν το εξής: να ακυρώσω το γύρισμα, να πάω στο Ηράκλειο (μια με μιάμιση ώρα μακριά – αναφέρω επίσης ότι αυτοκίνητο δικό μου δεν έχω), να παραγγείλω ένα μικρόφωνο τύπου «ψείρας» και να ξεκινήσω γυρίσματα μετά από 4 με 5 μέρες. Αυτό όμως δε βόλευε καθόλου καθότι είχα να κάνω με ανθρώπους που ασχολούταν με μελίσσια και καλλιέργειες και ο χρόνος ήταν αρκετά πολύτιμος γι’ αυτούς εκείνη την περίοδο. Θα ρίσκαρα δηλαδή τη συνοχή της παρέας αυτής. Οπότε έκανα ότι μπορούσα εκείνη τη στιγμή, είτε καθυστερώντας τη λήψη μέχρι ο αέρας να κοπάσει λίγο, είτε προστατεύοντας με τα χέρια μου το μικρόφωνο της κάμερας. Αυτά όσον αφορά στον ήχο. Όσον αφορά στα πλάνα καθαυτά, το έδαφος ήταν τόσο πετρώδες που η χρήση τριπόδου ήταν αρκετά δύσκολη. Σε συνδυασμό επιπλέον με τον ήχο, που με υποχρέωνε να μετακινώ συνέχεια την κάμερα προκειμένου να μειώσω το φυσικό θόρυβο, έπρεπε να στήνω και να ξεστήνω διαρκώς το τρίποδο. Τα γυρίσματα όμως ήθελα να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο «στημένα» για να υπάρχει μία φυσική ροή στη κουβέντα. Αν έμπαινα σε αυτή τη διαδικασία πιστεύω ότι θα κατέστρεφα το αυθόρμητο στοιχείο της σκηνής και θα κούραζα αρκετά. Οι πρωταγωνιστές ίσως να έμπαιναν στη λογική του «άντε να τα πούμε να ξεμπερδεύουμε». Θα χανόταν δηλαδή η μαγεία, η διάθεση και το μεράκι, εξαιτίας των τεχνικών προβλημάτων. Η άλλη λύση φυσικά θα ήταν να ακυρώσω τα εξωτερικά πλάνα και να μεταφέρω τα γυρίσματα σε έναν εσωτερικό χώρο. Όμως ακόμα και το ίδιο το τοπίο, το οποίο δεν είναι άλλο από το βουνό του Ψηλορείτη, αποτελεί μέρος της καθημερινότητας του κρητικού. Θα μπορούσα να αναφέρω ότι έχει συμβάλει με την παρουσία του στη διαμόρφωση της κρητικής κουλτούρας. Εξάλλου ο κρητικός λαός είναι πολύ δεμένος με τη γη του και τη φύση. Εν ολίγοις, η παράδοση με το φυσικό τοπίο και το ριζίτικο τραγούδι δεν είναι στοιχεία ξεχωριστά. Έτσι αν αποστερούσα το ένα κομμάτι, το αποτέλεσμα ,ως προς το περιεχόμενο, θα ήταν λειψό. Δεν ξέρω τελικά αν έπραξα σωστά ή λάθος όταν πήρα το ρίσκο αυτό. Πάντως η αλήθεια είναι ότι το μοντάζ βοήθησε και άρα με ταλαιπώρησε πολύ. Όχι μόνο επειδή είχα πολλά να διορθώσω (ήχο, πλάνα κουνημένα, φωτισμό), αλλά επίσης γιατί αντιμετώπισα δυσκολίες στην επιλογή σκηνών. Βέβαια αυτό είναι κάτι το οποίο περίμενα και ήταν αναμενόμενο, οπότε ήμουν προετοιμασμένη και είχα φροντίσει για τον χρόνο που θα χρειαζόμουν προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

   Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι η καταγραφή και η διάσωση της παράδοσης δε σημαίνει και τη συνέχισή της. Ακριβώς επειδή η παγκοσμιοποίηση ισοπεδώνει τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες χρειάζονται οι διαφοροποιήσεις για την παραγωγή ιδεών. Μοιραία λοιπόν προκύπτει η ανάγκη για τη δημιουργία κοινωνιών τέτοιων που θα υποστηρίζουν τη διαφορετικότητα τους. Οι τοπικές αξίες θα ενισχυθούν όχι μόνο από τους επιστήμονες αλλά και από το εντόπιο στοιχείο και φυσικά από την ενεργή συμμετοχή των παραδοσιακών καλλιτεχνών. Είναι απαραίτητο να γίνει μία προσπάθεια από όλους, είτε από κρατικούς φορείς είτε από ΟΤΑ (Δήμους – Νομαρχίες), είτε και από τον ίδιο τον κόσμο, για να διατηρηθούν οι τοπικές ντοπιολαλιές, τα ήθη, τα έθιμα, οι τεχνοτροπίες, οι αρχιτεκτονικές, η μουσική και γενικά όλα αυτά που ονομάζουμε πολιτισμικές συνιστώσες. Σημαντική είναι επίσης και η συμβολή των πολιτιστικών συλλόγων, οι οποίοι μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά με τη δράση τους.

Βιβλιογραφία

…………………………..

Φωτάκης Σ., 2006, Το χωριό μου, Άγιος Ιωάννης – Χλιαρός – Αμαρίου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο

Φωτάκης Σ., 2007, Ριζίτικα και μαντινάδες (με τοπικό λεξιλόγιο), Ρέθυμνο

Δείτε το ντοκιμαντέρ : https://www.youtube.com/watch?v=iWjLgX-7GIw

ΥΓ) Θεωρώ χρέος μου να ευχαριστήσω προσωπικά, αλλά και εκ μέρους όλων των προαναφερθέντων Αϊγιαννιωτών, την Πτυχιούχο Πανεπιστημίου Αιγαίου Παναγιώτα Κοντού, για τα καλά της λόγια. Την ευχαριστούμε θερμά για την επιλογή του τόπου μας, η οποία περιποιεί ιδιαίτερη τιμή για το χωριό μας. Τη φιλοξενία και τη γνώση που της προσφέραμε, θεωρούμε δεδομένη και υποχρέωσή μας. Χαιρόμαστε που συμβάλλαμε στο "άριστα" της πτυχιακής της εργασίας και της ευχόμαστε, να αριστεύει πάντα στη ζωή της.

                                                                                    Σταύρος Φωτάκης

Αριθμός Προβολών: 4